Το Σάββατο αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένο από την άποψη της προσέλευσης στον Ελληνικό Κόσμο, κι ας είχε τελικό Champions League (προβλήθηκε άλλωστε και από οθόνη στον χώρο του Garden). Επίσης, μάλλον είδαμε και καλύτερες εμφανίσεις συγκριτικά με την Παρασκευή, ενώ βελτιώθηκε αισθητά και η κατάσταση στο Republic stage, μετά το στέγνωμα του εδάφους από τα βρόχινα νερά.
Αν πρέπει να γκρινιάξουμε τελικά για κάτι, είναι αυτή η επιθυμία να ξεκινούν τα δρώμενα από τις μεσημεριανές ώρες, υιοθετώντας μια ευρωπαϊκή λογική η οποία δεν θα βρει ποτέ στήριξη από το ελληνικό κοινό, που δεν θα πάψει να θεωρεί άκυρη την παρακολούθηση μιας συναυλίας στις 16.25 –ακόμα κι αν παίζει ο Perfume Genius, που πραγματικά αδικήθηκε από την τοποθέτηση.
Έλειψε ωστόσο ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής στη μέρα 2, καθώς οι (άτυποι) headliners Mogwai συγκίνησαν κυρίως τους παλιούς τους φίλους στην Ελλάδα, ενώ οι Electric Wizard μάζεψαν μεν το μεγαλύτερο πλήθος στην κεντρική σκηνή, αλλά δεν το κράτησαν: οι πιο indie ακροατές δεν άντεξαν για πολλή ώρα τη σκληρή τους μουσική και τις γυμνόστηθες προβολές στο video wall. Για μας, πάντως, κορυφαίος της 2ης Plisskën μέρας κρίνεται ο Andy Stott, ο οποίος παρέδωσε ένα καταπληκτικό σετ ενώπιον ενός γεμάτου Aquarium –έστω κι αν, τελικά, την παράσταση μάλλον έκλεψαν οι Sleaford Mods...
WAXAHATCHEE (Main stage)
του Ανδρέα Κύρκου
Αρνούμαι να αδικήσω τις Waxahatchee για τη μέτρια εμφάνισή τους, γιατί επωμίστηκαν τον άχαρο ρόλο να σπάσουν τον πάγο και να αρχίσουν το σετ τους μπροστά σε 20 άτομα. Μπορεί η τρυφερή, νεανική, αστική μελαγχολία που ακούσαμε στους δίσκους να μην φάνηκε ούτε μια στιγμή για όσο βρέθηκαν στη σκηνή, αλλά το φταίξιμο δεν οφείλεται σε έλλειψη live δεξιοτεχνίας ή ενέργειας των Αμερικανίδων, οι οποίες έμοιαζαν με μια ξεφτισμένη μπάντα κοριτσιών που βιάζονταν να τελειώσουν την πρόβα για να πάνε σπίτι να δούνε το νέο επεισόδιο του Girls. Κανα-δυο στιγμές μόνο κατάφερε και πέρασε το στυλ τους μέσα από τα ηχεία, αυτό που τις έχει καταστήσει indie darlings, ενώ μας χαιρέτησαν γρήγορα στο τέλος.
WARM GRAVES (Republic stage)
του Στυλιανού Τζιρίτα
Μαζί με τη συνοδό μου ήμασταν κυριολεκτικά οι πρώτοι που εμφανίστηκαν στο Republic όταν ακούστηκαν οι εναρκτήριες νότες –καταθέτω μάλιστα ότι ο Γερμανός κιμπορντίστας μας υποδέχτηκε με χαμόγελο ανακούφισης και ευγνωμοσύνης. Τελικώς ήμασταν περί τους 30 όσοι τους παρακολουθήσαμε και, πιστέψτε με, κανείς δεν έχασε τον χρόνο του. Ακόμα και σ' αυτούς που φάνηκε υπερβολικά στημένος ο χίπστερ/αερικό αοιδός και κιθαρίστας που τραγουδούσε με μια... υπερβόρεια λογική, άρεσαν οι α-λα-Muse τυμπανισμοί του ντράμερ, οι οποίοι σε έβαζαν για τα καλά στο κλίμα, μαζί με τα ατμοσφαιρικά 1980s σύνθια. Αν μου έλεγε κανείς πως έρχονταν από ακόμα πιο βόρεια οι Warm Graves (Φινλανδία λ.χ.) θα τον πίστευα, φαίνεται λοιπόν πως ο σοφιστικέ αέρας της Λειψίας έχει εμπνεύσει για τα καλά τον μοντερνίζοντα post-pop ηχοθόλο αυτής της μπάντας.
PERFUME GENIUS (Main stage)
του Ανδρέα Κύρκου
Ο καλλιτέχνης πρέπει να κλείνει τα μάτια όταν τραγουδάει από πάθος και από συναίσθημα και όχι γιατί τον στραβώνει ο ήλιος. Επίσης, μια άριστη από κάθε άποψη mini performance όπως αυτή του Perfume Genius δεν θα πρέπει να συμβαίνει μπροστά σε 100 άτομα που είχαν κουράγια να βρίσκονται από νωρίς στον Ελληνικό Κόσμο. Αν παραβλέψουμε πάντως το ατόπημα του προγραμματισμού, ο Mike Hadreas βγήκε στη σκηνή σίγουρος για την αξία του, επιδιδόμενος σε λικνιστικούς χορούς και σε μικρά φωνητικά δράματα πάνω στο πιάνο –χωρίς βεβιασμένους χειρισμούς του μικροφώνου και παραληρήματα. Εκτέθηκε για λίγο γυμνός συναισθηματικά (έστω με see thru) και έδειξε την κλάση του ταλέντου του, τις σπηλαιώδεις νευρώσεις του και τον ταραγμένο του ερωτισμό με απίστευτη χάρη και επαγγελματισμό. Έκλεισε δε και με ένα "Hood" που θα το κουβαλάω μαζί μου για καιρό. Με συγκίνησε το παλιόπαιδο.
POW (Republic stage)
του Στυλιανού Τζιρίτα
Σχεδόν σχιζοφρένεια. Όταν αναλάμβανε τα ηνία των φωνητικών η πρασινομάλλα χειρίστρια των pads, η αισθητική πήγαινε προς μια τσιχλόφουσκα επηρεασμένη τόσο από τη νευρωτική ιαπωνική ποπ, όσο και από τα ρετάλια που άφησε πίσω της η Madonna στα 1980s. Όταν όμως έπαιρνε τα ηνία ο λιπόσαρκος κιθαριστής στα αριστερά (που ήταν φανερά ο μανιπουλάτορας της κατάστασης) το όλο πράγμα ξέφευγε προς μια νεοψυχεδελεια τύπου 1980s, με ξεσπάσματα προς τη noisy Αμερική του τότε. Ενδιαφέρουσα η οπτική, αλλά όχι ισορροπημένη σε σχέση με το τελικό αποτέλεσμα. Το κοινό –αρκετό, πλέον, και με προσηλωμένο το βλέμμα σε όλη τη διάρκεια του ενεργητικότατου σόου– έδειξε φανερά την προτίμησή του προς τη δεύτερη έκφανση των Pow. Kαι πολύ καλά έκανε: τα όποια καλά στο μέλλον, θα έρθουν από αυτή την πτέρυγα.
LITURGY (Main stage)
του Διονύση Κοτταρίδη
Με δαύτους, δεν είναι θέμα μόνο το ότι δεν ξέρεις αν πρέπει να σηκώσεις το μπυροπότηρο ψηλά ή να το σφεντονίσεις προς σκηνή μεριά. Ειδικά έτσι κι αρχίσει να χάσκει εκείνος ο «τραγουδιάρης»... Είναι και πως μπορεί να αναρωτιέσαι ασταμάτητα αν το περιεχόμενο του ποτηριού είναι κανονική μπύρα ή αυτά τα κάτι σαν μπύρα του μηδέν της εκατό, χωρίς να καταφέρνεις ποτέ να σταθείς για πολύ σε μία απάντηση. Και, όσο και να το κάνεις, είναι άλλο να μπινελικώνεις από μέσα σου με τ' ακουστικά στα αυτιά, κι άλλο να τους έχεις εκεί μπροστά σου, με απτή την πιθανότητα εσύ να προσχωρήσεις στον ακτιβισμό, κι εκείνοι από τη μεριά τους να σου αποδείξουν χειροπιαστά ότι μπορούν να δώσουν πόνο –ενίοτε και με μία κιθάρα– κάτι λίγα μέτρα μάλιστα μακριά από το περίπτερο του Εν Λευκώ.
STEVE GUNN (Republic stage)
του Διονύση Κοτταρίδη
Η ολίγον τι χοντροκομμένη φύση τέτοιων φεστιβάλ (αυτιά συντονισμένα σε ψηλές εντάσεις, ηχητικά αλληλεπικαλυπτόμενες σκηνές, ιεραρχικός υποβιβασμός των μικρών λεπτομερειών), φάνταζε ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον κύριο Gunn, πριν καν αυτός επιχειρήσει να μετρηθεί και στην πράξη με τα δεδομένα. Τα οποία μάλιστα αποδεικνύονταν συνεχώς σκληρά, με τη μορφή των συνεχών καλεσμάτων του Pharoahe Monch, που θέλοντας και μη ταξίδευαν απνευστί από την κεντρική σκηνή. Προσθέστε στα παραπάνω και τους δύο μάλλον άγευστους παίκτες που κλήθηκαν να τον συνοδεύσουν σε μπάσο και τύμπανα, σας μένει ο Στάθης να επιχειρεί για ευνόητους λόγους με την Telecaster του (αντί για την ακουστική του), δείχνοντας τουλάχιστον κάποιους έξτρα πιθανούς δρόμους επί υλικού παρμένου κυρίως από το πιο πρόσφατο προσωπικό του άλμπουμ. Some other time, some other place???
PHAROAHE MONCH (Main stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Πάνε 7 χρόνια από την τελευταία φορά που είδαμε τον Pharoahe Monch στα μέρη μας, με την εμφάνισή του στο line-up του φετινού Plisskën να μην είναι κάτι το αναμενόμενο, δεδομένου του μετρημένου αριθμού θεατών που είχε συγκεντρώσει τότε ο Μοναχός. Ο ήλιος μπορεί να βάραγε ακόμα στο κεφάλι όταν ανέβηκε στο σανίδι, έδειξε όμως την εμπειρία του βάζοντας ένα ετερόκλητο κοινό στο κλίμα των όσων προσπαθούσε να πετύχει. Ήταν βέβαια πιο «βαρύς» ως προς την απόδοσή του σε σχέση με το παρελθόν, κάτι που φάνηκε και από τις μπόλικες φορές που έπιασε την κουβεντούλα επί μικροφώνου ή από τις «τσόντες» γνωστών χιπ χοπ επιτυχιών, οι οποίες μάλλον για να χαϊδέψουν αυτιά εμφανίστηκαν, παρά πρόσφεραν κάτι ουσιαστικό στο σετ. Ακόμα κι έτσι, όμως, τα τραγούδια του δεν παύουν να έχουν μια δύναμη ικανή να σε βάλει άμεσα στους ρυθμούς τους· όταν δε ο Pharoahe αποφάσιζε να κάνει επίδειξη skills, αποδείκνυε πως ακόμα το 'χει. Γι' αυτό εξάλλου και οι θεατές αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της εμφάνισής του στην κεντρική σκηνή, ρίχνοντας γενναίο χειροκρότημα στο κλείσιμο, όταν έπαιξε το “Simon Says”.
VERVEINE (Tunnel stage)
του Στυλιανού Τζιρίτα
Η Ελβετίδα έχει αφομοιώσει δύο πράγματα πάρα πολύ καλά. Πρώτον, όλη την αιθέρια (αλλά επικεντρωμένη στην τέχνη της) σχολή των γυναικείων φωνητικών που ξεκινούν από τη Laurie Anderson, χωρίς να παραβλέπουν την Kate Bush· δεύτερον, ότι η σκηνή είναι κάτι που εμπλέκει το σόου και την εικόνα, όχι μόνο τον ήχο. Με ωραίο νεορομαντικό στυλ στα ρούχα και με τελετουργική (όχι όμως πομπώδη) κίνηση πίσω από τα μηχανήματα που χειριζόταν, η Verveine αποτέλεσε για μένα μία από τις ωραίες στιγμές του φετινού Plisskën. Δεν έχει εφεύρει κανένα τροχό, μήτε καν μπουλόνι, αλλά πάντα χρειαζόμαστε παρουσίες με σωστή δομικότητα στα live, οι οποίες να παραδίδουν σύγχρονη ποπ με το ένα αυτί στο electro και το άλλο στον Brian Eno.
MORGAN DELT (Republic stage)
του Στυλιανού Τζιρίτα
Ο Morgan Delt παραήταν ντελικάτος για τέτοια ώρα (19.20), που οι συζητήσεις και οι χαιρετούρες καλά κρατούσαν ακόμα στο φεστιβάλ. Ο ήχος του παρέπεμπε μεν σε εκείνη την εύθραυστη ψυχεδελική/φολκ των επιθεμάτων που έβαλαν στο αμερικάνικο ροκ οι 13th Floor Elevators, δεν είχε όμως την τραχύτητα εκείνων ώστε να επιβληθεί. Έμεινε λοιπόν κυρίως ως ακρόαμα για τις πρώτες σειρές θεατών στο Republic, όσους μπορούσαν να ακούσουν καθαρά τις κιθάρες του κουαρτέτου να κελαρύζουν σε όμορφα αρπέτζιο: αν είχαν ενισχυθεί σωστά, θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν και με το 500άρι (και παραπάνω) κοινό που είχε μαζευτεί. Η σεμνή απουσία του ηγήτορα της μπάντας, πάντως –μεταφερμένη και ως λογική αλλά και ως εικόνα από άλλη δεκαετία– ήταν τόσο αληθινά ευγενική και αλαφροΐσκιωτη (όπως διαπίστωσα σε συζήτηση μαζί του μερική ώρα αργότερα) ώστε καταλάβαινες ότι οι Morgan Delt είναι αποφασισμένοι να παίξουν το παιχνίδι με δικούς τους όρους, χωρίς εύκολα κόλπα επιβολής και εντυπωσιασμού. Όσοι το αντιλήφθηκαν, πέρασαν πραγματικά καλά.
ΝΕΓΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ (Tunnel stage)
του Στυλιανού Τζιρίτα
Εδώ τα πράγματα ήταν ολίγον τι μπερδεμένα... Όχι αναφορικά με τον κώδικα, ούτε καν με το πόσο αληθές είναι το εγχείρημα. Ο Νέγρος Του Μοριά έχει μια δική του πορεία στο εγχώριο hype τα τελευταία 2 χρόνια, κάτι που ναι μεν μπορεί να δημιουργεί σε κάποιους υποψίες ποζεριάς, μα τελικά πρόκειται για πρόβλημα δικό τους και όχι του ίδιου του καλλιτέχνη. Όπως άλλωστε αποδείχθηκε και στο Tunnel, η φάση Νέγρος του Μοριά έχει το ιστορικό-κοινωνικό της ενδιαφέρον ως προς τη δοσολογία ελληνικών στίχων/μαύρης κουλτούρας και αισθητικής και ως προς τη σχέση των χιπ χοπ beats με την καθημερινότητα της ημεδαπής. Η μεταδοτικότητα ήταν λοιπόν πραγματική και η προσέγγιση του Νέγρου στις rel-on-tome καταστάσεις τόσο ευθεία (είτε αφορούσαν τον φωτισμό του χώρου, είτε τη μη προσδοκώμενη ανταπόκριση του κόσμου στην αρχή του σετ), ώστε δεν μπορούσες παρά να χαμογελάσεις. Όχι κοροϊδευτικά, μα ως παραδοχή του true της κατάστασης.
THEE OH SEES (Main stage)
του Χάρη Συμβουλίδη
Οι Καλιφορνέζοι πρέπει να ένιωθαν σαν στο σπίτι τους εκεί πάνω στην κεντρική σκηνή, βλέποντας μεγάλη μερίδα του κοινού να τους περιμένει πώς και πώς και να τους υποδέχεται με ενθουσιασμό –είναι άλλωστε καλά γνώριμοι στη χώρα μας και το γκαραζιάρικο ροκ τους χαίρει εκτίμησης σε κάμποσες μουσικές φυλές. Έπαιξαν λοιπόν με άνεση και κέρδισαν θα έλεγα την παρτίδα με το καλημέρα, αφού ήχησαν όπως ακριβώς τους θέλαμε και τους περιμέναμε. Κεφάτοι, με πυγμή στις κιθάρες, με εκείνη την καλιφορνέζικη ανεμελιά να διαποτίζει τις εντάσεις τους και με τον γνώριμο βέβαια εκκωφαντικό τους ήχο χάρη στους δύο ντράμερ, που ευνοήθηκε από το open air της όλης φεστιβαλικής κατάστασης. Φυσικά και ακούσαμε κομμάτια και από το πρόσφατο (γερό) άλμπουμ, σε ένα ηχηρό ροκ στιγμιότυπο που δεν το έσβησαν οι υπόλοιπες εντυπώσεις της 2ης Plisskën μέρας.
DELS (Tunnel stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Με δύο άλμπουμ και παρουσία στο ρόστερ της Big Dada, ο Dels θα έφερνε στο φεστιβάλ τον αέρα ενός ήχου όχι ακριβώς grime, ούτε όμως και παραδοσιακού. Ας του κολήσουμε επομένως την ταμπέλα «εναλλακτικό χιπ χοπ». Στο Tunnel παρέθεσε ένα σετ με στοιχεία ηλεκτρονικής μουσικής, έμφαση στα μπάσα και στα beats (σαφώς), αλλά και με μια υφή που μπορούσε να ενδιαφέρει και το indie κοινό: τα ατμοσφαιρικά samples και τα γυναικεία προηχογραφημένα φωνητικά φρόντιζαν γι' αυτό. Όταν όμως το delivery είναι τόσο νωχελικό και η σκηνική παρουσία κρίνεται από μέτρια έως και μηδαμινή, δύσκολα πείθεις τον κόσμο και τον βάζεις σε κίνηση... Με αυτά και με αυτά, ο Βρετανός δεν συγκίνησε πολλούς και κατά συνέπεια δεν κατάφερε να κρατήσει (πόσο μάλλον να αυξήσει) τους παρευρισκόμενους.
JAAKO EINO KALEVI (Republic stage)
του Χάρη Συμβουλίδη
Αυτό κι αν ήταν έκπληξη. Ένας ψηλός, αθλητικός, μακρυμάλλης από τη Γυβάσκιλα της Φινλανδίας, τον οποίον εύκολα θα φανταζόσουν ως «ξυλοκόπο» σε μεταλλική μπάντα, εμφανίστηκε ντυμένος στα λευκά, με πλατύγυρο ψάθινο καπέλο Μπριζίτ Μπαρντό παραπομπών. Κι άρχισε να τραγουδάει πάνω από ξεδιάντροπα 1980s synth pop ήχους, οι οποίοι θύμιζαν Modern Talking σε τέτοιον βαθμό, ώστε δεν άντεξα να μην κοιτάξω την οδοντoστοιχία του –αναρωτώμενος αν είχε κι αυτή την κολγκέιτ στραφτάδα του Dieter Bohlen. Το δε κόλπο γινόταν ακόμα πιο ιδιαίτερο από το ότι ο Jaako Eino Kalevi παρέμενε αλύγιστος και κάπως «αγγούρι» σε αντίθεση με την προτροπή που έδινε η μουσική του για κίνηση (και πολλοί άρχισαν όντως τον χορό κάτω από τη σκηνή), αλλά και σε αντίθεση με τον επίσης λευκοντυμένο ντράμερ του, ο οποίος ψιλοχόρευε στο κάθισμά του. Αν προσθέσετε τώρα και κάτι στίχους που έλεγαν για το πόσο καλά... μυρίζουν οι άνθρωποι στο κέντρο της πόλης(!!), έχετε πλήρη την παλαβή εικόνα των όσων διαδραματίστηκαν στο Republic. Τα περάσαμε χάρμα, αλήθεια!
ELECTRIC WIZARD (Main stage)
του Στυλιανού Τζιρίτα
Παραμένει η απορία μου για την πρόσκληση του Plisskën στους Electric Wizard, κάτι που σε τίποτα δεν έχει να κάνει με την αξία τους ως μπάντας. Όπως άλλωστε σίγουρα θυμάστε μερικοί, είχαν δώσει μια καταπληκτική συναυλία πριν από 4 περίπου χρόνια στο Gagarin, όταν τους είχα πάρει και συνέντευξη στα παρασκήνια, εντυπωσιασμένος από την επί σκηνής ομοβροντία. Απλά δεν κατάλαβα πού κολλούσαν με τους υπόλοιπους καλλιτέχνες της 2ης μέρας του φετινού φεστιβάλ (ακόμα και με δεδομένο το ηχητικό του φάσμα) και τελικά μόνο στον occult χαρακτήρα τους μπόρεσα να βρω κάποια συνδεσμολογία, κυρίως ως προς τις ποπ εικόνες τις οποίες προβάλλουν στο ευρύ κοινό.
Πάντως πολύ λίγοι από τους οπαδούς τους έδωσαν το παρών στον Ελληνικό Κόσμο, γι' αυτό και μετά το πρώτο περίπου τέταρτο ένας σημαντικός όγκος του κοινού που μαζεύτηκε στην κεντρική σκηνή για να δει «τι παίζει» αποσύρθηκε είτε σε παράλληλα, πιο indy-friendly δρώμενα, είτε σε αναζήτηση ύδατος/οινοπνεύματος/στερεάς τροφής. Οπότε και μείναμε περί τους 350 νοματαίους να παρακολουθούμε το συμπαθητικό heavy των Βρετανών. Οι οποίοι έπαιξαν ως τρίο αυτή τη φορά, γεγονός που, τρόπον τινά, αφαίρεσε από τη μουσική τους και όγκο, μα και λειτουργικότητα –κάτι ιδιαίτερα εμφανές στα σόλο της κιθάρας. Οι προβολές πάντως όπισθεν της μπάντας κρίνονται απολύτως πετυχημένες, όχι μόνο για την επιλογή (από κλασικές horror ταινίες της ιταλικής και αγγλικής σχολής), αλλά και για την ωραία μπερδεψοδουλειά που γινόταν στο μάτι όταν συνδυάζονταν με επιπρόσθετες δαντέλες παραισθησίας και αλλογονικού κλέους.
ACID BABY JESUS (Republic stage)
του Χάρη Συμβουλίδη
Το εγχώριο συγκρότημα τράβηξε το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου που δεν άντεξε στο σφυροκόπημα των Electric Wizard και παρέδωσε ένα σετ το οποίο φανέρωσε, πάνω από όλα, τα συναυλιακά χιλιόμετρα που έχουν διανύσει στις σκηνές του εξωτερικού και την εμπειρία που έχει αποκτηθεί από αυτήν τη διαδρομή. Ενώ δηλαδή βγήκαν σχετικώς πιο «ήσυχοι» και στατικοί σε σύγκριση με ό,τι έχουμε δει παλιότερα, ρόκαραν με αλάνθαστη ακρίβεια, βρίσκοντας πάντα τον πιο καίριο τρόπο για να επικοινωνήσουν τη δύναμη της αναβιωτικής τους γκαραζο-ψυχεδέλειας, τόσο μέσω της σφιχτής rhythm section, όσο και χάρη στα απολύτως ταιριαστά φωνητικά. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν το σετ που «τα έσπασε», οπωσδήποτε όμως ήταν ένα γερό, φεστιβαλικό σετ, το οποίο δεν σε άφηνε εύκολα να αποσπάσεις την προσοχή σου, ακόμα κι αν στις παύσεις επικρατούσαν τα ντεσιμπέλ των Electric Wizard από την κεντρική σκηνή, τα οποία έφταναν μέχρι και σε όσους από μας είχαμε βρεθεί αρκετά κοντά στο κάγκελο του Republic.
ANDY STOTT (Aquarium stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Βρίσκεται εδώ και μια δεκαετία στη δημιουργική διαδικασία ο Andy Stott, όμως η ευρεία αναγνώριση ήρθε το 2012, με τον τρίτο του δίσκο Luxury Problems. Από τότε κυκλοφόρησε άλλο ένα άλμπουμ που έτυχε σχεδόν καθολικής αποδοχής (το περσινό Faith In Strangers) και κάπως έτσι βρεθήκαμε κι εμείς να παρακολουθούμε έναν καλλιτέχνη που αυτή την περίοδο διανύει την απόλυτη ακμή του. Κάτι που ο εκ Μάντσεστερ προερχόμενος παραγωγός δεν διέψευσε, παραδίδοντας μια ωριαία εμφάνιση με ολοκληρωμένη πρόταση, με στόχευση, πεδιάδες και λόφους. Αλλά και με μια αίσθηση μουσικής Οδύσσειας, μαζί με μια κάπως απροσδιόριστη εντύπωση περιπέτειας.
Η αρχή έγινε με techno beats και ατμοσφαιρικά πλήκτρα, τα οποία ανά σημεία μοιάζανε με ambient οάσεις μέσα στη ρυθμική έρημο, καθώς ολόκληρη η αίθουσα του Aquarium βούιζε από τους βόμβους των επιλογών του. Στα δε breakdowns ακούγαμε τζούρες από θελκτικά γυναικεία φωνητικά, μέχρι τουλάχιστον να οδηγηθούμε σε εκείνο τον παρατεταμένο θόρυβο, στα μισά περίπου του σετ. Ήταν μια καλά σκηνοθετημένη στιγμή έντασης από τον Βρετανό παραγωγό, ο οποίος έχτιζε αναμονή προτού μας οδηγήσει σε ένα κολαστήριο από Aphex Twin-ικούς ήχους ανάκατους μ' ένα βαρύ, ασήκωτο beat. Από εκεί κι έπειτα, η μουσική εναλλασσόταν μεταξύ προσβάσιμων techno ρυθμών και πιο εκλεπτυσμένων εκλογών, ενώ η έκπληξη ήρθε όταν ακούστηκε ένα κάτι-σαν trap beat, το οποίο ο Stott ενέταξε μαεστρικά στη συνολική του περφόρμανς.
Ήταν λοιπόν ένα συναισθηματικά μα και νοητικά φορτωμένο σετ, το οποίο κατάφερε να περάσει και στο κοινό, αν κρίνουμε τουλάχιστον από την εικόνα στο Aquarium, που ως ένα σημείο ήταν στα πιο γεμάτα που το αντικρίσαμε το διήμερο. Επιβεβαιώθηκαν έτσι τόσο οι προσδοκίες, όσο και το hype γύρω από τον Andy Stott, προσωπικά μάλιστα ένιωσα ενδόμυχη χαρά που αυτό το διόλου εύκολο χαρμάνι ήχων συγκέντρωσε τόση πολλή προσοχή.
ARIEL PINK (Main stage)
του Ανδρέα Κύρκου
Όσοι περιμέναμε μια εμφάνιση του κυρίου Ariel Rosenberg για να απολαύσουμε ζωντανά μερικά από τα κομμάτια του υπέροχου Before Today, λογαριάσαμε χωρίς τον παρανοϊκό frontman. Δεν ήταν σε καλή μέρα ο εκκεντρικός κυριούλης και το στήσιμο των οργάνων κράτησε περισσότερο από το live το ίδιο, μέχρι που σηκώθηκε κι έφυγε σε ένα σημείο του σετ, έτσι απλά γιατί κάτι θα του την έσπασε... Ανάμεσα σε παρανοϊκές ατάκες, σε παρωδίες από κλαψουρίσματα και πνιχτά σατανικά γελάκια, η μπάντα πήρε πάντως μερικές στροφές –για ένα δεκάλεπτο περίπου. Ας πούμε ότι δεν ήταν μια καλή μέρα για να συστήσεις το περίτεχνα δραματουργικό new wave ύφος του συγκροτήματος σε κάποιον που δεν το γνώριζε καθόλου: το αποτέλεσμα ακούστηκε τραχύ και πικρόχολα αποστειρωμένο. Είναι εντελώς για δέσιμο ο Ariel Pink και ακυρώνει κάθε προβλεψιμότητα, αλλά χαίρομαι που ζει ανάμεσά μας.
CULT OF YOUTH (Republic stage)
του Χάρη Συμβουλίδη
Ο Sean Ragon και η παρέα του μπορεί να έχουν τσαγανό και να ξέρουν πώς να στέλνουν κατάκαρδα τα ηλεκτρικά τους βολτ, αλλά την τρέλα του συμπατριώτη τους Ariel Pink σίγουρα δεν την κουβαλάνε. Μια χαρά κατάσταση, δηλαδή, για όσους από μας ξενερώσαμε με τους θεατρινισμούς του χιπστεροχίπη στην κεντρική σκηνή και αναζητήσαμε λίγο ροκ εν ρολ για να έρθουμε στα ίσα μας. Το βρήκαμε στο Republic και με το παραπάνω, σε ένα σφιχτό σετ, που ίσως πάντως να βγήκε υπερβολικά «ορθόδοξο» (παρά την ενίοτε εντυπωσιακή παρουσία του τσέλο), από την άποψη ότι δεν αντιπροσώπευσε πλήρως το φάσμα της αμερικάνικης μπάντας από Blyth Power έως και Death In June, μα εστίασε περισσότερο στις περί το πανκ ποιότητες της μουσικής τους. Τα πράγματα ήταν επίσης σταθερά καλά, με τις κραυγές να λειτουργούν και με την τσίτα να μην αφήνει το ακροατήριο να χαλαρώσει, ωστόσο κάπου ίσως περίμενες μια κορύφωση που ποτέ δεν ήρθε. Μικρά πάντως παράπονα, για μια εμφάνιση κυμαινόμενη στο «πολύ καλό», η οποία έδωσε λύση από τον πάγκο σε όσους απογοητευτήκαμε γρήγορα από τα δρώμενα στο Main stage.
FORT ROMEAU (Aquarium stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Ακόμα ένας ανερχόμενος παραγωγός στο σύγχρονο ηλεκτρονικό στερέωμα, που ήρθε στην Αθήνα φρέσκος μετά τον φετινό του δίσκο. Αν μη τι άλλο, αποτέλεσε καλή επιλογή για να διασκεδάσει το κοινό στο Aquarium μετά το εγκεφαλικό σετ του Andy Stott, ο κόσμος όμως φάνηκε πως είχε διαφορετικές διαθέσεις. Έτσι, από τη σχεδόν γεμάτη αίθουσα κατά την εμφάνιση του Βρετανού, περάσαμε στο λυπηρό θέαμα ενός σχεδόν άδειου χώρου –έπαιξε βέβαια ρόλο και το ότι στην κεντρική σκηνή του Plisskën θα έβγαιναν οι Mogwai, ενώ κάποιοι σίγουρα πήγαν και προς τις οθόνες που έδειχναν τον τελικό του Champions League μεταξύ της Μπαρτσελόνα και της Γιουβέντους. Ο Fort Romeau, τώρα, επένδυσε σε έναν ανεβαστικό Chicago house ήχο, τον οποίον πλαισίωσε με πλήκτρα τύπου Orbital και λίγη progressive αισθητική, κάνοντας μια πολύ τίμια επιλογή κομματιών και προσπαθώντας να παρακινήσει τον κόσμο να χορέψει. Οι περισσότεροι έχασαν λοιπόν μια ανεβαστική εμφάνιση, που, ενώ πραγματευόταν γνώριμα μουσικά είδη, εντούτοις κατάφερνε να περάσει και μια προσωπική σφραγίδα, παρέχοντας και συναίσθημα εκτός από σφυροκόπημα.
MOGWAI (Main stage)
του Χάρη Συμβουλίδη
Θα ήταν ψέμα να πούμε ότι οι Mogwai δεν τράβηξαν στην κεντρική σκηνή ένα πλήθος ανάλογου μεγέθους με εκείνο των Electric Wizard κι ακόμα μεγαλύτερο ψέμα αν λέγαμε πως δεν διατήρησαν την πλειονότητά του ως το τέλος του σετ τους. Με μια ειδοποιό διαφορά, εντούτοις: οι παλιοί έμειναν πιο προσηλωμένοι σε σχέση με τους νεότερους, οι οποίοι (ακόμα κι αν δεν αποχώρησαν) περισσότερο μίλαγαν και βόλταραν, παρά πρόσεχαν.
Ως έναν βαθμό, ένα τέτοιο χάσμα θα έπρεπε να αναμένεται και ήταν νομίζω και ο κύριος λόγος για τον οποίον οι Mogwai –αν και άτυποι headliners της 2ης μέρας– δεν ήταν τελικά οι πρωταγωνιστές της. Η μουσική που πάντα έπαιζαν και εξακολουθούν να εκτελούν με μια σπάνια βιρτουοζιτέ βρίσκεται κλειδωμένη κάπου στον χρόνο: δεν μπόρεσε να περάσει σε μια επόμενη φάση και να μπλεχτεί με τα σύγχρονα δρώμενα. Έτσι, όσοι έζησαν τα χρυσά χρόνια του post-rock πύκνωσαν τις τάξεις των θεατών προς τα μπροστά, συγκινήθηκαν και χειροκρότησαν. Οι υπόλοιποι έδειξαν απλά σεβασμό, ανάκατο με έκδηλη βαρεμάρα.
Πέρα πάντως από γούστα, προτιμήσεις και εποχές, οι Mogwai απέδειξαν για ακόμα μία φορά πως είναι μπάντα κλάσης. Οι οργανικές τους αναπτύξεις διήνυσαν με τεράστια άνεση την απόσταση μεταξύ λυρισμού και ηλεκτρικής έξαρσης, τα παιξίματά τους στάθηκαν υποδειγματικά, ο γενικότερος ήχος τους καταπληκτικός, παρά τον δυνατό αέρα που φύσαγε πλέον και είχε αναγκάσει κάμποσες νεαρές (πρωτίστως) να αναζητήσουν κάτι σε μακρυμάνικο. Στη δε σκηνική τους παρουσία υπήρξαν λιτοί και στατικοί μα όχι στάσιμοι (βλέπε τύμπανα), ενώ πόνταραν και σε μια «σκηνοθεσία» με αναφορές στο περσινό Rave Tapes. Αν βέβαια θέλετε τον προσωπικό τόνο της ανταπόκρισης, βαρέθηκα· όχι όμως γιατί έκαναν κάτι λάθος οι Σκωτσέζοι. Ίσα-ίσα, αν σε «αναγκάζουν» να κάθεσαι εκεί να τους βλέπεις ενώ βαριέσαι τα όσα παίζουν, κάτι (εξακολουθούν να) κάνουν πολύ καλά.
TIGER & WOODS (Aquarium stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Το ντουέτο υπεύθυνο για το “Gin Nation” και το “Come Down” φρόντισε να φέρει μαζί του στην Αθήνα τα ίδια εκείνα ευφορικά vibes που κατέστησαν τις παραπάνω επιλογές ασφαλή καταφύγια για αρκετούς DJs τα τελευταία χρόνια. Με αυτό στο μυαλό και με αρκετά κομμάτια σε disco house ύφος, διατήρησαν μια πολύ ευδιάθετη κατάσταση στο Aquarium, παρ' όλο που το ξεκίνημά τους στάθηκε κάπως πιο σκοτεινό, σε σχέση με το υπόλοιπο του σετ. Κάτι τέτοιο πάντως –εκ του αποτελέσματος– φάνηκε ότι έγινε για να χτιστεί κλίμα, μιας και οι funky ρυθμοί με τις γκρουβάτες μπασογραμμές έκαναν τη συνέχεια ιδιαιτέρως ανεβαστική. Ο κόσμος σαφώς περισσότερος συγκριτικά με τον Fort Romeau, αλλά και πιο έτοιμος για ξεφάντωμα, κάτι που δεδομένου του ύφους των Tiger & Woods ήταν ακόμα πιο εύκολο να συμβεί. Όπερ και εγένετο...
SLEAFORD MODS (Republic stage)
του Ανδρέα Κύρκου
Το καλύτερο και πιο επικίνδυνο live ολάκερου του φεστιβάλ συνέβη κατά τη γνώμη μου στη μετά τα μεσάνυχτα ζώνη. Το concept των Sleaford Mods είναι το εξής: o Andrew Fearn πατάει το play να πέσει το κομμάτι. Όσο αυτό παίζει, ο Jason Williamson επιδίδεται σε ένα τρίλεπτο ξέσπασμα από λεκτικά πυρά που στάζουν οργή. Είναι αδιανόητο να παρακολουθείς τον Williamson να κρατάει το μικρόφωνο και να στάζει βιτριόλι με τη βαριά cockney προφορά του, πάνω σε όξινες punk rock και break beat λούπες.
Πρόκειται για ένα ποιητικό υβρεολόγιο θυμού, βρετανικής αναρχίας, μισανθρωπισμού και αγανάκτησης (τίγκα σε bollocks, pricks, bastards, wankers), το οποίο σε αφήνει σύξυλο με την ευφυΐα και την αυθεντικότητά του. Μια αυθεντική, ωμή, ακαλλιέργητη φωνή, χειραφετημένη στα κατώγια της εργατικής τάξης και ίσως η πιο επίκαιρη μηχανή οργής που έσκασε στη μουσική βιομηχανία μετά τους Rage Against The Machine. Οι Sleaford Mods ζουν στις παρυφές της δισκογραφίας και έχουν φωνή-σιδηρογροθιά, η οποία κάνει τον John Lydon να μοιάζει με παιδική καρικατούρα. Ο Jason Williamson είναι ο τύπος που θα πας να του πεις συγχαρητήρια και θα σου πει «Piss off, cunt!». Βαθιά υπόκλιση, και να τα ξαναπούμε σύντομα.
MIKAL KRONIN (Republic Stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Φίλος και συνεργάτης του Ty Segall, εφοδιασμένος με κυματιστό μακρύ καστανό μαλλί και ψυχεδελικά χρωματισμένη μπλούζα, αλλά και με χαλαρό attitude. Η παρουσία του Mikal Cronin έβγαζε μια καλιφορνέζικη αύρα στο τεστ του ματιού, όμως τελικά το ίδιο ίσχυσε και σε εκείνο του αυτιού. Το ξέραμε βέβαια ότι τα τραγούδια του εκλύουν ενέργεια στο στούντιο, όμως επί σκηνής και με τη θερμοκρασία που επικρατούσε εκείνη την ώρα, φάνηκαν να αποκτούν ζωή και υπόσταση μπροστά στα μάτια μας. Αν μάλιστα είχε προγραμματιστεί και λίγο νωρίτερα στο πρόγραμμα, να κάπου εκεί στην ώρα του ηλιοβασιλέματος δηλαδή, μια πολύ καλή εμφάνιση θα γινόταν αυτόματα ιδανική. Ακόμα κι έτσι, πάντως, η power pop του λειτουργούσε απολαυστικά, με εφηβική αύρα και μπόλικες κιθαριστικές μελωδίες, μπλεγμένες με σπιντάτες παραμορφώσεις. Τα δε διπλά φωνητικά δίνανε ανθεμικό χαρακτήρα, τα πλήκτρα γέμιζαν ιδανικά τον όλο ήχο και τα τύμπανα πυροβολούσαν. Κράτησε λοιπόν γερά η ηχητική επίθεση από ευδιάθετες συνθέσεις, με τον Cronin και την παρέα του να παραδίδουν το ιδανικό soundtrack μιας ζεστής καλοκαιρινής νύχτας.
WHOMADEWHO (Main stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Ήταν εστία προβληματισμού εξ αρχής η προγραμματισμένη ώρα εμφάνισης των Whomadewho, καθώς (φαινομενικά) η indie pop τους δεν είναι κατασκευασμένη για 01:20 το βράδυ. Πόσο μάλλον για τις καλές 02.00 που ξεκίνησαν τελικά, λόγω της γενικότερης καθυστέρησης στο πρόγραμμα του φεστιβάλ. Πάντως οι Δανοί δεν έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια μόνο τις όποιες συνθήκες, αλλά και την πιθανή καταπόνηση του κοινού μετά από τόσες ώρες ορθοστασίας, κάνοντας του κεφαλιού τους. Τι ήταν αυτό; Τίποτα λιγότερο από το να παραδώσουν μια δυναμική εμφάνιση, γεμάτη funky μπασογραμμές, ανεβαστικούς ποπ ρυθμούς κι έναν γενικότερο αέρα coolness. Τα δε κιθαριστικά riffs ήταν παιγμένα έτσι ώστε να κάνουν τον κόσμο να χορεύει αντί να χτυπιέται, ενώ τα disco στοιχεία, οι άπλετες μελωδίες και οι synth pop εμπνεύσεις έκαναν εξαιρετικό γκελ στους θεατές, που χορέψανε με την ψυχή τους. Όταν μάλιστα ο τραγουδιστής κατέβηκε να κάνει μια βόλτα και να τραγουδήσει ανάμεσά μας, ήταν η στιγμή που το κοινό απλά παραδόθηκε άνευ όρων στις προσταγές τους.
{youtube}6kjM3sbeUWk{/youtube}