H 3 Shades Of Black είναι μία από τις νεοσύστατες εταιρίες του συναυλιακού χώρου, το βάρος της προσοχής της οποίας πέφτει σε underground ονόματα, παρά τις δυσοίωνες συνθήκες που επικρατούν στα αθηναϊκά δρώμενα. Και η αλήθεια είναι πως ο «ρομαντισμός» της οπτικής της την έχει οδηγήσει σε παράτολμα εγχειρήματα, καθώς οι Stephen O'Malley και Aluk Todolo, ας πούμε, επ' ουδενί είχαν δημοτικότητα ικανή για να γεμίσουν το Fuzz. Αλλά και οι ψυχεδελικοί black metallers Oranssi Pazuzu έκλεισαν συναυλία στο An Club, παρότι η βάση των οπαδών τους μοιάζει αμελητέα στην Ελλάδα. Δυστυχώς, πολλοί φαίνεται να ασχολούνται με το underground ρεύμα, ελάχιστοι όμως είναι εκείνοι που το τιμούν πραγματικά: τα ίδια άτομα παρατηρούνται σε κάθε αντίστοιχη συναυλία, με νέο αίμα στο ακροατήριο να προστίθεται σε μεμονωμένες πλέον περιπτώσεις.
Οι Mogg, ως πρώτο σχήμα της βραδιάς, εντυπώθηκαν κάλλιστα μονολιθικοί, ενόσω το ογκώδες vibe τους αντανακλάστηκε άριστα στο πέπλο καπνού που κάλυπτε τη σκηνή. Όντας σύμπραξη μελών των Omega Monolith και Automaton, επέδειξαν άρτιο σχεδιασμό στον σχηματισμό του ύφους, τη στιγμή που ο εκτελεστικός τους χαρακτήρας φανέρωσε αρετές τις οποίες έχουν αναπτύξει μέσω της κύριας ασχολίας τους. Κάθε φορά που παρακολουθώ ζωντανά τις τυμπανοκρουσίες του Αλέξανδρου Ταμπακάκη, λ.χ., αισθάνομαι πως είναι έτοιμος να κόψει το drum set στα δύο, ελέω μιας εστιασμένης μανίας που μόνο στους Neurosis έχω ξανασυναντήσει. Από την άλλη, η τριπλή κιθαριστική επίθεση των Νικόλα Κελαϊδή, Γιώργου Σταυρακάκη & Τάκη "Σαμ" δεν θα μπορούσε παρά να μοιάζει επίσης κολοσσιαία. Τα δε φωνητικά του Δημήτρη Ζήση φαντάζουν τα πλέον κατάλληλα, δεδομένης της κατεύθυνσης που έχουν ακολουθήσει.
Οι DreamLongDead, δυστυχώς, δεν έμελλε να παρουσιάσουν το υλικό τους στα ίδια υψηλά επίπεδα. Παρά την άριστη συνθετική τους ποιότητα, ο μετριότατος ήχος που έπνιγε τις κιθάρες χαντάκωσε μια εμφάνιση που θα μπορούσε να ανήκει στα highlights της βραδιάς. Τα όργανά τους έμοιαζαν περισσότερο με συνονθύλευμα, εν συγκρίσει με τις στούντιο ηχογραφήσεις, καθώς τα riffs δεν κατέληγαν αρκούντως ευδιάκριτα –στις εντυπώσεις του υπογράφοντος, τουλάχιστον. Ενδεχομένως, η αίσθηση της απογοήτευσης να επηρρεάζεται και από το γεγονός ότι έχουν δώσει καλύτερες εμφανίσεις στο παρελθόν. Μια ατυχής στιγμή δεν αναιρεί βέβαια την εκτελεστική τους δεινότητα, ούτε τον δεμένο χαρακτήρα που έχουν σχηματίσει μέσω της έντονης live παρουσίας τους.
Έχοντας παρακολουθήσει τους Oranssi Pazuzu προ 3 ετών στα πλαίσια του Roadburn Festival, δεν είχα καμία αμφιβολία για την ικανότητά τους στο να υποστηρίξουν ζωντανά τους χρωματισμούς του υλικού τους. Οι ανησυχίες που διαφαίνονταν στα πρόσωπα «σεσημασμένων» παρευρισκομένων περισσότερο αφορούσαν λοιπόν τις ηχητικές δυνατότητες του An Club, καθώς η αναφερθείσα εμφάνιση βασίστηκε σε εξωπραγματικά καλές συνθήκες. Και η αλήθεια είναι πως η μπάντα ξεκίνησε κάπως μουδιασμένα, καθώς οι ψυχεδελικές πινελιές του "Moit" αντηχούσαν με υπερβολικά πολλά πρίμα, ενώ ο ήχος στο σύνολό του φάνταζε μπουκωμένος, με τρόπο που να υπολείπεται δυναμικής σε καίριες στιγμές. Οι συνθήκες όμως άλλαξαν καθοριστικά από το τρίτο κιόλας κομμάτι, καθώς ο ήχος βελτιωνόταν σταδιακά, με την αύρα να μας προσελκύει ολοένα και πιο κοντά στις μπροστινές σειρές της αρένας.
Απορροφημένοι από τη διάχυτη ψυχεδέλεια που τόνωνε την οπιούχα ατμόσφαιρα, απωλέσαμε κάθε γνωστή έννοια του χρόνου. «Σου φαίνεται πως πέρασαν 30 λεπτά;», ακούστηκε ένας απόηχος στο πρώτο μισό του set. Και όμως, η απόδοση του γκρουπ έμοιαζε τόσο αψεγάδιαστη, ώστε κάθε νότα σε ταξίδευε νοερά σε ένα κανάλι παραισθήσεων. Τα μέλη ένιωθαν στο έπακρο κάθε στιγμή με τρόπο που να γίνονται ένα με το κοινό, ιδιαίτερα όταν ο Jun-His παρέμενε ακίνητος με τα χέρια υψωμένα σε κατάσταση καθαρής έκστασης. Παρότι μάλιστα δεν υπήρχαν visuals, η μουσική των Oranssi Pazuzu αποτέλεσε το soundtrack του πιο απόκοσμου τριπαρίσματος, καθώς τα κύματα που απλώνονταν στο An Club προσέδιδαν μια πολύχρωμη αίσθηση, με μια ζωντάνια να αναβλύζει από άκρη σε άκρη.
Διατηρώντας λοιπόν τον πήχη σε δυσθεώρητα επίπεδα, οι Oranssi Pazuzu μας χάρισαν μια συναυλία που ενδέχεται να συζητείται για πολλά χρόνια στο μέλλον. Τα 65 λεπτά της συνολικής διάρκειας ήταν ομολογουμένως λίγα, αλλά η ποιότητά τους δεν δύναται να μετρηθεί ποσοτικά, παρά μόνο βάσει του συναισθήματος που ενδόμυχα αναδαυλίσαμε. Το ανεξίτηλο στίγμα που αφήνει άλλωστε πίσω της κάθε εμφάνιση των Φινλανδών απομένει ως ανάμνηση της προσδοκίας, ανάτασης και κάθαρσης που ανασύρεται μόνο από τις πιο απόκρυφες πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού. Ως αποτέλεσμα, τα –μετά βίας– 100 άτομα που βίωσαν κάθε λεπτό της συναυλίας σχημάτισαν μια εικόνα τόσο έντονη, ώστε ακόμα και στις πιο μεγαλεπήβολες διοργανώσεις σπάνια έχουμε αντικρίσει. Αναπάντεχα, τόσο μικρό ακροατήριο εκλύει ενέργεια πολλαπλάσια του μεγέθους του· μα ακόμα πιο απροσδόκητα, οι μπροστινές σειρές θέτουν τη διαφορά σε τόσο δυσανάλογες διαστάσεις, εν συγκρίσει.
Φωτογραφίες 1, 4: Gozmul
{youtube}YdhDkuWRTKY{/youtube}