Δεν είναι πολλές οι φορές που εμφανίζεται ζωντανά ο Κωστής Δρυγιανάκης, ένας ακούραστος συλλέκτης ήχων και οξυδερκής χωροθέτης τους. Εδώ που τα λέμε η εργασία του δεν μπορεί εύκολα να μεταφερθεί στη σκηνή, είναι περισσότερο (τουλάχιστον όσο αφορά τη χωροθέτησή της) εργασία «κλειστού τύπου»· ίσως όσο κοντύτερα μπορεί να βρεθεί η μουσική σύνθεση στην έννοια του χειροτέχνη: περισσότερο από ένα στούντιο (πόσο μάλλον από μια σκηνή), χρειάζεται το εργαστήριό της.
Δεν μας ξενάγησε βέβαια σ’ αυτό το εργαστήριο ο Δρυγιανάκης. Για την ακρίβεια και το «εμφανίστηκε» θα πρέπει να πάρει τα εισαγωγικά του, αφού ο ίδιος βγήκε στη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών μόνο στο τέλος. Στο ξεκίνημα της δεύτερης μέρας του φετινού Borderline, ο Βολιώτης συνθέτης μας παρουσίασε τη νέα του σύνθεση Άδηλα Και Κρύφια (η οποία κυκλοφόρησε και σε βινύλιο-CD), πλαισιωμένη με τη δύναμη της εικόνας, δηλαδή ενός βίντεο για το οποίο εργάστηκαν οι Κώστας Ανέστης και Όλια Γκλούσενκο και μιας παράστασης θεάτρου/περφόρμανς, την οποία παρουσίασε ο Νίκος Κατούνης.
Έτσι κι αλλιώς, η ίδια η μουσική του Δρυγιανάκη δεν είναι μια περίκλειστη οντότητα: αποζητά τους διαλόγους· ορθότερα, στηρίζεται σε αυτούς. Είναι ένα κολάζ ήχων, είτε εκείνοι είναι αποτέλεσμα μουσικής σύνθεσης (με την «παραδοσιακή» έννοια του όρου), είτε πρόκειται για διάφορα ηχητικά συμβάντα τα οποία καταγράφει και παραθέτει –από ήχους περιβάλλοντος, μέχρι μαρτυρίες ανθρώπων.
Το θέμα της συγκεκριμένης σύνθεσης (ακουγόταν προηχογραφημένη από τα ηχεία) περιστρεφόταν γύρω από ζητήματα μνήμης και θανάτου, είτε ο τελευταίος επέρχεται φυσικώ τω τρόπω, είτε (κυρίως) μέσω της βίαιης ανθρώπινης παρέμβασης: πόλεμοι, διωγμοί κ.λπ. Μαζί με το καλοδουλεμένο βίντεο, το οποίο εξέφραζε σε εικόνα –αρκετά ποιητικά, αλλά ταυτόχρονα και αρκετά πιστά– αυτά που περιέγραφε ο ήχος, αποτελούσαν μια δυναμική και συνεκτική αφήγηση, ένα σύνολο αρραγές, αδύνατο να διαχωριστεί και να κριθεί μεμονωμένα. Μια βουβή θάλασσα, ένα ερειπωμένο νεκροταφείο, οι ατελείωτες πορείες των ξεριζωμένων ή οι εκατόμβες των νεκρών ενός πολέμου, μιας κατοχής ή ενός Άουσβιτς· ο πόνος που μοιάζει πάντοτε να είναι σιωπηλός μέσα στη φασαρία του, προσεγγίζοντας πολλές φορές αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί ή να μπει κάτω από την «κανονικοποίηση» του λόγου. Όλα έβρισκαν το ηχητικό τους αντίστοιχο ή, αντιστρόφως, ο ήχος έβρισκε μια ταιριαστή οπτική αναπαράσταση. Κοντά σ’ αυτά και το θεατρικό (ένας άνδρας και μια παλιά βαλίτσα γεμάτη με χώμα, οστά, πολυκαιρισμένα διαβατήρια και ακάπνιστα τσιγάρα), το οποίο ίσως να μην πρόσθετε πολλά στην ήδη ισχυρή δυναμική του συνόλου ήχος-βίντεο, εντούτοις δεν ήταν αχρείαστο συμπλήρωμα.
Επιστρέφοντας –μετά δηλαδή το διάλειμμα και το παράλληλο λάιβ με 6 γεννήτριες που παρακολουθήσαμε στο φουαγιέ του 5ου ορόφου– το σκηνικό στη Μικρή Σκηνή της Στέγης είχε αλλάξει αρκετά. Το ίδιο και η εστίαση, η οποία πέρασε πλέον στην επιτόπια αλληλεπίδραση των επί σκηνής μουσικών, δηλαδή των Βρετανών John Butcher (τενόρο και σοπράνο σαξόφωνο) και Rhodri Davies (άρπα και λάιβ ηλεκτρονικά). Συνδυασμός, αν μη τι άλλο, αρκετά ασυνήθιστος, που όμως έχει δοκιμαστεί σε δύο κυκλοφορίες (μία στούντιο και μία λάιβ) και που στο Borderline έπαιρνε έμπνευση (μαζί και κάποια field recordings) από το «αρχαίο τοπίο» (όπως προσδιορίζεται στο δελτίο τύπου) του Νορθάμπερλαντ της Αγγλίας.
Ασυνήθιστος ήταν και ο τρόπος που οι δύο χρησιμοποιούσαν τα όργανά τους. Ο μεν Butcher χρησιμοποιούσε τρία μικρόφωνα με διαφορετικές ρυθμίσεις το καθένα, παίζοντας πολύ με το feedback της ατάκας του, εστιάζοντας πολλές φορές περισσότερο στο ίδιο το φύσημα και λιγότερο στον τόνο ή στη μελωδικότητα που θα μπορούσε να προκαλέσει. Ο δε Davies, καθισμένος μπροστά από την επιτραπέζια άρπα του (lap harp), δημιουργούσε μια πολύμορφη ηχητική παλέτα (χωρίς μάλιστα λούπες ή κάτι παρόμοιο), η οποία είχε ως πηγή τις ταλαντώσεις των χορδών και ως μέσα τα διάφορα αντικείμενα τα οποία προσάρμοζε στην άρπα: λιγοστά πεταλάκια, μια μικρή κονσόλα, ακόμα κι έναν ανεμιστήρα, με τις σταθερές ριπές του από αέρα. Πιο «οργανικός» ο ρόλος του όταν στηνόταν πίσω από την κανονική του άρπα, αν και πάλι το αποτέλεσμα απείχε αρκετά από τις μελωδικές προσδοκίες που συνοδεύουν τη θέαση του οργάνου.
Ήταν εξαιρετική η «συνομιλία» των δύο, συνήθως διακριτική, αν και χωρίς να φοβάται τις εντάσεις (όπως φάνηκε και στο εκπληκτικό κρεσέντο του Butcher προς το τέλος). Μάστορες στη διατήρηση μιας πάντοτε λειτουργικής ισορροπίας, Butcher & Davies διατήρησαν μια πολυπρόσωπη δυναμική σε όλη τη διάρκεια του σχεδόν ωριαίου σετ τους, αποσπώντας δικαίως το ζεστό χειροκρότημα του γεμάτου αμφιθεάτρου.
Δεν θα έλεγα το ίδιο και για την εμφάνιση του Ιάπωνα Aki Onda –αν και το χειροκρότημα εδώ έφθασε σε ζητωκραυγές. Μυστήριο τρένο ετούτος, ασχολείται με ό,τι αποκαλεί «cassette memories», δηλαδή με ηχογραφήσεις πεδίου που ο ίδιος έχει συλλέξει (σαν ηχητικό ημερολόγιο) σε φορητά κασετοφωνάκια. Και είναι αλήθεια ότι το κόλπο το είχε στήσει εξαιρετικά. Καθισμένος οκλαδόν στο πάτωμα, είχε μπροστά του έναν μικρό στρατό από walkman, τα οποία περνούσε σε διάφορα πεταλάκια και παραμορφώσεις, διαστρεβλώνοντας έτσι αυτό που έστεκε αρχικά ως μια ηχητική ανάμνηση –ξεκινώντας σχεδόν από τη σιωπή και φθάνοντας σε πυκνούς όγκους θορύβου.
Το ζήτημα που με κάνει κάπως να αποστασιοποιούμαι από τις ζητωκραυγές έχει να κάνει κυρίως με το θεατράλε της σκηνικής παρουσίας του Onda. Ιδίως το πρώτο μισό του σετ το πέρασε με ένα walkman στο χέρι, κόβοντας σκόπιμες και άσκοπες βόλτες πάνω ή κάτω από τη σκηνή. Έπαιζε βέβαια με τον χώρο, εμπιστευόμενος τις τυχαίες κινήσεις του· δεν έμοιαζε όμως να κάνει κάτι πολύ παραπάνω από το να περιφέρει επιδεικτικά την ιδιαιτερότητα της προσέγγισής του, δίχως να ασχολείται ιδιαίτερα με την ανάπτυξή της σε μια κάποια επιχειρηματολογία.
Όταν πάντως το έκανε, υπήρξε αρκετά απολαυστικός. Είτε έχτιζε αυτούς τους συμπαγείς θορύβους με βάση το υλικό των κασετών, είτε εκμεταλλευόταν τυχαίους ήχους (ρίχνοντας λ.χ. ατάκτως μπίλιες διαφόρων μεγεθών στα ανάποδα πιατίνια που κείτονταν τριγύρω του –και στα οποία είχε προσαρμόσει contact μικρόφωνα), εκεί το σκεπτικό του αποκτούσε υπόσταση, η οποία προς το τέλος έγινε μάλιστα καταιγιστική. Επίσης στα συν, ο τρόπος με τον οποίον χειριζόταν τον φωτισμό της σκηνής, έχοντας μια λάμπα να κρέμεται από πάνω του, έναν προβολέα από πίσω του και διάφορα φωτάκια μπροστά του.
Μια όμορφη βραδιά γενικώς (όπως μας έχει πλέον συνηθίσει το Borderline), με τρεις παραστάσεις που, η καθεμιά με τον τρόπο της, σε κρατούσαν σε μια κάποια εγρήγορση. Μια βραδιά, επιπροσθέτως, που συνοδεύτηκε και από το ευτυχές γεγονός του παρ’ ολίγον sold-out.
{youtube}36ixAZXeoPA{/youtube}