Με ορισμένες εξαιρετικές επιλογές στο line-up, το φετινό Plisskën προσέλκυσε κάμποσο κόσμο και τη δεύτερη μέρα, επιδεικνύοντας καλή οργάνωση ώστε να αποφεύγεται –στα πλαίσια του λογικού– ο πολύς συνωστισμός. Υπήρξε βέβαια μια χαρακτηριστική καθυστέρηση στις ώρες του προγράμματος («λόγω βροχής»), γεγονός που το τράβηξε τελικά μέχρι σχεδόν τα ξημερώματα. Όσον αφορά στη μουσική, το Σάββατο περιλάμβανε (και) μια βαθμιαία βουτιά στο παρελθόν, καθώς στον Ελληνικό Κόσμο φιλοξενήθηκαν και ονόματα που αναφέρονται εκεί, αλλά παραδόξως πιάνουν κι έναν συγκεκριμένο παλμό της σύγχρονης ποπ κουλτούρας. Τα καθέκαστα παρακάτω, όπως τα είδαν για λογαριασμό μας ο Τάσος Μαγιόπουλος με τον Βαγγέλη Πούλιο…
Dirty Beaches (main stage)
του Βαγγέλη Πούλιου
Χαρά Θεού έξω (ένα λαμπρό καλοκαιρινό απόγευμα μετά τη μεσημεριανή καταιγίδα), οπότε δυσκολεύτηκα λιγάκι να μπω στην κεντρική σκηνή και στο ολίγον κλειστοφοβικό σύμπαν του Dirty Beaches. Ο κόσμος αραιός ακόμα, η ώρα δεν έδειχνε σύμμαχος με το γενικό κλίμα της μουσικής του, αλλά ο Alex Zhang Hungtai με τον επί σκηνής συνοδοιπόρο του δεν πτοήθηκαν ιδιαίτερα. Αυτός ο τελευταίος είχε επωμιστεί και το μεγαλύτερο βάρος της μουσικής επιτέλεσης, ρίχνοντας τα σκονισμένα beat και έπειτα τοποθετώντας επάνω τους πότε ροκαμπιλίζοντα κιθαριστικά ακόρντα, πότε απλωτές ατμοσφαιρικές παραμορφώσεις, πότε ορισμένες εξίσου παραμορφωμένες φράσεις στα πλήκτρα. Ο Hungtai, απ’ την άλλη, προσέθετε ένα κάπως οργισμένο, κάπως υπνωτιστικό (αλλά πάντως ουσιαστικά ακατάληπτο) μουρμουρητό, πετώντας περιστασιακά και ορισμένες στριγκλιές μέσω του τενόρο σαξοφώνου του. Ευνοήτως, το όλο κόλπο έφερνε στον νου τους Suicide (αν και σε μια «εκσυγχρονισμένη» βερσιόν)· κατάφερνε πάντως να βρει μια δυναμική και να δημιουργήσει κλίμα, εντάσσοντας και τον (γενικά κακό/μπουκωμένο) ήχο στη γενική Dirty Beaches θολούρα. Όχι κάτι συναρπαστικό συνολικά, απλώς μια καλή αρχή για τη δεύτερη μέρα του Plisskën.
Crocodiles (main stage)
του Βαγγέλη Πούλιου
Αλλαγή σκηνικού στην κεντρική σκηνή, παραλίγο και αλλαγή δεκαετίας, καθώς για μία ώρα οι Crocodiles μετέτρεψαν το Plisskën –ένα φεστιβάλ με δηλωμένη στόχευση στο παρόν– σε ρετρό πάρτι. Η μουσική τους θα μπορούσε να περιγραφεί ως τόπος συνάντησης των Jesus & Mary Chain και των Stone Roses, όπως και να έχει πάντως οι χρονικές συντεταγμένες έμειναν καρφωμένες εκεί στα τέλη των 1980s/αρχές 1990s και δεν εννοούσαν να το κουνήσουν ρούπι. Οι Αμερικανοί αποδείχθηκαν στερεοτυπικοί στον τρόπο με τον οποίον δομούσαν τα τραγούδια τους, αλλά και στο πώς ξεδίπλωναν τη σκηνική τους παρουσία (βλέπε τις κοφτές, ποζέρικες κινήσεις του κιθαρίστα ή το α-λα-Lou Reed ροκ attitude του τραγουδιστή)· τόσο στερεοτυπικοί, μάλιστα, ώστε απ’ τη μία σκεφτόσουν ότι αγγίζουν τα όρια του γραφικού, απ’ την άλλη σε έκαναν να τους γουστάρεις ακριβώς επειδή ήταν τόσο φανερό ότι δεν τους ένοιαζε. Έκαναν λοιπόν το κομμάτι τους οι άνθρωποι και η αλήθεια είναι πως, έστω και μέσα σε αυτές τις μετρημένες στα δάκτυλα μανιέρες, πέταξαν κι ορισμένες πειστικές μελωδίες…
Pad Trio (outdoor stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Την παρέα της Beatquick δεν περίμενα το Plisskën για να την ανακαλύψω. Δραστήρια συναυλιακά τα τελευταία χρόνια, η τριπλέτα J.Melik, Billa Qause & Kill Emil έχει χτίσει σταδιακά ένα αξιοσέβαστο όνομα, ενώ με κάποια τραγούδια τους που ακούστηκαν αρκετά στο εγχώριο ραδιόφωνο έχουν ανοίξει ακόμα περισσότερο τον κύκλο των φίλων τους. Τους έχω παρακολουθήσει αρκετές φορές στο παρελθόν, όμως ετούτη την εμφάνιση την περίμενα για έναν ακόμα λόγο: ήθελα δηλαδή να δω πώς θα αλληλεπηδρούσε ζωντανά η μουσική τους με ένα κοινό τόσο ποικιλόμορφο όσο αυτό του Plisskën. Τα beats και τα samples ταίριαξαν πάντως απόλυτα με τον εξωτερικό χώρο, οι μελωδίες και τα scratch τους έκαναν αμέσως γκελ στους θεατές και –δίχως μεγάλη καθυστέρηση– το κοινό πλήθυνε, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που είδαμε άτομα να χορεύουν και να χειροκροτούν ένθερμα. Ένα (ακόμα) στοίχημα, επομένως, κερδήθηκε το Σάββατο για τους Pad Trio.
Damien Jurado (main stage)
του Βαγγέλη Πούλιου
Ομολογώ πως μου φάνηκε λίγο αλλόκοτη η επιλογή του προγράμματος να μπει ο Damien Jurado –ένας άνθρωπος με μια κιθάρα και μια φωνή– ανάμεσα στις διάφορες αναβιώσεις του αγριεμένου ροκ εν ρολ. Διότι εκεί που αισθανόσουν ότι το πράγμα άρχιζε και φούντωνε για τα καλά, ξαφνικά απαιτείται από σένα μια εντελώς διαφορετικού τύπου συγκέντρωση. Την οποία συγκέντρωση δεν μπόρεσα, προσωπικά, να πετύχω. Άκουσα λοιπόν για λίγο τον Jurado, μεταθέτοντας την επί της ουσίας συνάντηση μαζί του, όταν (και αν) ο καλός ο άνεμος τον φέρει ξανά από τα μέρη μας, σε πιο ευνοϊκές για τον ίδιο συνθήκες. Παρ' όλα αυτά, φάνηκε πως αρκετοί κατάφεραν να βρουν την απαιτούμενη προσήλωση. Αν κρίνω μάλιστα από τον τρόπο με τον οποίον ολοκληρώθηκε το σετ του (εν μέσω a cappela sing-along και ρυθμικών χειροκροτημάτων), δεν τα κατάφερε άσχημα…
Seams (club stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Όσο νεαρός είναι ο Εγγλέζεος Seams, άλλο τόσο ταλέντο και άποψη διαθέτει στη μουσική του γραφή. Εμφανίστηκε στο club stage ενώ ακόμα διακρινόταν το φως της ημέρας απ' έξω και κατάφερε να δημιουργήσει το ιδανικό soundtrack του ήλιου που έδυε. Μας παρουσίασε δικά του κομμάτια τα οποία –ενώ θεωρητικά θα μπορούσαν να χαθούν στον σωρό παραγωγών των τελευταίων χρόνων από το πολυπληθές σύνολο των (λεγόμενων) laptop producers– σου σερβίρανε κατά τη διάρκειά τους εκείνο το κάτι παραπάνω, που τα έκανε να ξεχωρίζουν από το τσούρμο. Ένα ρυθμικό μπλιμπλίκι εδώ, ένα μελωδικό πέρασμα λίγο παραπέρα, μια αξιέπαινη ικανότητα στην εναλλαγή διαθέσεων και bpm: όλα πρόσδωσαν χαρακτήρα σε ό,τι μας κέρασε ο πιτσιρικάς, δείχνοντας πως δεν είναι «ένας ακόμα», αλλά «αυτός που έχει μέλλον».
Soft Moon (main stage)
του Βαγγέλη Πούλιου
Αν οι Crocodiles ήταν απενοχοποιημένα ρετρολάγνοι, οι Soft Moon περιέβαλλαν το όλο ταξίδι στο παρελθόν με την αύρα των «ανθρώπων της εποχής τους», αξιώνοντας δηλαδή μια σύνδεση με την τρέχουσα μουσική επικαιρότητα. Και δεν έχουν άδικο, εδώ που τα λέμε. Το πρόβλημα εν πολλοίς δεν έγκειται στους ίδιους, αλλά μάλλον στο πώς αυτή η «τρέχουσα μουσική επικαιρότητα» αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Εν πάση περιπτώσει, εδώ η μηχανή του χρόνου μας έριξε στο dark wave των αρχών της δεκαετίας του 1980, με τις αναφορές να είναι –υποτίθεται– καλύτερα κρυμμένες πίσω από ένα γενικώς και αορίστως πειραματικό πλαίσιο· παρέμειναν ωστόσο, κατ’ ουσία, το ίδιο εμφανείς. Επιπλέον υπήρχε και η ισχυρή τάση (εμμονή, καλύτερα) των Soft Moon να βάζουν τα πράγματα σε τόσο περιοριστικά κουτάκια, να επαναλαμβάνουν διαρκώς την ίδια μανιέρα, ώστε γίνονταν σχεδόν εκνευριστικοί. Το όλο κλίμα επέτειναν βεβαίως και τα ανούσια φωνητικά του Luis Vasquez (δομημένα από επιφωνήματα κι ένα λεξιλόγιο 4-5 λέξεων) και το ότι βρέθηκαν στην εμπροσθοφυλακή της τελικής ηχητικής μίξης, αντί να λειτουργούν απλώς ως ακόμη μία πηγή παραμόρφωσης. Ίσως στιγμιαία το όλο πράγμα να έδενε –ή έστω να εξελισσόταν με τρόπο που να κρύβει τα παραπάνω– αλλά σε γενικές γραμμές οι Soft Moon αποδείχθηκαν γκρουπ πολύ περιορισμένων οριζόντων. Το ακροατήριο, παρ' όλα αυτά (το οποίο εν τω μεταξύ είχε πυκνώσει εμφανώς) δεν έδειχνε να συμμερίζεται τη διαπίστωσή μου. Κάθε άλλο…
Dub Pistols (outdoor stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Προσθέστε σε μια γαβάθα dub, reggae, αναμνήσεις από τη big beat σκηνή των 1990s, πασπαλίστε με ragga φωνητικά κι έχετε μια αρκετά καλή ιδέα για το πώς ηχούν οι Dub Pistols. Βέβαια αυτό λέει μόνο τη μισή αλήθεια για τις συναυλίες τους, μιας και για να καταλάβεις τι γλέντι στήνουν οι εν λόγω Άγγλοι πρέπει να το δεις με τα μάτια σου. Εντάξει, είναι δεδομένο ότι ο ήχος τους είναι κομμένος και ραμμένος για μεσογειακούς λαούς σαν και τον δικό μας, αλλά ένα δεκτικό κοινό απογειώνεται μόνο όταν βρει απέναντι του τίμιους μουσικούς· και η παρέα του Barry Ashworth έδειξε πως είναι ακριβώς αυτό. Ο ανοιχτός χώρος του εξωτερικού stage καθώς και το τελευταίο slot της συγκεκριμένης σκηνής για το Σάββατο σίγουρα δημιούργησαν καλές προϋποθέσεις, οι οποίες γίνανε ακόμα πιο κατάλληλες αν συνυπολογιστεί το πλήθος του κόσμου που αδιαφόρησε για όσα διαδραματίζονταν στα υπόλοιπα μέρη του φεστιβάλ, συρρέοντας μπροστά από τους Dub Pistols για να μετάσχουν στο όλο διονυσιακό σκηνικό. Ιδανικό κλείσιμο για το outdoor stage από τα Πιστόλια του Dub, με χορό, αλκοόλ και μυρωδιές ταιριαστές στο μουσικό κλίμα.
Cooly G (club stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Θα ήθελα πολύ να έχω κρατήσει περισσότερες σημειώσεις από την εμφάνιση της Cooly G. Να έχω καταγράψει δηλαδή σε ποια μουσικά είδη κινήθηκε, για τις αλλαγές της στα κομμάτια, για τη γενικότερη στάση της επάνω στη σκηνή. Παρουσιάστηκε όμως το εξής πρόβλημα: ο χορός! Ο αβίαστος, ενθουσιώδης και ανέλπιστα πολύς χορός. Είχα βέβαια κυκλωμένο στο σαββατιάτικο πρόγραμμα του Plisskën το σετ της κυρίας από τη Hyperdub, όμως τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για τον οδοστρωτήρα που είδα εμπρός μου στο club stage. Τα beats; Πάντα στο ταβάνι. Η διάθεση; Μόνιμα σκοτεινή. Ο ρυθμός; Σταθερά ανελέητος. Ναι, θα μπορούσε να γίνει μουσικολογική ανάλυση ενός τέτοιου σόου (διότι περί τέτοιου επρόκειτο), αλλά λίγη σημασία θα είχε κάτι τέτοιο μπροστά στο πάρτι που στήθηκε έμπροσθεν του booth της. Καθώς μάλιστα ο κόσμος γινόταν όλο και περισσότερος με το πέρασμα της ώρας, το όλο κλίμα ήταν αυτό ενός μεγάλου θριάμβου.
Wooden Shjips (main stage)
του Βαγγέλη Πούλιου
Βουτιάς στο παρελθόν συνέχεια στην κεντρική σκηνή του Ελληνικού Κόσμου, με το κουαρτέτο των Wooden Shjips να μας πηγαίνει ακόμα πιο πίσω· στα «χρόνια της αμφισβήτησης» καθώς τα λένε, στη δεκαετία δηλαδή του 1960 και ειδικότερα στη γκαραζοψυχεδέλειά της. Βεβαίως το εισιτήριο εδώ δεν ήταν κλεισμένο απευθείας κι έτσι παίρναμε και μια μυρωδιά από τις δεκαετίες που διανύαμε. Επί της ουσίας, οι Wooden Shjips έκαναν καλά αυτό που οι Soft Moon αδυνατούσαν να κατανοήσουν: εντάξει, όρισες τον χωροχρόνο από τον οποίον αντλείς τις αναφορές σου, ας πούμε ότι κατέκτησες και μια διαθλασμένη οπτική επί τούτου ώστε να λες ότι βάζεις και την «προσωπική σου σφραγίδα» (και άλλα τέτοια χαριτωμένα). Τι να το κάνεις, όμως, όταν τα πάντα είναι τόσο στατικά, όταν δεν υπάρχει ένα στοιχείο που να μπορεί να οδηγήσει κάπως τα πράγματα; Ούτε βέβαια οι Wooden Shjips κάνανε κάτι φοβερό –ίσως μάλιστα τα εκφραστικά διλήμματά τους να ήταν το ίδιο περιορισμένα. Αλλά τουλάχιστον είχαν τα κιθαριστικά θέματα του Erik “Ripley” Johnson, τα οποία διέγραφαν μια κάποια πορεία (επίσης δεδομένη, μα σχεδόν πάντοτε ενδιαφέρουσα), μερικούς έξυπνους διαλόγους μεταξύ πλήκτρων και κιθάρας, είχαν και τις ελάχιστες έστω διαφοροποιήσεις στην εσωτερική δομή της rhythm section –έστω και σε επίπεδο τονισμών ή μετρημάτων. Και πάνω απ’ όλα διέθεταν τον χαρακτήρα μιας καλής μπάντας, η οποία ήταν τόσο αυτονοήτως «μαζί» επί σκηνής, ώστε μπορούσε να υπερβεί και τις μάλλον κακές ηχητικές συνθήκες.
Black Lips (main stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Μετά το αποκαλυπτικό σετ της Cooly G, ομολογώ ότι δεν έβρισκα πολύ συναρπαστικό το να μεταφερθώ στην κεντρική σκηνή ώστε ν' ακούσω την indie γκαραζοψυχεδέλεια των Black Lips. Όμως τα παλικάρια από την Ατλάντα με διαψεύσανε, καθώς έδωσαν αυτό ακριβώς που έψαχνε το κοινό του Plisskën στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή: ανόθευτο, απενοχοποιημένο, feel-good και ξέγνοιαστο ροκ εν ρολ. Το γκρουπ έπαιξε με μεγάλο κέφι, το οποίο –αναπόφευκτα– μεταφέρθηκε κάποια στιγμή και κάτω από τη σκηνή. Δεν χρειαζόταν εξάλλου και πολύ παρατηρητικότητα για να το καταλάβεις· μια ματιά γύρω σου αρκούσε για να γίνεις κι εσύ μάρτυρας χοροπηδητών, χορού και sing-a-long καταστάσεων. Ήταν επίσης τέτοια η άνεση και η έλξη του ήχου των Black Lips, ώστε, ακόμα και όταν οι τόνοι πέφτανε, εκείνοι διατηρούσαν τη μπλουζιά στο παίξιμό τους. Καταφέρνοντας έτσι να κρατήσουν τα κορμιά κινούμενα, ειδικά τα γυναικεία.
Shackleton (club stage)
του Βαγγέλη Πούλιου
Ήταν ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους βρέθηκα φέτος στον Ελληνικό Κόσμο ο Sam Shackleton, καθώς τον θεωρώ από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις της ευρύτερης μπασοκουλτούρας. Και υπό μία έννοια έκατσε κουτί το γεγονός ότι την ίδια ώρα έπαιζαν στην κεντρική σκηνή οι Black Lips, αφήνοντας έτσι το club stage με αρκετό κόσμο αλλά με ελάχιστο στριμωξίδι. Το ωριαίο σετ του Shackleton υπήρξε εξαιρετικό, κινούμενο με ακρίβεια σε μια περιοχή ανάμεσα στο techno και στο dubstep (εάν ντε και καλά πρέπει να την οριοθετήσουμε). Ήταν δε εξαιρετικός ο τρόπος με τον οποίον διαχειριζόταν τις εντάσεις, το πώς τις έχτιζε και το πώς αργότερα τις έλυε· πάντοτε σε κίνηση, πάντοτε παίζοντας επιδέξια με αυτό που περιμένεις να έρθει και το πότε (και το πώς) θα στο δώσει. Λεπτές και οι ρυθμικές ισορροπίες, με τις σχέσεις ανάμεσα σε αρκετά μοτίβα να επαναπροσδιορίζονται διαρκώς, κρατώντας ταυτόχρονα τη συνεκτική λογική τους. Και εννοείται λεπτομερής και η υφή των διαφορετικών χροιών, ιδιαίτερα στο χαμηλό φάσμα των συχνοτήτων –το μπάσο σε δονούσε από την κορφή μέχρι τα νύχια. Ίσως αρκετά εγκεφαλικός για το «μεγάλο πάρτι», ήταν πάντως σίγουρα με διαφορά ό,τι καλύτερο είδα το Σάββατο στο Plisskën.
Nightmares On Wax (main stage)
του Βαγγέλη Πούλιου
Θα πρέπει να ήταν πια γύρω στις 2, όταν την κεντρική σκηνή καταλάμβανε ο George Evelyn και το …crew, δηλαδή οι Nightmares On Wax. Δύο MCs, ένας στα ζωντανά κρουστά, βεβαίως και ο Evelyn έχοντας το γενικό πρόσταγμα (καθορίζοντας δηλαδή τη σειρά των –προηχογραφημένων– κομματιών και αναλαμβάνοντας συχνά τον ρόλο του πρώτου MC). Με σημαντική πορεία στα πράγματα και με ένα μοναδικό αισθητήριο με το οποίο αναμειγνύει μεταξύ τους διάφορες εκφάνσεις της μαύρης μουσικής, η «αντικειμενική» του αξία θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Δίχως να προκύψει κάποια ιδιαίτερη έκπληξη, παίζοντας κομμάτια μέσα από τις δουλειές της τελευταίας δεκαετίας (ας αναφέρω ενδεικτικά δύο προσωπικώς αγαπημένα, τα “Flip Ya Lid” και “195Lbs”), οι Nightmares On Wax έδωσαν ένα καλό σόου, καταφέρνοντας να μεταδώσουν την πηγαία θετική τους ενέργεια. Θα μου πείτε ελάχιστα απ’ όσα ακούγαμε ήταν λάιβ –και τα κρουστά απ’ όπου περίμενες, ίσως δεν πήραν όσες πρωτοβουλίες μπορούσαν– αλλά εν προκειμένω δεν είχε πολύ σημασία. Είχε έτσι κι αλλιώς ένα κάποιο γκρουβ η όλη κατάσταση, με το όλο σετ να ολοκληρώνεται αρκετά δυνατότερα απ’ όσο προσωπικώς περίμενα.
Αργότερα, η απόπειρα να δω τους MountKimbie έμεινε εκεί (στην προσπάθεια δηλαδή), καθώς μετά από κάνα 45λεπτο τεχνικών προβλημάτων και αγχωμένων νοημάτων από τη σκηνή προς τους ηχολήπτες (και με το ρολόι να πλησιάζει απειλητικά τις 4), αποχώρησα νυσταγμένος. Απ’ όσο έμαθα, πάντως, ξεκίνησαν λίγο μετά…
{youtube}M3LmvvUYwKE{/youtube}