Η πρώτη μέρα του φετινού Plisskën περιλάμβανε ονόματα που έχουν αγαπηθεί πολύ στη χώρα μας σαν τους Girls Against Boys και τους 65daysofstatic, είχε τους πολυαναμενόμενους Wild Beasts –οι οποίοι παρέδωσαν ένα πλήρες και ανοιχτόκαρδο σετ– είχε μεγάλα διεθνή ονόματα σαν τους Fuck Buttons, μα και εκπλήξεις για πιο ψαγμένα γούστα, όπως τη Fatima Al Qadiri. Ανδρέας Κύρκος & Τάσος Μαγιόπουλος έδωσαν το παρών στο Κτήριο 56, μεταφέροντάς μας τις εντυπώσεις τους από ένα φεστιβάλ που οπωσδήποτε πέτυχε στους καλλιτεχνικούς μα κι εμπορικούς του στόχους...
(κεντρική φωτογραφία: OliverBurgi, φωτογραφία 8: MauroMelis)
Girls Against Boys (main stage, 20.15)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Ο Scott McCloud και η παρέα του έχουν ακουστεί και αγαπηθεί πολύ στη χώρα μας, ενώ αποτελούν και προσωπική αδυναμία στο κιθαριστικό μέτωπο της δεκαετίας του 1990. Περίμενα επομένως με ανυπομονησία το σετ τους στο φετινό Plisskën, τα πράγματα όμως δεν ήρθαν πολύ ευνοϊκά. Στην αρχή η κιθάρα ηχούσε χαμένη στη μίξη, αφήνοντάς τους (επί της ουσίας) με τη rhythm section και με τη φωνή του McCloud. Στην πορεία βέβαια η κατάσταση βελτιώθηκε, σε συνδυασμό μάλιστα με το άκουσμα επιτυχιών όπως τα “Superfire”, “Kill The Sexplayer” και “Bulletproof Cupid” η συναυλία ανέβηκε επίπεδο. Παρ' όλα αυτά, δεν έβγαινε από το μυαλό μου η εντύπωση πως ό,τι παρακολουθούσαμε ήταν οι Girls Against Boys στη μισή ταχύτητα από τις μέρες της δόξας τους... Δεν βρήκα άλλωστε τυχαίο ότι στο main stage έβλεπες μόνο έναν πυρήνα φανατικών να χοροπηδάει σαν τρελός έμπροσθεν της σκηνής –όλη η υπόλοιπη αίθουσα απλώς παρακολουθούσε, δίχως ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Μπορεί λοιπόν οι ρυθμοί να ανέβηκαν από τη μέση και μετά, βελτιώνοντας την τελική γεύση, ωστόσο τα χρονάκια έχουν τελικά αρχίσει και βαραίνουν για την παρέα των GVSB.
A Victim Of Society (outdoor stage, 21.00)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Τι κι αν εμφανίστηκαν στο εξωτερικό stage, τι κι αν είχαν να συναγωνιστούν ένα αγαπημένο σχήμα όπως οι Girls Against Boys –ένα μέρος της εμφάνισης των οποίων συνέπεσε με τη δική τους; Οι A Victim Of Society απέδειξαν πως λίγο ασχολήθηκαν με τέτοιες παραμέτρους. Το πνεύμα των Black Rebel Motorcycle Club μπορεί να πλανιόταν στον αέρα, τα τραγούδια τους όμως διαθέτουν περισσότερες αρετές από τις αναφορές τους, ενώ ζωντανά η δυάδα πυροβολεί κατά ριπάς, έχοντας επί της ουσίας το γκάζι συνεχώς κολλημένο στο πάτωμα. Οι κιθάρες ξυρίζαν, οι ίδιοι όσο ψύχραιμοι φαίνονταν άλλο τόσο ψυχωμένα έπαιζαν και κάπως έτσι κατάφεραν όχι μόνο να κοντράρουν στα ίσια το νεοϋορκέζικο συγκρότημα του κεντρικού stage, μα και να το ξεπεράσουν σε απόδοση και ψυχή. Ωραίο πράγμα η νεότητα, ειδικά όταν συνδυάζεται με ταλέντο...
Fink (main stage, 21.30)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Έχει κάνει το κλικ του στο ελληνικό κοινό ο Fink και φρόντισε να ανταποδώσει την αγάπη την Παρασκευή, με ένα λάιβ που εστίασε στις αρετές της τραγουδοποιίας του. Η μελωδία βρισκόταν επομένως στο προσκήνιο, όμως ο καλλιτέχνης από το Μπράιτον φρόντισε επίσης να ηλεκτρίζει αρκούντως τα κομμάτια του, ώστε να τους δίνει εκείνο το εξτρά νεύρο που χρειάζεται μια ζωντανή εμφάνιση –αλλά και το κάτι διαφορετικό, που θα τα ξεχώριζε από τις στουντιακές εκδοχές. Η εμφάνισή του φάνταζε έτσι σαν μελωδικό παστάκι το οποίο δοκίμασαν ευχαρίστως οι παρευρισκόμενοι στην κεντρική σκηνή, παραδίδοντας τα ρυθμικά τους παλαμάκια ως δείγμα έγκρισης· οι κορασίδες, πάλι, φωνάζανε επιδεικτικά στα πιο γνωστά τραγούδια. Αν και η μουσική του Fink δείχνει ιδανική για ό,τι ονομάζουμε «ζευγαροκατάσταση», ζωντανά απέδειξε ότι δεν μένει περιορισμένη αποκλειστικά σε αυτό: τουτέστιν, οι ρυθμοί μπορεί να μην ήταν φρενήρεις όμως λίγο σε απασχολούσε κάτι τέτοιο, αφού το αποτέλεσμα ηχούσε τόσο όμορφο, ώστε το απολάμβανες εξίσου με μια πιο μπαρουτοκαπνισμένη συναυλία. Κάπως αθόρυβα, λοιπόν, ο Άγγλος μουσικός παρέδωσε μια τίμια και απολαυστική εμφάνιση, έστω κι αν το εγχώριο κοινό δεν συνέρευσε για να τον παρακολουθήσει.
No Age (outdoor stage, 22.25)
του Ανδρέα Κύρκου
Το συμπαθέστατο γκρουπ από το Λος Άντζελες ήταν μία από τις πιο έντιμες παρουσίες του φετινού Plisskën, ξεδιπλώνοντας με άνεση και ζήλο το art-punk προφίλ του και ξεπερνώντας χωρίς πρόβλημα τους περιορισμούς της υπαίθριας σκηνής. Τα τύμπανα και τα ντραμς ήταν σε πλήρη συντονισμό και το ντουέτο βρέθηκε σε «ηλεκτρισμένη» βραδιά: σύντομα, κοφτά κιθαριστικά dream punk καλούδια σερβίρονταν στους fans απανωτά, χωρίς ο Dean και ο Randy να προλαβαίνουν να πάρουν ανάσα. Όσοι τυχεροί βρέθηκαν στον πυρήνα του κοινού θα έμειναν για πολύ ώρα μετά το τέλος του εξαιρετικού λάιβ με τον επιθετικό lo-fi θόρυβο της κιθάρας των No Age στα αυτιά τους.
FatimaAlQadiri (clubstage, 22.40)
του Τάσου Μαγιόπουλου
Απλά και σύντομα, η εμφάνιση της καλλιτέχνιδος της Hyperdub αποτέλεσε την επιτομή του UK bass ήχου. Φέρτε στο μυαλό σας τους πρωτόγονους ρυθμούς των Buraka Som Sistema, προσθέστε φωνητικά από το σύγχρονο (εμπορικό) χιπ χοπ, βάλτε και την επιθετική εκδοχή της εξέλιξης της dubstep κληρονομιάς κι έχετε μια ιδέα περί του τι επέλεξε να παρουσιάσει η Fatima Al Qadiri το βράδυ της Παρασκευής. Ως φυσικό επακόλουθο, βέβαια, ήρθε και η αβίαστη, έντονη κίνηση των κορμιών, χάρη σε beats που δεν είχαν απλώς κάτι τέτοιο ως σκοπό –την ανάλαφρη δηλαδή διασκέδασή μας– αλλά ήθελαν εξίσου να σε χτυπήσουν με μανία στο στήθος, δείχνοντας στην πράξη πώς μια μουσική για τα πόδια μπορεί να στοχεύσει σε πολύ πιο σκοτεινές γωνιές των σκέψεών μας. Την περιμέναμε την Al Qadiri, επειδή είναι ιδιαίτερη περίπτωση μουσικού. Κάτι που απέδειξε πανηγυρικά πάνω στη σκηνή και επιβεβαιώθηκε μόλις κατέβασε το volume απότομα και ξαφνικά, από το παρατεταμένο και εντονότατο χειροκρότημα των παρευρισκομένων στο club stage.
Wild Beasts (main stage, 22.45)
του Ανδρέα Κύρκου
Ακόμα και με τον μπουκωμένο ήχο στο υπόστεγο της κύριας σκηνής και ανάμεσα σε άβολους μικροφωνισμούς, οι Wild Beasts έδωσαν ένα σύντομο λάιβ που ανάβλυζε πολιτισμό, γνώση και π-ο-ι-ό-τ-η-τ-α. Βλέποντάς τους σε απίστευτη φόρμα στη σκηνή, σε παίρνανε από το χέρι και ανέβαινες δέκα επίπεδα coolness μαζί τους. Επιπλέον ακούσαμε και τα ντραμς τους, τα οποία αδικήθηκαν ελαφρά στην παραγωγή του PresentTense. Αψεγάδιαστο, πλήρες και ανοιχτόκαρδο λάιβ, που ανέδειξε τη στοχαστική περιπλάνηση και τη μουσική μελαγχολία των τραγουδιών τους, με τους τέσσερίς τους να βρίσκονται σε απόλυτο συντονισμό –σαν μοντέρνοι πειραματιστές και ως βιρτουόζικες «old souls» ταυτόχρονα. Υψηλής αισθητικής συγκρότημα, χωρίς περιττές κινήσεις και μανιέρα στην επί σκηνής κίνηση, ταγμένοι θαρρείς σε μια άγραφη υπόσχεση για αέναη απογείωση των τραγουδιών τους σε κάθε εμφάνιση. Εύχομαι να την τηρούν για πάντα.
65daysofstatic (main stage, 00.00)
του Ανδρέα Κύρκου
Αγαπιούνται ιδιαίτερα οι 65daysofstatic από το εγχώριο κοινό, κάτι που βγαίνει προς τα έξω: την Παρασκευή η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα μετά την έξοδό τους στην κεντρική σκηνή. Αντιλαμβάνομαι ότι οι Βρετανοί post-rockers έδωσαν μια επιτυχημένη συναυλία, στο σύνολό της όμως οδηγούσε υπολογισμένα· σαν GPS στην εκστατική εντροπία και στο χάσιμο. Όλο αυτό δηλαδή το post-everything ψυχοτροπικό instrumental ταξίδι προφανώς και υπακούει σε καλλιτεχνικά κριτήρια, αλλά αν έλειπαν οι θεατρινισμοί με τα σηκωμένα χέρια μετά από κάθε χτύπημα στην κιθάρα (όπως έκαναν hair metal μπάντες στα 1980s), οι διεσταλμένες από έκσταση κόρες των ματιών, τα τινάγματα των κορμιών (από την υπερπροσπάθεια) και κάποιοι αυτάρεσκοι τριγμοί στα παλλόμενα σώματά τους, θα ήμουν κι εγώ πάνω στο άρμα. Μαζί με όλους όσους παρασύρονται λόγω κεκτημένης ταχύτητας από τη διέγερση του όγκου των πολλών ντεσιμπέλ.
Fuck Buttons (main stage, 01.20)
του Ανδρέα Κύρκου
Για πολλούς, ο ασπόνδυλος θόρυβος των Fuck Buttons αποτελεί πρόταση. Δεν θα φέρω αντίρρηση. Η τεχνοτροπία και η τεχνική της φασαρίας που «καίει τα ηχεία από μέσα» ίσως είναι εφευρετική. Ίσως η κονσόλα πάνω από την οποία στέκονται ατάραχα (τι κάνουν ακριβώς;) όλα τα ηλεκτρονικά ντουέτα (γιατί είναι πάντα ντουέτο τέτοιες μπάντες;) να ανθίσταται με όρους ηχητικής τρομοκρατίας και επιθετικής αποδόμησης απέναντι στην ομοιογένεια των παραδοσιακών ρυθμών. Σε αυτό λοιπόν το τερέν, οι Fuck Buttons υπήρξαν εξαιρετικοί. Όμως σε όλους εμάς τους υπόλοιπους –μειοψηφούντες και νηφάλιους– δεν έμεινε κανένα αποτύπωμα από το απόλυτο τίποτα της ηχητικής τους επίθεσης, που τάχα μου θα μας πολτοποιούσε το τύμπανο του αυτιού. Πραγματικά, τον θόρυβο (όνομα και πράγμα) γύρω από γκρουπ σαν τους Fuck Buttons, αδυνατώ να τον καταλάβω. Όχι βέβαια πως έχει σημασία...
{youtube}n_1stk_bf2g{/youtube}