Με την αναβίωση του σκοτεινού ήχου να έχει κερδίσει αρκετές ώρες ακρόασης στην καθημερινή μας ζωή τα τελευταία 2-3 χρόνια, η παρουσία των Tropic Of Cancer στην Αθήνα ήταν τουλάχιστον σημαντική. Πόσο μάλλον όταν μαζί τους θα εμφανίζονταν και οι DVA Damas, που έχουν υπογράψει φέτος έναν αρκετά καλό δίσκο του είδους. Απ’ την άλλη, η επιλογή του χώρου δεν ήταν καλό σημάδι (αν κι αμφιβάλλω ότι υπήρχε θέμα επιλογής), αφού ούτε οι Tropic Of Cancer, ούτε το support φυσικά, μπορούν να γεμίσουν το πολύ μεγάλο για τη μίνιμαλ αισθητική τους Fuzz. Αυτό αποτέλεσε, όπως αποδείχτηκε, ένα απ’ τα τρία προφανή προβλήματα της βραδιάς, παρ' όλο που ο κόσμος ήταν τελικά πολύς για τα «κυβικά» τέτοιων ονομάτων.
Με το χρονοδιάγραμμα να τηρείται με ακρίβεια, οι DVA Damas (δηλ. η Taylor Burch και ο Joseph Cocherell) ανέβηκαν στη σκηνή στις 10 ακριβώς, έπαιξαν ολόκληρο το Nightshade και, μετά από 25 περίπου λεπτά, κατέβηκαν χωρίς να μπορείς να πεις ότι μας τράβηξαν και πολύ την προσοχή. Έτσι κι αλλιώς βέβαια, με όλα όσα έχουν γίνει την τελευταία εβδομάδα (και λίγες μόλις ώρες μετά τους πυροβολισμούς στη Δάφνη), θα έπρεπε να ανέβουν στη σκηνή οι Sonic Youth για να αφοσιωθούμε στα τεκταινόμενα. Ακόμα και το “Half-Mask”, το highlight του ντεμπούτο τους, πέρασε απαρατήρητο: ήταν κι εκείνο άνευρο, ήταν και η ένταση του ήχου στο Fuzz πολύ χαμηλά για να καπελώσει τις συναυλιακές κουβεντούλες.
Με την Taylor Burch να αλλάζει παντελόνι ώστε να ταιριάξει με την κόκκινη ενδυμασία της Camella Lobo, ξεκίνησε η συναυλία των Tropic Of Cancer. Η οποία, αν είχες θέσει σωστά τον πήχη των προσδοκιών σου (πρόβλημα νο. 2 από τα τρία που λέγαμε) ήταν «μια χαρά». Προφανώς δεν είναι σοβαρό κομπλιμέντο, αλλά οριοθετεί πιο σωστά τα λίγα και σύντομα που παρακολουθήσαμε το βράδυ της Παρασκευής.
Όσοι έχουν παραβρεθεί στις παρόμοιας αισθητικής συναυλίες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στην πόλη (KVB, Lebanon Hanover κτλ.) ξέρουν πάνω-κάτω τι να περιμένουν και η Camella Lobo δεν παρέκκλινε απ’ τα αναμενόμενα στο παραμικρό. Τουλάχιστον σε μεγάλο ποσοστό, η μουσική μας παιδεία έχει γαλουχηθεί μέσα απ’ τις ζωντανές εμφανίσεις των σημαντικών ροκ καλλιτεχνών των τελευταίων 30-35 ετών και δυσκολεύεται έτσι να χωνέψει τις συναυλίες «άλλης» αισθητικής, χωρίς να εξαιρώ τον εαυτό μου από κάτι τέτοιο. Γι’ αυτόν τον λόγο κι έχω πάψει άλλωστε να παρακολουθώ χιπ χοπ συναυλίες, γιατί ούτε μία φορά δεν πέρασα έστω και καλά –ή τουλάχιστον όπως περνάω βλέποντας μικρά και όχι και τόσο ταλαντούχα ροκ συγκροτήματα. Δηλαδή, μέχρι και τον Madlib δεν τον κατάλαβα στη σκηνή, παρ' όλο που έχω πάθος με ουκ ολίγες δουλειές του. Και η λίστα είναι μεγάλη: Public Enemy, Roots Manuva, Talib Kweli κτλ. Αλλιώς έχουν στο μυαλό τους τις συναυλίες αυτοί, τελείως διαφορετικά εγώ.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει λοιπόν και για την εμφάνιση των Tropic Of Cancer την Παρασκευή, οι οποίες υποστήριξαν το λιγοστό υλικό τους με τον απολύτως αναμενόμενο τρόπο: νωχελικά, απόμακρα και μηχανικά. Απ’ το τρίτο κομμάτι μάλιστα, όταν ανέβηκε επιτέλους η ένταση του ήχου, η εμφάνιση τους ήταν πιθανότατα λίγο πιο πάνω απ’ τη χαμηλή –έτσι κι αλλιώς– στάθμη των υπόλοιπων συνοδοιπόρων τους που έχουμε παρακολουθήσει στο πρόσφατο παρελθόν.
Κάτι όμως που θα μπορούσε να αποφευχθεί και να μειώσει τις γκρίνιες όσων άτυχων περίμεναν πολλά περισσότερα, ήταν η σύντομη εμφάνιση του σχήματος (πρόβλημα νο. 3), η οποία έφτασε/δεν έφτασε τα 40 λεπτά, παρότι υπήρχε υλικό για να συνεχίσουν. Δεν μιλάω προφανώς για το “Be Brave” –απ’ τα καλύτερά τους τραγούδια, που δεν το ακούσαμε γιατί η Lobo το προτιμάει με αντρικά φωνητικά (όπως μας είπε μετά το τέλος της βραδιάς)– αλλά για διάφορα σκόρπια κομμάτια τα οποία έχουν κυκλοφορήσει στα λίγα χρόνια ύπαρξής τους (π.χ. το “Victims”). Κρατάμε έτσι το encore του “A Color” και το “The One Left” και γρήγορα στην επόμενη post-punk συναυλία...
{youtube}ygsUDKlM2tA{/youtube}