Με το Seer να έχει τραβήξει πάνω τους ακόμα περισσότερα βλέμματα, οι Swans πέρασαν από Αθήνα και Θεσσαλονίκη για δύο θριαμβευτικά λάιβ, που άφησαν όσους παραβρέθηκαν σ' αυτά να παραληρούν για μέρες. Ο Στέργιος Κοράνας τους είδε στο club του Μύλου την Πέμπτη και εύχεται να ξαναπεράσουν σύντομα από Θεσσαλονίκη, ενώ ο Γιώργος Μιχαλόπουλος τους παρακολούθησε μία μέρα μετά στο Fuzz, τονίζοντας εμφατικά ότι αυτή τη στιγμή δεν συγκρίνονται με καμία άλλη ροκ μπάντα στον πλανήτη...
Θεσσαλονίκη 16/5
του Στέργιου Κοράνα
Το βράδυ της Πέμπτης, έσβησα από τη λίστα των καλλιτεχνών που πρέπει να δω οπωσδήποτε μία φορά ακόμα έναν: αναφέρομαι φυσικά στον Michael Gira. Πόσο μάλλον εφ' όσον ήρθε στη Θεσσαλονίκη με τους Swans...
Πριν από την εξοχότητά του, όμως, μας περίμενε ίσως η πλέον ασυνήθιστη επιλογή για το άνοιγμα της βραδιάς, κατόπιν μάλιστα αιτήματος του ίδιου του Gira: οι Πλειάδες. Ένα φωνητικό σύνολο αποτελούμενο από πέντε κοπέλες, οι οποίες τραγουδάνε a cappella υλικό παρμένο από την εγχώρια δημοτική παράδοση, κυρίως βασισμένες στην ηπειρώτικη πολυφωνία. Τα κορίτσια βγήκαν πέντε λεπτά πριν τις δέκα και μας άφησαν 25 λεπτά αργότερα. Σίγουρα δεν ήταν το support που θα «θέρμαινε» την αίθουσα του Μύλου ή θα μας έκανε να χορέψουμε, αλλά ήταν κάτι τουλάχιστον εντυπωσιακό. Δεν βοήθησε βέβαια και πολύ η ακουστική, όμως ας μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας...
Έπειτα από ένα εικοσάλεπτο περίπου διάλειμμα, υποδεχτήκαμε τους Swans. Οι οποίοι ανέβηκαν στη σκηνή χωρίς πολλές φανφάρες ή κινήσεις εντυπωσιασμού, πράγμα που πάντα με προδιαθέτει θετικά.
Το υλικό που επέλεξαν να παίξουν άνηκε στα πιο «πειραματικά» τους, με γενναία δόση από το τελευταίο άλμπουμ (The Seer), όπως αναμενόταν –αν δεν απατώμαι, ακούστηκαν ακυκλοφόρητα κομμάτια στο υπόλοιπο σετ. Όπως κι αν έχει, έγινε γρήγορα προφανές ότι βλέπαμε μια κατάθεση ψυχής του Gira. Κοινώς, έπαιζε περισσότερο για τον εαυτό του, παρά για το κοινό. Το σετ ήταν σχεδόν όλο αλληλένδετο, πέρα από ελάχιστες παύσεις, και δεν υπήρξε encore. O Gira και η παρέα του μας άφησαν 20 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, ενώ ανάθεμα κι αν άρθρωσε ο ίδιος πάνω από 10 λέξεις συνολικά (εκτός τραγουδιών).
Το club του Μύλου είχε εντωμεταξύ εντελώς γεμίσει, βρισκόταν ένα κλικ πριν το «ασφυκτικά». Ευτυχώς άφησαν την κεντρική είσοδο ανοιχτή, πράγμα που βελτίωσε πολύ την ατμόσφαιρα μέσα κι έτσι είδαμε τη συναυλία με πολύ καλές συνθήκες. Ο κόσμος ετερόκλητος, από τις μικρότερες ηλικίες, μέχρι και πενηντάρηδες, παλιούς φίλους του συγκροτήματος. Η δε ατμόσφαιρα, σαν εκκλησία –ψέματα, από μουσικής πλευράς ήταν πολύ καλύτερα. Με χαροποίησε ιδιαίτερα το γεγονός ότι από όσους γνωστούς συνάντησα, πήρα τις ίδιες εντυπώσεις: η συναυλία τους άρεσε πάρα πολύ.
Θα ήθελα πολύ να ξαναδώ τους Swans, καθώς προσωπικοί λόγοι δεν μ' άφησαν να απολαύσω τη βραδιά όσο θα ήθελα. Εύχομαι λοιπόν ο Gira να ξαναπεράσει σύντομα από τα μέρη μας...
Αθήνα 17/5
του Γιώργου Μιχαλόπουλου
Πέρασαν δύο χρόνια από την αξέχαστη εμφάνιση των Swans στο Gagarin. Κι αφού η μπάντα του Gira έγραψε μία απ’ τις σημαντικότερες στιγμές που έχει ζήσει ο συγκεκριμένος χώρος στα δέκα χρόνια ζωής του, ήρθε η σειρά του Fuzz να καταγράψει μια αντίστοιχα σπουδαία στιγμή. Αλλά και να δοκιμάσει τις αντοχές του στα –οριακά ανυπόφορα– ντεσιμπέλ τα οποία παράγει μία απ’ τις σπουδαιότερες ροκ μπάντες που είχαμε την τύχη να δούμε ποτέ στη ζωή μας.
Γιατί τέτοιο σχήμα είναι οι Swans, όσο και να υποστηρίζουν οι δυσαρεστημένοι ποπ κύκλοι (εδώ και ανά τον κόσμο) ότι μετά από τόσα και τόσα χρόνια μουσικής δημιουργίας οι οποιουδήποτε είδους πειραματισμοί ή αυτοσχεδιασμοί στερούνται ουσίας. Αστεία πράγματα, αν θέλετε τη γνώμη μου... Κι αν υπήρχε η –εξίσου αφελής– θεωρία ότι κανείς από όσους αποθέωσαν πέρσι το Seer δεν άκουσε ποτέ ολόκληρο τον δίσκο, το κατάμεστο Fuzz μάλλον οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα: γιατί μπορεί το hype να επηρεάζει όσους έχουν την εμμονή να βάζουν σε σειρά τους αγαπημένους τους δίσκους, αλλά δεν φτάνει από μόνο του για να βάλεις το χέρι στην τσέπη και να αφιερώσεις ένα βράδυ σε μια μουσική που μπορεί να αφαιρέσει ένα ποσοστό της ακοής σου. Άλλωστε, αν θα έπρεπε να πεις ένα πράγμα για το μεγαλείο του Seer ήταν ότι κατάφερνε αυτό που φάνταζε αδύνατο στα χαρτιά: να αιχμαλωτίσει με περισσή ακρίβεια όσα θαυμαστά χαρακτηρίζουν τις ζωντανές εμφανίσεις των Swans.
Όπως συνηθίζει λοιπόν ο Gira –μάλλον για να τονίσει ακόμα περισσότερο την ένταση με την οποία θέλει να παίζει η μπάντα του– το support ήταν και πάλι ήρεμο/ακουστικό (θυμίζω ότι την προπέρσινη συναυλία είχε ανοίξει η τσελίστα Hildur Gudnadottir). Το ανέλαβε λοιπόν ο Δημήτρης Αρώνης ή Moa Bones ή αλλιώς κιθαρίστας των Modrec. Ο προπέρσινος δίσκος του (στη Restless Wind) δεν μου είχε αφήσει πολλά να θυμάμαι, αλλά η εμφάνισή του στο Fuzz κατάφερε ακριβώς το αντίθετο. Έχοντας το δύσκολο έργο να ανέβει μόνος του με μια κιθάρα στη σκηνή, κι έχοντας από κάτω πάρα πολύ κόσμο που ποθούσε να ακούσει κάτι τελείως διαφορετικό, απέδειξε ότι το ταλέντο και η δουλειά δεν κρύβεται. Γιατί όσο και να αδιαφορήσαμε αρχικά, σύντομα τράβηξε την προσοχή μας, δίνοντας στα τραγούδια του ένα πάθος που δυστυχώς είχε κρυφτεί ή ξεχαστεί κάπου στο στούντιο. Μπορεί οι διασκευές σε Smashing Pumpkins και Beatles να ήταν ένα προφανές τυράκι, αλλά ήταν τελικά τα δικά του τραγούδια που ξεχώρισαν, ειδικότερα τα δύο τελευταία.
Και λίγο μετά ξεκίνησε το ασταμάτητο ποδοβολητό του Gira. Αυτή τη φορά χωρίς να παίζει τραγούδια απ’ το παρελθόν (εκτός του “The Seer” ακούσαμε αδισκογράφητο υλικό), κατάφερε να μας καταβροχθίσει ακόμα περισσότερο: γιατί κι αν έλειπε το σοκ και είχαμε ξεμπερδέψει με την αφοσίωση που απαιτούσε το πρωτόγνωρο της προπέρσινης εμπειρίας, μπορούσαμε τώρα να αφιερωθούμε ολοκληρωτικά στα κύματα ήχου τα οποία έσκαγαν με φόρα στα μούτρα μας, αφαιρώντας μας τη δυνατότητα να ασχοληθούμε με οτιδήποτε άλλο πέρα απ’ τον τρόμο και τη δύναμη της μουσικής των Swans.
Είναι τουλάχιστον εκπληκτικό θέαμα να βλέπεις πώς επικοινωνεί αυτό το σχήμα. Όχι μόνο τα μέλη μεταξύ τους, αλλά ως σύνολο απέναντι σε όσους βρίσκονται από κάτω. Με τον Gira ως τον απόλυτο μαέστρο (ο άνθρωπος μετράει αντίστροφα μέχρι και την υπόκλιση που κάνει το γκρουπ στο τέλος της συναυλίας) και όλους τους υπόλοιπους να παρακολουθούν κάθε του νεύμα και κάθε του λέξη, οι ηχητικές τους επιθέσεις αγρίευαν όσο περνούσε η ώρα –με αποκορύφωμα τον απόκοσμο αυτοσχεδιασμό που παρακολουθήσαμε στο τελευταίο εικοσάλεπτο.
Μετά το τέλος του live, προφανώς προσπαθήσαμε να συγκρίνουμε τις δύο τελευταίες παρουσίες της μπάντας στην πόλη. Μάλλον μάταιο, γιατί το σοκ της πρώτης φοράς μας είχε κρατήσει αμίλητους για μέρες ενώ τώρα πήραμε μια ανάσα και συνεχίσαμε τον δρόμο προς την κώφωση ακούγοντας έναν αντίστοιχο techno οδοστρωτήρα: τον Ben Klock στο Six d.o.g.s. Όπως και να ’χει, οι Swans αυτή τη στιγμή δεν συγκρίνονται με οποιαδήποτε ροκ μπάντα στον πλανήτη, ίσως ούτε καν με σχήματα του ακραίου ήχου (με τα οποία δεν έχω καλή σχέση, αν και προσπαθώ τελευταία). Τέλος, επειδή μου μεταφέρθηκε ότι αρκετός κόσμος ζορίστηκε απ’ την εκκωφαντική ένταση της συναυλίας, ελπίζω να μην απέκτησε κανείς κάποιο σοβαρό πρόβλημα με την ακοή του...
{youtube}4yGkXjEjNsk{/youtube}