Εκ πρώτης όψης, η μουσική που φτιάχνει ο Eric Quach είναι του γούστου μου, για να παραφράσω την πρόταση με την οποία ξεκινούσε το κείμενο της συνέντευξής του ο Χάρης Συμβουλίδης: post-rock, shoegaze, ambient, βούτυρο στο (μουσικό) ψωμί μου. Έλα όμως που η ζωντανή της παρουσίαση αποδείχθηκε διαφορετική υπόθεση από όσα άκουγα στις ηχογραφήσεις...
Κι αυτό γιατί το χτίσιμο της συναισθηματικής έντασης, που στις στουντιακές απόπειρες ακουγόταν ενδιαφέρον, ζωντανά κατέληγε κουραστικό. Μουσικές ιδέες τραβηγμένες χρονικά, οι οποίες –αντί να εξυπηρετήσουν τον σκοπό τους, δίνοντας μετά τη θέση τους στη φυσική εξέλιξη της σύνθεσης– παρέμεναν και γύριζαν γύρω από τον εαυτό τους. Αλλά και μια ηχητική ένταση η οποία φαινόταν να τα έχει όλα στα κόκκινα, μην επιτρέποντας στις μικρές λεπτομέρειες να φανούν και να κάνουν αισθητή την προσθήκη πινελιών στο γενικότερο σύνολο. Έτσι, περισσότερο την αίσθηση μιας ισοπεδωτικής βαβούρας μου έβγαλε το μεγαλύτερο μέρος του εν λόγω live, παρά αυτό ενός μελωδικού ταξιδιού με drone ξεσπάσματα, που περίμενα να παρακολουθήσω.
Όλα τα παραπάνω βέβαια αποτελούν προσωπική άποψη, μιας και το κοινό της συναυλίας (ολιγάριθμο δυστυχώς σε αποκαρδιωτικό βαθμό) φάνηκε να απολαμβάνει μέχρι και να ενθουσιάζεται από την εμφάνιση του ThisQuietArmy. Προσωπικά πάντως δεν μπόρεσα να συνδεθώ με όσα έβγαιναν από τα ηχεία. Έβρισκα μεν ενδιαφέροντα ηχητικά υπομέρη κατά τη διάρκεια της διαδρομής, τα οποία παροδικά διατηρούσαν το ενδιαφέρον μου, στο σύνολο όμως δεν νομίζω ότι κατάφεραν να σώσουν την παρτίδα, σε όσο καλό επίπεδο κι αν έστεκαν. Όπως λ.χ. εκείνη η εξαιρετική μετάβαση από τα drones σε έναν πρωτόγονο post-punk ρυθμό, κάπου στις αρχές της εμφάνισης του Καναδού.
Κάπως έτσι συγκράτησα μονάχα στιγμές από τη συναυλία της Πέμπτης, καθώς και τα υπέροχα –κρεμάμενα από το ταβάνι– origami, τα οποία πραγματικά κοσμούσαν τον συναυλιακό χώρο του Six d.o.g.s. Ή μάλλον όχι μόνο αυτά, μιας και τη βραδιά άνοιξε ο «δικός μας» Absent Without Leave, που πραγματικά έκανε ιδανικό warm-up.
Σχεδόν βετεράνος πλέον στην εγχώρια post-rock σκηνή, ο Γιώργος Μαστροκώστας παρέδωσε ένα σετ βουτηγμένο στη μελωδία, στο συναίσθημα, στα υπέροχα κιθαριστικά ακόρντα –τα οποία ενίοτε λοξοκοιτούσαν και προς math/emo μονοπάτια– στις ντραμιστικές λούπες (που δίναν την εξτρά ώθηση τις κατάλληλες στιγμές) και στις μελωδικές μπασογραμμές. Οπτικό αλλά και ηχητικό ατού, τα καμπανάκια που είχε παρατάξει στο τραπέζι μπροστά του. Γενικά μια σφιχτοδεμένη εμφάνιση που, παρά την αμηχανία από μέρους του στις στιγμές ανάμεσα στα κομμάτια –αλλά και μια γενικότερη έλλειψη σκηνικής εκφραστικότητας– κατάφερε να κερδίσει τους παρευρισκόμενους, χάρη στις ικανότατες συνθέσεις.