Εκείνο το «David Lynch presents Chrysta Bell» των δελτίων τύπου, μπορούσε άραγε να σημαίνει κάτι για την απτή πραγματικότητα του live; Διότι, οκέι, τα άσματα του ενός και μοναδικού άλμπουμ της υπογράφηκαν από κοινού με τον Δαυίδ, κι ακόμα περισσότερο ο τελευταίος δεν έχασε ποτέ την ευκαιρία να την εξομοιώσει με τα Θεία. Αλλά προς τι να βγεις στον συναυλιακό δρόμο και να κοτσάρεις το σύνθημα πρώτη μούρη καθώς πορεύεσαι;
Για τους προφανείς λόγους είναι η απάντηση, καμία θετική έκπληξη επ' αυτού. Κι ακόμα, η απτή πραγματικότητα του live δικαιολογούσε τη χωροταξία που επιλέχθηκε στο Fuzz, δηλαδή τον διαχωρισμό μεταξύ καθιστών της πλατείας και όρθιων του εξώστη; Μονάχα στη θεωρία περί οπτικοακουστικής παράστασης. Διότι –στην πράξη και σε επίπεδο φόρμας– παρακολουθήσαμε τυπικά πράματα: μπάντα έμπροσθεν, frontwoman ακόμα πιο έμπροσθεν και προβολές/συνοδευτικά όπισθεν, που άντε να τους δώσεις σημασία (πάλι για τους προφανείς λόγους). Ούτε, βεβαίως, η υπερθετική θεατρικότητα/θηλυκότητα/σεξουαλικότητα της κυρία Bell φαινόταν να ασφυκτιά εντός των πλαισίων της παραδοσιακής παρουσίασης ενός τέτοιου γεγονότος. Κάθε άλλο.
Εκτός πια κι αν οι σειρές καθισμάτων είχαν στηθεί για τους Yianneis. Τότε μάλιστα, να κάτσεις και κάτω να δεις την παράσταση, όχι να χαζέψεις με την παράσταση. Εξ ακοής τους γνώριζα τους ανθρώπους, αλλά τέτοια πατήματα στο σανίδι, τέτοιο ολιστικό κόλπο όρασης και ακοής δύσκολα συναντάς στα μέρη μας. Πέραν της μουσικής της ίδιας δηλαδή, που διανοίγεται μέσω κεντρική Ευρώπης δίχως να την κάνει πλαστική παντιέρα και παράσημο απ' τα «ό,τι πάρεις ένα ευρώ».
Αφήνοντας τώρα στην άκρη τα ξεκαθαρίσματα για τη σύνδεση θεωρίας και πράξης, κάτι μου λέει πως μια γρήγορη πλοήγηση κάτω απ' τα βίντεο της Chrysta Bell θα οδηγήσει στην ανακάλυψη σχολίων του τύπου «σ' έναν δίκαιο κόσμο αυτήν θα έδειχναν οι τηλεοράσεις, αυτήν θα έπαιζαν τα ράδια και θα φωτογράφιζαν τα περιοδικά, όχι εκείνο το γατί τη Lana!». Μακρόστενη κι αυτή, κοκκινομάλλα, γατούλα που ακυρώνει την αντώνυμη σχέση θύτη και θύματος και κάνει τις ιδιότητες να επικαλύπτονται. Με πιο πλούσιο βέβαια εκφραστικό εύρος, άλλης κλίμακας δυνατότητες, παρουσία, μα δίχως το στιγμιαίο μπαμ του πυροτεχνήματος στη γραφή της.
Έλλειψη η οποία, ενώ στον κλειστό κόσμο του δίσκου δεν είναι δυνατόν να κρυφτεί, στο σανίδι –όπου υπάρχουν άλλου τύπου διέξοδοι– έρχεται σε βου μοίρα. Κουβαλάει και τους απαραίτητους τεχνίτες μαζί (επί σκηνής και εκτός αυτής), με αποτέλεσμα να κλειδώνεις απάνω της μια άμα λέει τα δικά της, και δυο και τρεις όταν ανοίγεται πέρα απ' το μαυροβελούδινο υλικό της και πιάνει το "Be-Bop-A-Lula", το “Black Tambourine” του Beck ή κάποιο άλλο απ' τον κατάλογο των σάουντρακ του Lynch.
{youtube}7n-RtCNUb2U{/youtube}