Ξεκινώ με κλισέ, τα οποία όμως καμιά φορά καλό είναι να λέγονται. Είναι, λοιπόν, ευτύχημα που εδώ και κάποια χρόνια έχουμε την ευκαιρία σε τούτη την επαρχία της Ευρώπης να βλέπουμε μουσικά πράγματα την περίοδο που συμβαίνουν. Ένα παράδειγμα ανάμεσα σε άλλα, οι Heroin In Tahiti· με τον παρθενικό τους δίσκο Death Surf να κυκλοφορεί εδώ και κάτι μήνες, οι Ιταλοί βρίσκονται ακριβώς στη φάση όπου ψάχνουν τα πατήματά τους και προσπαθούν να εδραιώσουν την όποια φήμη τους.
Κάτι τέτοιο (φαντάζομαι είναι αυτονόητο) δεν εμπεριέχει καμία εγγύηση για τον ακροατή της συναυλίας. Μπορεί το θέμα να εξελιχθεί σε θρίαμβο, σε ευχάριστη έκπληξη ή και σε αποτυχία. Η προκείμενη, ακόμα κι αν δεν είχε τα χαρακτηριστικά αποτυχίας, μάλλον δεν ενέπιπτε ούτε στις δύο άλλες περιπτώσεις.
Κατ’ αρχάς, η χρονική διάρκεια του σετ των Ιταλών: στο σαραντάλεπτο (περίπου) πετάχτηκα έξω από το 6 D.O.G.S. για να εισπνεύσω ένα δράμι καθαρό αέρα· όταν μετά από λίγο ξαναμπήκα, συνειδητοποίησα με έκπληξη πως η σεμνή τελετή είχε ρίξει τους τίτλους του τέλους! Ε, 45 λεπτά δεν τα λες κι ικανά, ακόμα κι αν δεν συμμερίζομαι την άποψη που μετράει την αξία μιας συναυλίας με τη χρονική της διάρκεια.
Ας πάμε λοιπόν και στα πιο ουσιώδη: το ντούο από τη Ρώμη έχει ενδιαφέροντα ήχο, χαρακτηριστικό μιας μικρής μα δραστήριας ανεξάρτητης σκηνής των ανατολικών προαστίων της ιταλικής πρωτεύουσας. Ένα μείγμα δηλαδή από drones, χαμηλότονα ηλεκτρονικά και σερφάδικες/ροκαμπιλάδικες κιθάρες (ο ευφημισμός που τους ακολουθεί έχει την κωδική ονομασία «dronabilly»), μια βουτιά σε μια μοντέρνα ψυχεδελική θάλασσα. Ωραία, αλλά πώς το μεταφέρεις αυτό ζωντανά;
Η εντύπωση που αποκόμισα είναι πως οι Heroin In Tahiti διάλεξαν τον εύκολο δρόμο. Καθισμένοι κι οι δύο (ο ένας σε σκαμπό και ο άλλος οκλαδόν) με δύο κιθάρες, ένα συνθεσάιζερ και χιλιάδες κουμπάκια τριγύρω τους, βασίζονταν σε αρκετά προηχογραφημένα (από δευτερεύοντες τονισμούς μέχρι δομικά στοιχεία –λ.χ. τα ρυθμικά μέρη). Βεβαίως η βαρύτονη ηλεκτρική κιθάρα έκανε καίριες επεμβάσεις σε επίπεδο θεματολογίας, ασφαλώς και τα πλήκτρα προσέθεταν όγκο και συναισθηματικές εκφορές, όμως το αποτέλεσμα σε επίπεδο ζωντανής επιτέλεσης ήταν μάλλον φτωχό. Εάν παρόλα αυτά αδιαφορούσες για το πώς δημιουργείται αυτό που ακούς και έμενες στο τι ακούς, τα πράγματα βελτιώνονταν αισθητά. Και groove υπήρχε και οι «σκονισμένες» ψυχεδελικές εμμονές εκφράζονταν και όλα. Αλλά πάλι, η περίσταση ενός live δεν έχει κυρίως να κάνει με αυτό το πώς;
Πριν τους Heroin In Tahiti, εμφανίστηκαν οι «δικοί μας» Wham Jah, ένα τρίο που βασίζεται στον δυναμιτισμένο αυτοσχεδιασμό. Ένα σετ τύμπανα, ένα συνθεσάιζερ + ηλεκτρονικά και μία ηλεκτρική κιθάρα, όλα (ακόμα και τα τύμπανα) περασμένα από αρκετές στρώσεις ηχητικής παραμόρφωσης. Το αποτέλεσμα βαστούσε κάτι από την παράδοση του post (γενικώς), αλλά το τρίο έδειχνε κυρίως να εκφράζεται μέσω των θορυβωδών εκρήξεων. Τόσο, ώστε σου δινόταν η εντύπωση ότι τα ήρεμα μέρη αντιμετωπίζονταν περίπου ως το «απαραίτητο κακό», το οποίο προλόγιζε αυτές τις εκρήξεις. Υπήρχαν κάποιες στιγμές όπου το όλο θέμα πύκνωνε αποτελεσματικά, γενικότερα όμως η λογική του «κάνω-όσο-πιο-πολύ-θόρυβο-μπορώ» πλάι στην απλότητα (έως και απλοϊκότητα) της θεματολογίας τους, δεν άφηνε πολλά περιθώρια εκπλήξεων. Διατηρώ, πάντως, κάποιες ωραίες θεματικές στα ηλεκτρονικά και την ενδιαφέρουσα ιδέα της on-stage παραμόρφωσης των τυμπάνων.
{youtube}ndK7XLd4ehQ{/youtube}