«Σου ζήτησα εγώ να έρθεις; Σου ζήτησα εγώ να έρθεις;;», μ' έναν τόνο απόγνωσης κι αγανάκτησης παρέα. Διανύουμε το δεύτερο απ' τα συνήθη δεκάλεπτα διαλείμματα της Knot και οι καπνίζοντες αναμένουμε στην είσοδο τη σύμπραξη των πρωταγωνιστών.

Έχουν δομήσει δηλαδή την ηχητική τους κάψουλα οι La Situation Conga, αν και με τρώει το χέρι μου να την αποκαλέσω μπουρμπουλήθρα. Κι έτσι κι αλλιώς, πάντως, ο διαχωρισμός των επί σκηνής και των υπολοίπων είναι σταθερά αμείλικτος. Για να μην πω ο διαχωρισμός του καθενός με όλους τους υπόλοιπους και όλων με τον καθένα ξεχωριστά, ανεξαρτήτως ιδιότητας. Οι La Situation Conga, αυτοσχεδιαστική κολεκτίβα δομημένη χαλαρά γύρω απ' τη μικροκοινότητα της Knot, απλώνουν ένα ασπόνδυλο σώμα ήχου με ηλεκτρονικά, φωνές, κρουστά, κιθάρα, πιάνο με ουρά. Εξ' ορισμού, βεβαίως, δίχως καμιά παραδοσιακά μουσική ροή, καμιά συνοχή, αλλά και εκ του αποτελέσματος χωρίς την αίσθηση της συνέχειας και της συν-εργατικότητας που απαιτεί ένα τέτοιο εγχείρημα –έστω και στη γραμμή σκέψης του τι θα μπορούσε να είναι μουσική. Τουτέστιν, οχτώ μάλλον αμήχανες ατομικότητες εμπρός στο ζητούμενο της συνάντησης και της κοινής πορείας. Κατά πώς το αντιλήφθηκα του λόγου μου τουλάχιστον…  

Έχει γονιμοποιήσει κάθε σπιθαμή των σαξοφώνων του κι ο Jack Wright. Αν και ομολογώ ότι προσήλθα με μια ελαφρά ανησυχία και δίχως να διαθέτω σφαιρική άποψη για τη δισκογραφία του Αμερικάνου σαξοφωνίστα. Φοβούμενος, μάλιστα, πως οδεύω προς εμπειρία φορμαλιστικά ελεύθερου αυτοσχεδιασμού έτσι όπως έχει παγιωθεί ο τελευταίος κάτι δεκαετίες τώρα. Πράγματι υπήρχαν τέτοιες στιγμές, υπήρχαν όμως κι άλλες κατά τις οποίες ο ήχος ξεκόλλαγε απ' το μέσο –τα σαξόφωνα του Wright– κι αποκτούσε νέα ύπαρξη, αυτόφωτη. Κι αν δεν βλέπαν τα ματάκια μου, ούτε που θα καταλάβαινα ότι αυτά είναι φυσήματα ή έστω εισπνοές. Ειδικά στα μέρη με το σοπράνο σαξόφωνο και καθώς ο Wright ξεφόρτωνε ένα προς ένα τα αφαιρούμενα κομμάτια του οργάνου για να καταλήξει να παίζει μονάχα με το κυρίως σώμα του, εικόνα και ήχος απομακρύνονταν με γεωμετρικούς ρυθμούς.

Παρεμπιπτόντως και κατά πως μας πληροφόρησε ο ίδιος ο Wright, το σοπράνο του είχε υποστεί σοβαρή ζημιά στο ταξίδι, με αποτέλεσμα να επιχειρήσει μονάχος να το φέρει στα ίσια του για τις ανάγκες του λάιβ. Μας πληροφόρησε, επίσης, ότι του προτάθηκε αντικατάσταση απ' τους διοργανωτές την οποία και αρνήθηκε, όντας περίεργος για τα ηχητικά αποτελέσματα της «στραβής» –εδώ που τα λέμε η έκπληξη θα ήταν να αποδεχθεί την πρόταση.  

Μέσα σ’ όλη του τη στρυφνάδα, τη μέχρι παρεξηγήσεως αντισυμβατικότητα και τον ελιτισμό του, το σετ του Wright σε προσκαλούσε. Όχι μόνο υπό την έννοια την ακροβατική (τι μπορεί να κάνει ένας παίχτουρας μ' ένα πνευστό), μα και στο άυλο πλαίσιο της αισθητικής. Καταθέτει μουσικότητα ο Wright, μια άλλη μουσικότητα ίσως, αλλά μουσικότητα. Κάτι που φαίνεται κι όταν κάθεται ανάμεσα στους Conga για το τελευταίο μέρος της συναυλίας: η παρουσία του και μόνο σα να λύνει και τους υπόλοιπους, όσο για τον ήχο του αυτός βρίσκεται εκεί πάντα έτοιμος να τείνει χείρα βοηθείας μόλις διαισθανθεί την αμηχανία ή να αποσυρθεί μόλις νιώσει πως τα πράγματα έχουν πάρει τον δρόμο τους.

Λίγο παραπάνω, στο δρομάκι έμπροσθεν της εισόδου της Knot Gallery, στέκει νεαρό ζεύγος που προφανώς λογοφέρνει χαμηλόφωνα –προδότρα κινησιολογία. Κι εκεί απάνω στην κορύφωση ακούγεται καθαρά το περίφημο «Σου ζήτησα εγώ να έρθεις;». Ποιος είπε πως η μουσική ενώνει; Δεν είναι αφ' υψηλού το σχόλιο. Ίσα-ίσα, καθείς και με τα δίκια του...

Wright_2

Wright_3


 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured