Εκ πρώτης όψεως το line-up δεν έμοιαζε ακριβώς να βρίθει συνοχής. Οι δυνατές ψυχεδέλειες των Αθηναίων Circassian, οι ελεγειακές παραβολές των Θεσσαλονικέων Sancho 003 και το ποικιλόχρωμο fusion των Κωνσταντινουπολιτών Gevende, έδειχναν κομμάτια διαφορετικών παζλ. Εν τέλει, βέβαια, το ζήτημα δεν λειτούργησε καθόλου ως τροχοπέδη. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να σκεφτεί (ιδίως αν προσέγγιζε υπό ένα κάπως πιο αφαιρετικό σκεπτικό) και μία κάποια κοινή γραμμή: την εισχώρηση των εξ Ανατολών στοιχείων στη μουσική πράξη, με διαφορετικές εννοείται ποσοστώσεις.

Την αρχή έκαναν οι Circassian. Βγαίνοντας με ελάχιστη (βλέπε λογική) καθυστέρηση στη σκηνή του παγωμένου Αn, κατάφεραν μέσα σε δύο τραγούδια να συγκεντρώσουν την προσοχή των ελάχιστων μέχρι εκείνη την ώρα παρευρισκομένων. Η δυναμική τους βασίζεται από τη μία στα ψυχεδελικώς παραμορφωμένα ριφ των δύο κιθαριστών (τα οποία και έφερναν τις λίγες παραπομπές στην Ανατολή –κι αυτές περισσότερο σε επίπεδο χρωματισμών, παρά γόνιμης επιρροής) και, απ' την άλλη, σε ένα ξερό και δυνατό rhythm section. Δεν ήταν άσχημο το αποτέλεσμα· υπήρξε δυναμισμός και όμορφες ιδέες στη δόμηση και των δύο παραπάνω πλευρών. Όμως αισθανόμουν πως υπήρχε ένα ζήτημα σε ό,τι τις συγκολλούσε –κάποιες λ.χ. απότομες εναλλαγές μοτίβων ή ρυθμών έδειχναν πως χρειάζεται μια περισσότερο λεπτομερής δουλειά. Διόλου άσχημα πάντως για μια (νεανική) μπάντα η οποία δείχνει να βρίσκει τον δρόμο της, αλλά και για την αρχή ενός live που έμελλε να εξελιχθεί εξαιρετικά.

Gevende_2_Circassian

Κατ' αρχάς με τους Sancho 003. Αφού αράδιασαν μπροστά τους έναν στρατό από εφέ, οι Κώστας Παντέλης & Φώτης Σιώτας έπιασαν την κιθάρα και το βιολί αντιστοίχως, καθιστώντας σαφές και εμφανές ακόμη και σε εκείνον που δεν τους είχε ούτε ακουστά, ότι το κόλπο θα άλλαζε άρδην. Οι δυο τους βασίζονταν στις λούπες που δημιουργούσαν σε πραγματικό χρόνο και –λούπα στη λούπα– κατάφεραν να γεμίζουν επιβλητικά τον ηχητικό χώρο, ακόμα κι αν μέρος του καλυπτόταν από τις ενοχλητικές ομιλίες του κόσμου (ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, αυξήθηκε σημαντικά συγκριτικά με τη μουδιασμένη εκκίνηση). Η γραμμή πάνω στην οποία επιχειρούσαν ήταν λεπτή· η αναπαράσταση του ηχητικού συμβάντος (δηλαδή αναγνωρίσιμα περάσματα μέσα από το ηχογραφημένο τους υλικό) μπερδευόταν με τον ζωντανό αυτοσχεδιασμό (αποδόμηση των παραπάνω ή πρωτογενούς δημιουργίας), σε έναν ενιαίο μίτο φτιαγμένο από μπόλικες μουσικές αναφορές. Ζητούσε την προσοχή σου, αλλά σε αντάμειβε αναλόγως. Να σου και κάποια θέματα του Σιώτα να φέρνουν μέσα στο θορυβώδες τώρα την καθάρια λεβεντιά της υπαίθρου. Και το ντούο να καλλιεργεί (επί ώρας περίπου) έναν καλειδοσκοπικό ηχητικό τόπο, ο οποίος χαρακτηριζόταν από την ευρηματικότητα των δύο στο να δημιουργούν ασυνήθιστους ήχους και να χρησιμοποιούν τα δύο όργανα με κάθε πιθανό τρόπο (χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Σιώτα και η εύστοχη παρατήρηση του συντρόφου Κοτταρίδη, ότι χρησιμοποίησε το βιολί του ως έγχορδο, κρουστό -χτυπώντας το δοξάρι στο ξύλο- αλλά και πνευστό, αντηχώντας τη φωνή του μέσα στο κούφωμα). Και φυσικά την πληρότητα των αναπτυσσόμενων θεμάτων: την επιτυχή συναισθηματική τους «φόρτωση» και την προσεγμένη επιτέλεση.

Gevende_3_Sancho_003

Και αφού οι Sancho 003 κέρδισαν δικαίως το χειροκρότημα και μάζεψαν σε χρόνο ρεκόρ το πλήθος εφέ και καλωδίων, ανέβηκαν στη σκηνή οι headliners της βραδιάς, οι Τούρκοι Gevende. Ενώ το δελτίο τύπου της Spinalonga μιλούσε για την «αίσθηση» που κάνουν οι ζωντανές τους εμφανίσεις, προσωπικά ομολογώ ότι κρατούσα μικρό καλάθι. Φάνηκε όμως εξ αρχής ότι οι άνθρωποι του συμπαθούς label είχαν δίκιο: το κουιντέτο των Gevende αποτελούνταν από παίκτες ολκής, οι οποίοι μπορούσαν με άνεση να υποστηρίξουν την εναλλαγή ηχοτροπιών που επιτάσσει η fusion λογική τους.

Gevende_4

Με πρωτεργάτες στο εκτελεστικό κομμάτι τον μπασίστα Okan Kaya, τον βιολιστή Omer Uztuyen και τον ντράμερ Gokce Gurcay, οι Gevende διασφάλιζαν αφενός ένα πλήρες rhythm section –ικανό τόσο να προσδώσει ακρίβεια σε ρυθμικές μεταστροφές, όσο και να εισχωρήσει το groove ακόμα και στις πιο λεπτεπίλεπτες και μελωδικές στιγμές τους– και αφετέρου ένα σταθερό κέντρο βάρους στη μελωδική ανάπτυξη. Από κοντά βεβαίως και ο Ahmet Kenan Bilgic, με τους εξαιρετικούς (και σε περιστάσεις πολύ παραστατικούς) χρωματισμούς που προσέδιδε η φωνή του, αλλά και με τη σχετική δυναμική που πρόσθετε η κιθάρα του σε ορισμένες εξάρσεις, όπως και ο Serkan Emre Ciftci στην τρομπέτα. Όσο για το είδος του fusion: κυρίως πάτημα στη Δυτική κουλτούρα (εκφραζόμενο μέσα από το φανκ, την τζαζ ή το ροκ), μα κι ένα ισχυρό αντίβαρο από την πλευρά παραδοσιακών ηχοτροπιών. Το όλο θέμα ενείχε μια φυσικότητα -καταλάβαινες πως δεν υπήρχε επιτήδευση στην μίξη αυτών των θεμάτων· η μία επιρροή μεγάλωνε πλάι με την άλλη, διακριτά μα απολύτως αρμονικά.

Gevende_5

 

Ίσως πάντως ο ήχος τους να είχε μια κάποια περισσότερη καθαρότητα σε σχέση με αυτό που θα περίμενε κανείς από μια μουσική μπασταρδεμένη εκ φύσεως –δομικά ή οντολογικά. Ίσως, επίσης, η «ωδειακή» επιδεξιότητά τους να τους αφαιρούσε λίγο από επίπεδο τσαμπουκά. Όμως οι Gevende έχτισαν το σετ τους με τρόπο τέτοιον, ώστε οι όποιες ενστάσεις να μπαίνουν στη σφαίρα του προσωπικού γούστου. Ενεργητικοί (έως εκρηκτικοί) όπου χρειαζόταν, μελωδικοί αλλού, άψογοι στις δυναμικές και στις εν γένει εκτελέσεις τους και μεστοί σε όποιους αυτοσχεδιασμούς επιχείρησαν, οι Κωνσταντινουπολίτες δικαίωσαν πλήρως τη φήμη που προηγείται αυτών και -μαζί κυρίως με τους Sancho 003- στοιχειοθέτησαν μία εξαιρετική μουσική περίσταση.
 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured