Σ’ ένα ζοφερό λόγω πολιτικών εξελίξεων (ή μάλλον πολιτικής απραγίας) βράδυ Πέμπτης –τόσο ζοφερό ώστε ακόμα κι αυτή η τελετή παράδοσης της Ολυμπιακής Φλόγας φάνταζε παρωδία– βρέθηκα στο Μέγαρο Μουσικής κουβαλώντας μαζί μου όλα τα ανάμεικτα συναισθήματα των τελευταίων ημερών. Η σκέψη όμως της ζωντανής ακρόασης των κινηματογραφικών μελωδιών του Nicola Piovani, ήρθε και γλύκανε κάθε αρνητική διάθεση.
Κάποιοι αντιμετώπισαν με δηκτικότητα την αναγγελία της εμφάνισής του, εντάσσοντάς την στην προσφιλή συνήθεια του Μεγάρου να ανοίγει το χρονοντούλαπο της μουσικής ιστορίας και να καλεί καλλιτέχνες βουτηγμένους στη ναφθαλίνη. Με διόλου ευκαταφρόνητο χρηματικό αντίτιμο, μάλιστα, το οποίο αποκλείει αρκετό νεαρό και ίσως περισσότερο ενδιαφερόμενο κόσμο, γεμίζοντας τις αίθουσες με τους συνήθεις «ιλουστρασιόν» επισκέπτες. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να καταλογιστεί και στην περίπτωση του Piovani –όπου οικοδεσπότης ήταν η One Voice Production, η οποία, στα πλαίσια της ενδιαφέρουσας (σε γενικές γραμμές) πρωτοβουλίας Film Music Concerts, καλεί βραβευμένους με Όσκαρ συνθέτες για να διευθύνουν οι ίδιοι τα έργα τους. Αλλά, χάρη στη μουσική του, ο Piovani απέδειξε ότι βγαίνει από την παραπάνω κατηγορία, αφήνοντας έτσι εμένα και τις αντιρρήσεις μου να ελπίζουν σε μια μελλοντική συναυλία με χαμηλότερο αντίτιμο, ανοικτή σε περισσότερο κόσμο.
Έχοντας την τύχη της συνεργασίας με τους δημιουργούς κάποιων από τις ποιητικότερες εικόνες που έχουμε απολαύσει στο πανί, όπως αυτές του Φελίνι, των αδελφών Ταβιάνι και του Μπενίνι, ο Piovani κατάφερε να σταθεί αντάξιος συνομιλητής τους, ενισχύοντας την οπτική απόλαυση με την ακουστική. Αν και ο ίδιος αναφέρει πως κάθε ταινία έχει τη δική της προσωπικότητα και πρέπει επομένως να παραμερίζεις τις φιλοδοξίες σου όταν συνθέτεις ένα σάουντρακ και να ταυτίζεσαι μαζί της, οι μουσικές του τελικά καταφέρνουν να λάμπουν μέσα από τη δική τους αυτοτελή προσωπικότητα. Κι εκεί που αποτυγχάνουν τα περισσότερα σάουντρακ, δηλαδή στην αυτοτέλεια, εκεί ακριβώς ο Piovani επιβεβαιώνει τη συνθετική του δεινότητα –αν βέβαια πιστεύει κάποιος στην αυτοτέλεια της μουσικής για τον κινηματογράφο.
Έχοντας κάτω από τη μπαγκέτα του το σφιχτοδεμένο και πρόθυμο να τον ακολουθήσει σε κάθε κίνησή του 50μελές σώμα της Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ, αλλά και την αισθησιακή φωνή της Έλλης Πασπαλά, μας χάρισε 100 λεπτά κινηματογραφικής μαγείας, στα οποία συνέβαλαν και οι ονειρικές εικόνες από το φωτογραφικό υλικό των ταινιών που προβάλλονταν στη γιγαντοοθόνη του Μεγάρου. Κάνοντας ένα πέρασμα από τις γνωστότερες ταινίες που έντυσε με τη μουσική του, μας μετέφερε στο Kaos (1984, αδερφοί Ταβιάνι) και στα έντονα φορτισμένα “La Giara” και “Requiem” και στο χατζιδακικό “Mal Di Luna” (“Moonsickness”), που με φόντο τις μεσογειακές θάλασσες της γιγαντοοθόνης ερμήνευσε ιδανικά η Πασπαλά. Κι από εκεί στο La Notte Di San Lorenzo (1982, αδερφοί Ταβιάνι), στο Good Morning Babylon (1987, αδερφοί Ταβιάνι) και στο υπέροχο La Vita E Bella (1997, Μπενίνι) –το οποίο του χάρισε και το Όσκαρ πρωτότυπης μουσικής– καθώς και σε μια ανέλπιστα ωραία εκτέλεση του ομώνυμου τραγουδιού, ξανά από την Πασπαλά. Οι εικόνες του Φελίνι στο La Voce Della Luna (1990) κινήθηκαν στο πανί με φόντο έναν γαλήνιο διάλογο των εξαιρετικών ξύλινων πνευστών της ορχήστρας, ενώ το Ginger E Fred (1986, Φελίνι) μας μετέφερε σε νεοϋορκέζικη ατμόσφαιρα μέσω των σολιστικών μελωδιών του πιάνου και της τρομπέτας.
Ενδεικτικό του συγκινησιακού κλίματος της βραδιάς ήταν τόσο η ανταπόκριση του κοινού, όσο και η δήλωση συμπαράστασης του Piovani, ο οποίος δεν έκρυψε τη χαρά του για την παρουσία του στην Αθήνα και ευχήθηκε να ζήσουμε σύντομα πιο όμορφες στιγμές, όπως αυτές που προσπάθησε για μία ώρα να μας μεταδώσει με τη μουσική του. Γιατί, όσο κι αν οι καταστάσεις μας κάνουν να το ξεχνάμε, η ζωή είναι ωραία!
{youtube}-8AG-t-9lek{/youtube}