Την Παρασκευή το βράδυ ο μικρός δρόμος έξω από το 6 D.O.G.S. ήταν γεμάτος κόσμο. Μπαίνοντας μέσα καταλάβαινες πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι μάλλον είχαν προτιμήσει να απολαύσουν ένα κοκτέιλ στην αυλή του πολυχώρου, αφού το συναυλιακό παράρτημα ήταν μισοάδειο. Σε χαλαρούς ρυθμούς λοιπόν και με μια μαύρη μπύρα ανά χείρας, αναμέναμε την έναρξη της συναυλίας του Victor Ferreira ή απλά Sun Glitters.
Εντός ολίγου, η τζαμένια πρόσοψη του μπαρ άρχισε να τρίζει επικίνδυνα υπό την πίεση μπάσων συχνοτήτων. Ο Melorman είχε μόλις ξεκινήσει το support σετ του. Το σκηνικό στο 6 D.O.G.S. σε έβαζε γρήγορα στο κλίμα ενός ηλεκτρονικού live: το παραλληλόγραμμο τραπέζι κάλυπτε κατά μήκος όλη τη σκηνή και ήταν πιασμένο με γάντζους από την οροφή. Η ελαφριά αιώρησή του το έκανε να μοιάζει με μια διαστημική κούνια-μπέλα, μιας και πάνω του ήταν αραδιασμένα samplers, υπολογιστές και μίκτες, με τα φωτάκια και τα κουμπάκια να περισσεύουν. Ο Melorman παρουσίασε ένα πολύ ενδιαφέρον down-tempo σετ, με δυνατά μπάσα και καλοδουλεμένα beats, αλλά κυρίως όμορφες, γλυκόπικρες μελωδίες. Η προσέγγιση των μελωδικών του μοτίβων μου θύμισε αρκετά εκείνη του Tonepoem στο Abandoned Amusements. Οι ατάκες δε των ήχων του είχαν ψαλιδιστεί όσο έπρεπε για να δημιουργήσουν ένα αιθέριο αποτέλεσμα, το οποίο μπορούσε να κάνει το μυαλό σου να «τρέξει» για λίγο.
Το σετ του Melorman αποτέλεσε εν τέλει ένα πολύ καλό ζέσταμα για τη συνέχεια. Στο μεταξύ, η μετακίνηση του κόσμου προς τη σκηνή και η προσθήκη κάποιων ακόμα στο κοινό, μετέτρεψε το 6 D.O.G.S. σε έναν χώρο μισογεμάτο και τις συνθήκες σε ιδανικές για την παρακολούθηση μιας συναυλίας.
Ο Sun Glitters ανέβηκε λίγο μετά στη σκηνή και φρόντισε να μεριμνήσει για τη δημιουργία ατμόσφαιρας, ανάβοντας λαμπάκια λευκού φωτός πάνω στο αιωρούμενο τραπέζι. Πίσω του, ο προτζέκτορας διηγούταν κι αυτός μικρές ιστορίες με πρωταγωνιστές τα θολά πρόσωπα των κοριτσιών του Victor Ferreira, τα οποία γνωρίσαμε από τα εξώφυλλα των δίσκων του. Πραγματικός πρωταγωνιστής, όμως, ήταν ο ίδιος και η μουσική του. Το σετ του παρουσιάστηκε χωρίς διακοπές και κατάφερε να μην κουράσει ούτε στο ελάχιστο, αφού η ενέργειά του επικρατούσε στον χώρο και παρακινούσε τα σώματα μα και τα χαμόγελα των ανθρώπων. Ο Sun Glitters πραγματικά το ευχαριστιόταν κι εσύ ευχαριστιόσουν να τον βλέπεις.
Η μετάβαση από το ένα κομμάτι στο άλλο ήταν ένα στοίχημα που κερδήθηκε τόσο στο τεχνικό, όσο και στο αισθητικό του μέρος. Δεν είναι εύκολο να παίζεις ασταμάτητα επί μιάμιση περίπου ώρα, αφού πάντα υπάρχει ο φόβος της κοιλιάς στο σετ, που θα κάνει τον κόσμο να στρέψει το βλέμμα και την ακοή του προς άλλη κατεύθυνση.
Εργάτης πάνω από το sampler του, ο Sun Glitters τροφοδοτούσε τα ηχεία του 6 D.O.G.S. με βαριές και αργόσυρτες μπασογραμμές και με τύμπανα που ταίριαζαν γάντι στις αιθέριες, θολές μελωδίες του και στα εξίσου θολά, προηχογραφημένα και ορθώς πιτσαρισμένα φωνητικά. Ο παιχνιδίζοντας ρυθμός έμοιαζε συνέχεια να φεύγει από το προφανές κι αυτό λόγω των πετυχημένων kicks που έβγαιναν εκτός χρόνου σε καίρια σημεία, ενώ τα ισχυρά μέρη παρέμεναν, υπενθυμίζοντας το μέτρημα 4/4. Τα κλεισίματα των μουσικών μέτρων μετατρέπονταν κάθε φορά σε ευκαιρίες για επεξεργασία: οι χρονικές και συχνοτικές παρεμβάσεις κυριάρχησαν, με τον Sun Glitters να στρέφει προσωρινά όλη του την προσοχή στα ποτενσιόμετρα του μίκτη του, πριν ξαναγυρίσει στο sampler με ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπο και με την ένταση της κίνησής του να μεγαλώνει.
Ο Λουξεμβούργιος καλλιτέχνης δεν μίλησε πολύ –άφησε τη μουσική του να μιλήσει αντ’ αυτού. Αφού ευχαρίστησε το κοινό και όλους όσους τον βοήθησαν να πραγματοποιήσει την εμφάνισή του στην Αθήνα (ακόμα και τον μπάρμαν για τις μπύρες!) μας καληνύχτισε. Κι έλαβε το χειροκρότημα που αναλογεί σε έναν άνθρωπο με καθαρό βλέμμα, ο οποίος φαίνεται να κάνει αυτό που αγαπά με ταπεινότητα, σκληρή δουλειά και σεβασμό απέναντι του, μα και απέναντι στον εαυτό του και στους γύρω του.
{youtube}k1eQLwges-I{/youtube}