Εννιά παρά η ώρα· τα φώτα χαμηλώνουν. Στη σκηνή εμφανίζεται ο Cafer Nazlibas, στυλώνει το kemane (κάτι ανάμεσα σε λύρα και βιολί) στον αριστερό του μηρό, σκύβει από πάνω του και εκκινεί τη συναυλία με αργόσυρτες δοξαριές. Οι παρευρισκόμενοι στη σχεδόν γεμάτη κεντρική σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών, βυθιζόμαστε στα αναπαυτικά καθίσματά της, αφηνόμαστε στον ευκρινή ήχο και ταυτόχρονα σαν να αποχωρούμε από τη συλλογική σφαίρα, προς μία ιδιότυπα ιδιωτική. Για τις επόμενες δύο ώρες, ελάχιστα θα μπορέσουν πραγματικά να εισχωρήσουν ανάμεσα στην προέκταση των σκέψεων του καθενός και στα επί σκηνής διαδραματιζόμενα.
Να ’μαστε λοιπόν. Ένα ανομοιόμορφο σύνολο ατομικοτήτων, σε μία εκσυγχρονισμένη αναπαράσταση μιας σκονισμένης μουσικής παράδοσης. Έστω και ως παθητικοί δέκτες σε ό,τι άλλοτε έθετε ως προαπαιτούμενο τη διαλογικότητα, τη συμμετοχή –τη συλλογικότητα σε τελευταία ανάλυση. Αυτήκοοι όμως μάρτυρες ενός μυσταγωγικού μουσικού κώδικα, ο οποίος, μπερδεύοντας το σήμερα στο χθες, βάζει εύστοχα στο τραπέζι ζητήματα ταυτότητας και οντολογικούς προβληματισμούς.
Η μουσική του γεννημένου στην Προύσα Mercan Dede είναι διάχυτη από κάτι τέτοια. Εγκατεστημένος για χρόνια στον Καναδά, κοσμοπολίτης παλιάς κοπής, ο Dede είναι εξαιρετικός στο να μπερδεύει τις μουσικές οσμές μιας ηλεκτρονικής Δύσης και μιας μυσταγωγικής Ανατολής –πράγμα αντιληπτό στα ηχογραφήματά του, έκδηλο στη ζωντανή του απεικόνιση. Μέσω των ηλεκτρονικών του κι ενός μπεντίρ (το νέυ το χρησιμοποίησε ελάχιστα), αλλά κυρίως μέσω της φιλικής και οργανωτικής του παρουσίας, καθοδηγεί ένα κουιντέτο από εξαιρετικούς (και νεαρούς) μουσικούς: τον Oray Yay στα κρουστά, τον Cafer Nazlibas στο κεμανέ, τον Burak Melcok στο νέυ, τον Ergun Senlendirici στο κλαρινέτο και τον Tanju Yildiz στον τούρκικο μπαγλαμά (κάτι αντίστοιχο με το σάζι), η καταγωγή των οποίων απλώνεται σε μεγάλο μέρος του πλούσιου φυλετικού μωσαϊκού της γείτονος χώρας.
Τα beats, οι υπόκωφοι βόμβοι, τα προηχογραφημένα σημεία, οι επιβλητικές ατμόσφαιρες και τα λοιπά «treatments» του Dede, έδιναν κατεύθυνση στους παραδοσιακούς δρόμους και το αποτέλεσμα ποίκιλε ανάμεσα σε ελεγειακά ηχοτοπία και σχεδόν διονυσιακές ρυθμικές δονήσεις. Ο λόγος του Τούρκου μουσικού, μολονότι θα μπορούσε κάποιος να τον ψέξει πως ρέπει προς το world παγκοσμιοποιημένο συνονθύλευμα, διαφέρει από τις τρέχουσες νόρμες κατά το εξής σημαντικό: δεν εκφέρεται βεβιασμένος. Έχει μια φυσικότητα η σύνδεση του χθες με το σήμερα κι αυτή η φυσικότητα, μαζί με την ακομπλεξάριστη και πλούσια σε ερείσματα συνδιαλλαγή με την παράδοση, είναι που δίνει στον Dede (και σε ένα μάτσο ακόμη συμπατριώτες του) τις απαραίτητες άμυνες ώστε το Δυτικό πρότυπο να εμφανιστεί ως γόνιμη επιρροή και όχι ως επικυρίαρχος.
Μέσα σ’ όλα, η ορχήστρα δεν αναπαρήγαγε απλώς τις συνθέσεις (οι οποίες διέτρεχαν ένα μεγάλο μέρος της δισκογραφίας του Dede), μα διεύρυνε τις δομές τους ώστε να βρεθεί χώρος για σολιστικές παρεκτροπές ή για ρυθμικά παιχνίδια ερωταπαντήσεων μεταξύ των «κρουστών κονσόλας» του Dede και των φυσικών του Yay –κάτι ανάμεσα σε περκασιονίστα και ταχυδακτυλουργό. Η διαδικασία αναδείκνυε έτσι ένα επιτελεστικά άρτιο σεξτέτο, με δομημένους ρόλους και καλή χημεία.
Κι ως επισφράγιση των μυσταγωγικών προεκτάσεων του όλου πράγματος ή απλώς ως υπενθύμιση ότι επί αιώνες οι διάφορες μορφές τέχνης δεν επικάλυπταν η μία την άλλη μα ήταν μέρος ενός κοινού όλου, σε δύο συνθέσεις που –διόλου τυχαία– εκκίνησε το νέυ, ένας περιστρεφόμενος δερβίσης (ο Ceyhun Varisli) έπαιρνε με αργά και προσεκτικά βήματα τη θέση του στο κέντρο της σκηνής, για να αψηφήσει στροβιλιζόμενος τους φυσικούς νόμους που διέπουν την ευστάθεια.
Η συναυλία της ορχήστρας του Mercan Dede ήταν πλήρης υποσχέσεων. Όταν τελείωσε και το δεύτερο encore, στο οποίο την «ανάγκασε» το ενθουσιασμένο πλήθος, νομίζω πως όλοι φύγαμε με τη σιγουριά ότι οι υποσχέσεις εκπληρώθηκαν στο ακέραιο. Δεν ξέρω αν ο Dede είναι ένα είδος new age σαμάνου. Μετά λόγου γνώσεως, όμως, αναφέρω πως είναι ειλικρινής ως προς τις αναφορές του και κυρίως γνωρίζει πώς να μεταλαμπαδεύει τούτη την ειλικρίνεια επάνω στο σανίδι.
{youtube}FO-2YDOqsj8{/youtube}