Από τότε που πραγματοποίησαν μία από τις καλύτερες εμφανίσεις στην ιστορία του φεστιβάλ του Glastonbury, το 1994, πέρασαν αρκετά χρόνια. Κι από τότε που κυκλοφόρησαν το Levelling The Land, το δεύτερο κι ένα από τα καλύτερα άλμπουμ τους (1991), πέρασαν ακόμη περισσότερα. Για την ακρίβεια, είκοσι. Γιορτάζοντας λοιπόν είκοσι χρόνια από την κυκλοφορία του Levelling The Land, οι Levellers επισκέφθηκαν το Gagarin το Σάββατο το βράδυ και μαζί όλους όσους εναγωνίως περίμεναν από τους Βρετανούς να κάνουν αυτό που ξέρουν να κάνουν καλά: ένα δυνατό live!
Να ’μαι λοιπόν με τη σακαράκα μου έξω από το Gagarin (μιας και το μετρό δεν θα λειτουργούσε μετά τις δέκα το βράδυ) να συγχρονίζομαι με τον Ορέστη Ντάντο, ο οποίος καταλάμβανε εκείνη την ώρα τη σκηνή. Στίχος ελληνικός και μια δεμένη μπάντα να παίζει ένα ποπ/ροκ που άλλοτε γκρούβαρε, άλλοτε ρόκαρε λίγο παραπάνω κι άλλοτε έπεφτε, φτάνοντας κοντά στα μπλουζ. Παρόλα αυτά, τα τραγούδια του Ντάντου δεν κατάφεραν να σηκώσουν τον λιγοστό κόσμο από τα πατώματα του Gagarin. Ο Mark Chadwick και o Jeremy Cunningham υποβοηθούμενος από ένα μπαστούνι –ναι, έχει ακόμα τζίβες!– βρίσκονταν εντωμεταξύ σε διαρκή κίνηση ανάμεσα στον κόσμο και, λίγα τραγούδια αργότερα, η σκηνή ήταν έτοιμη για αυτούς και τους υπόλοιπους Levellers.
Η πλατεία του Gagarin ήταν πλέον μισογεμάτη. O Chadwick κοίταξε για λίγο τον κόσμο, δεν είπε κουβέντα και μπήκε κατευθείαν στο ψητό: «There’s only one way of life and that’s your own!». Στο άκουσμα του “One Way” ο κόσμος άρχισε να τραγουδά και οι Levellers –ξεχνώντας ηλικία, μπαστούνια και καθωσπρεπισμούς– άρχισαν να χοροπηδούν σαν τρελαμένοι έφηβοι, κάνοντας το κοινό να χαμογελά και να χορεύει στον ρυθμό που επέβαλλαν. Η συνέχεια επιφύλασσε τα εξίσου upbeat “The Game” και “Fifteen Years” και το σκηνικό παρέμεινε το ίδιο. Με τις πιο folk μπαλάντες “The Road” και “The Boatman” ο κόσμος ησύχασε για λίγο, η συμμετοχή του όμως παρέμεινε ενεργή.
Τότε ήταν που εμφανίστηκε και ο γνωστός πλέον κλόουν με το ντιτζεριντού του, για ένα σύντομο τζαμάρισμα με το βιολί και τα τύμπανα, παρακινώντας τον κόσμο να ξεσπάσει σε χειροκροτήματα. Οι Sevnik και Cunningham άλλαζαν συνεχώς θέσεις αριστερά και δεξιά της σκηνής, χορεύοντας ασταμάτητα και συμπαρασύροντας τις πρώτες σειρές, όσους από τους παρευρισκομένους είχαν μαζευτεί μπροστά από το κάγκελο. Το Levelling The Land παίχτηκε στο σύνολο του, με τα πιο folk-punk μέρη του –όπως τα “Liberty Song”, “The Riverflow” και “Battle Of The Beanfield”– να αποτελούν τις καλύτερες στιγμές του live, μαζί με τη διασκευή στο “The Devil Went Down To Georgia” του Charlie Daniels.
Κάπου εκεί οι Levellers μας αποχαιρέτισαν, το κοινό στο Gagarin φώναζε για την επιστροφή τους, αντ’ αυτού όμως είδαμε έναν νεαρό από τη διοργάνωση να ανακοινώνει την κλήρωση όπου ένας τυχερός («lucky bastard» κατά τον Chadwick!) θα κέρδιζε μια κιθάρα υπογεγραμμένη από το συγκρότημα. Η κλήρωση έγινε, ο τυχερός κέρδισε, αλλά ο κόσμος συνέχιζε να αδημονεί για encore, οπότε οι Levellers επέστρεψαν, λέγοντάς μας αντίο με τα “Carry Me” και “What A Beautiful Day”.
Τα φώτα άναψαν, μα ο κόσμος δεν έλεγε να φύγει –σαν να περίμενε κάτι ακόμα από τους Βρετανούς κι ας είχαν παίξει σχεδόν μιάμιση ώρα. Προσωπικά, περίμενα κι εγώ να πουν δύο λόγια για την παρούσα πολιτική κατάσταση, λόγω της γνωστής ενασχόλησής τους με τα πολιτικά, όντας πράσινοι αναρχικοί. Αρκέστηκαν όμως σε κάποιες ευχαριστίες και φυσικά στο να κάνουν αυτό για το οποίο ήρθαν: να παίξουν μουσική. Και το έκαναν όντως πολύ καλά. Ο κόσμος που ήρθε να τους ακούσει δεν ήταν πολύς, ίσως και λόγω της σχετικά υψηλής τιμής του εισιτηρίου (28 ευρώ η προπώληση, 33 ευρώ στο ταμείο). Παρόλα αυτά οι Levellers δεν μας απογοήτευσαν. Tο δυνατό live που περιμέναμε έγινε πραγματικότητα και όσοι βρέθηκαν στο Gagarin 205 το Σάββατο το βράδυ, το κατευχαριστήθηκαν!