Αν αναρωτηθεί κάποιος τι δουλειά έχει Έλληνας εν μέσω κρίσης να καλύπτει φεστιβάλ στη Γερμανία, θα έχει απόλυτο δίκιο. Προς υπεράσπισή μου, είχα λάβει την απόφαση να παρευρεθώ στο φετινό Treffen καιρό πριν φτάσουν τα πράγματα στο απροχώρητο. Εκτός αυτού, η μεγαλύτερη συνεύρεση gothic, darkwave, EBM και όλων των σχετικών ειδών μουσικής ήταν φέτος επετειακή: το Treffen έκλεινε 20 χρόνια, εξ’ ου και ο αναμενόμενος πανζουρλισμός!
Προ διετίας σας είχαμε παρουσιάσει μια πρώτη εικόνα για το φεστιβάλ. Στο μεταξύ προστέθηκαν συναυλιακοί χώροι, νέα γραμμή του τραμ για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών, χάρτης στο πρόγραμμα που μοιράζεται κλπ. Σε ένα σημείο η οργάνωση υστερούσε, όμως: Η εναρκτήρια βραδιά της Πέμπτης 9 του μήνα, στην οποία θα συμμετείχαν τα ονόματα που έπαιξαν στο πρώτο Treffen, ανακοινώθηκε αργά, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να έχουμε ήδη κλείσει εισιτήρια/διαμονή και να τη χάσουμε. Η επιλογή των συγκροτημάτων που προτίμησα, όμως, αποδείχθηκε επιτυχής. Ο καιρός βοήθησε επίσης πολύ, δεν έβρεξε σχεδόν καθόλου –σε αντίθεση με την Αθήνα τις αντίστοιχες ημερομηνίες.
Μέρα 1η
Το πάρτυ ξεκίνησε, λοιπόν, επίσημα την Παρασκευή. Πρώτος σταθμός το Agra, προκειμένου να προμηθευτούμε τα διαπιστευτήρια. Και έπειτα, ώρα να αρχίσει ο μαραθώνιος των απανωτών live. Για αρχή βρέθηκα στη μεγάλη σκηνή του Παγανιστικού Χωριού, για τους νεοφολκάδες Neun Welten. Θα μπορούσαν να είχαν ακουστεί πολύ καλύτερα, διότι έχουν ωραίο στήσιμο και ενδιαφέρουσες συνθέσεις. Ωστόσο ο ήχος τους ήταν επιεικώς χάλια και τα τραγούδια μόλις αναγνωρίζονταν, ο δε κόσμος προτιμούσε να αράζει ξάπλα στο γρασίδι και να πίνει/τρώει –καπνιστοί γίναμε από την τσίκνα των οβελιστηρίων του χώρου, δεν θα παραπονεθώ όμως για τη μυρωδιά των παραδοσιακών ουγγρικών langos, γιατί ομολογώ μου είχαν λείψει.
Αποχωρώντας με κατεύθυνση τη μεγάλη αίθουσα του γειτονικού Agra, σειρά είχαν οι 18 Summers (ό,τι έχει απομείνει από τους Silke Bischoff). Ενώ οι μελωδίες είχαν καλή δυναμική, ο ίδιος ο Felix Flaucher δεν έκανε καμία προσπάθεια να αποκτήσει σκηνική παρουσία ή να κρατήσει την προσοχή του κόσμου. Αντ’ αυτού, είχε ρίξει όλο το βάρος στην ημίγυμνη (δηλαδή με ολόσωμο –πάλι καλά– μαγιό) κοπελιά στα synths, η οποία και χωρίς να της είχε ζητηθεί θα τραβούσε τα βλέμματα. Έκλεισαν με το “On The Other Side”, το οποίο, παρά τη φλατ ερμηνεία, χαίρομαι που έχω ακούσει ζωντανά.
Χωρίς να αποφύγω την καθυστέρηση, τίμησα τον κύριο Matt Howden ως Sieben στο Centraltheater (πρώην Schauspielhaus). Το θέατρο είχε γεμίσει τελείως, ακόμα και οι θέσεις ορθίων είχαν καλυφθεί. H παράσταση που έδωσε ο Howden, καθότι σε θέατρο και μονάχος στη σκηνή με ένα βιολί, ήταν αντάξια εκείνης που είχα δει στην Αθήνα πριν χρόνια. Η τεχνική του: χρησιμοποιεί ένα σύστημα επιτόπιας ηχογράφησης, με την οποία χτίζει το κομμάτι πάνω σε λούπες από ό,τι έχει μόλις καταγράψει, αλλά και παράγει ήχους κρούοντας το βιολί ή τραγουδώντας από μέσα του. Ανυπέρβλητος μες στη λιτότητά του, διασκεύασε Joy Division (το “Transmission”) και μας παρουσίασε άσματα από τη νέα του δουλειά, εισπράττοντας ζωηρά χειροκροτήματα.
Θα έμενα για κάμποσο ακόμα στο Κεντρικό Θέατρο της Λειψίας. Επόμενοι στο πρόγραμμα ήταν, λοιπόν, οι Black Tape For A Blue Girl. Οι οποίοι, όπως μας αποκάλυψαν ημιπαραπονεμένα, είχαν πετάξει από τις Η.Π.Α. χωρίς τα όργανά τους και δανείστηκαν άλλων, με αποτέλεσμα να γίνουν σε 2-3 σημεία λάθη. Κατά τ’ άλλα πολύ ενδιαφέροντες επί σκηνής, το κάθε μέλος με δικό του στυλ και αντιδράσεις. Δυο ανδρικές μορφές –η μία σοβαρή, σχεδόν θλιμμένη, πίσω απ’ τα πλήκτρα, η άλλη θεατρική, φορώντας μάσκα– ενώ η κοπελιά με την ηλεκτρική κιθάρα έκανε διαρκώς επιτηδευμένες κινήσεις και προσπαθούσε να ξεσηκώσει (δώρον άδωρον σε έναν χώρο με καθισμένους). Έπαιξαν και υλικό από την αρχική τους σύνθεση, μα τις καλύτερες στιγμές αποτέλεσαν σίγουρα το “All My Lovers” και η διασκευή του “Rock ‘n’ Roll Suicide” από David Bowie.
Επιστροφή στο Agra για το καθιερωμένο και προβλέψιμα καλό live των Deine Lakaien. Γεμάτη πέρα ως πέρα η αίθουσα, με τον ήχο δυστυχώς να διαχέεται ελαττωματικά προς τα πίσω. Μπροστά, όμως, μπορούσε να απολαύσει κανείς τον Veljanov στα κέφια του, σε μια αξιοπρεπέστατη εμφάνιση. Υπήρξαν αντικαταστάτες στο line-up αντί για ολόκληρη τη live μπάντα, μα δεν είχε σημασία, καθώς η ζωντανή ενορχήστρωση μόνο καλό κάνει στις συνθέσεις των Lakaien. Ακούσαμε επιλογές από τον νέο τους δίσκο, καθώς και τα extended-πειραγμένα mixes των παλιών αγαπημένων, σε ένα αναμενόμενο αλλά εγγυημένο σετ –στο οποίο, φυσικά, φύλαξαν το “Love Me To The End” για το τέλος.
Μέρα 2η
Το Σάββατο δεν περιλάμβανε πολλές μετακινήσεις (εκτός από μια εκδρομή στην όμορφη Δρέσδη). Θα περνούσα πολλές ώρες στο Werk II, όπου βρέθηκα νωρίς το απόγευμα στην πρώτη σειρά και δεν είχα σκοπό να ξεκουνηθώ από εκεί ούτε με οβίδες, παρά τις απόπειρες του –κατά κανόνα ψηλότερου– περίγυρου να με εκτοπίσει, εφόσον ο χώρος είναι έτσι χτισμένος ώστε να βλέπουν καλά μόνο οι μπροστινοί.
Πρώτο συγκρότημα που πρόλαβα ήταν οι Castrati, Γάλλοι deathrockers που ανακοινώθηκαν κυριολεκτικά τελευταία στιγμή. Ντυμένοι με γυναικεία ρούχα ή αξεσουάρ (μάλλον επηρεασμένοι από τους Cinema Strange, επηρεασμένους από τους Christian Death;), έπαιξαν δυναμικά, με απίστευτη ενέργεια από τον –τελείως ψυχάκια– τραγουδιστή, ο οποίος έβγαλε τη μπλούζα και κυλιόταν στο πάτωμα και χτυπιόταν σαν δαιμονισμένος ή/και σπαστικός. Αυτή του ίσως η ερμηνεία συνιστούσε το μόνο στοιχείο διαφοροποίησης από τους υπόλοιπους του είδους. Ένα συν για την καλή προφορά στα Αγγλικά, Γάλλος γαρ.
Έπειτα βγήκαν οι Σλοβάκοι Last Days Of Jesus, οι οποίοι συνέχισαν την παράδοση της τεταμένης και δυναμικής σκηνικής παρουσίας. Βοηθούσε και η ακουστική, σαφώς, η οποία αυτήν τη βραδιά ήταν καλύτερη από όσες φορές έχω βρεθεί στο Werk II. Ο τραγουδιστής, MaryO, με πορτοκαλί στολή φυλακισμένου και έντονες κινήσεις, ζωήρεψε για μια ώρα όχι μόνο το κοινό αλλά και τους συνεργάτες του, μέσα σε ένα εκρηκτικό batcave σετ, με highlight το “Every Day Is Halloween”.
Κάπου εδώ η σκηνή άδειασε και σε λίγα λεπτά εμφανίστηκε μια ανδρική παρουσία με μπλουζάκι παραλλαγής και βερμούδα, μαλλιά ημι-ράστα, κόκκινο κραγιόν, ξυρισμένα πόδια και... γυναικείο μποτάκι στιλέτο! Δεν ήταν άλλος από τον Lucas Lanthier των Cinema Strange, ο οποίος, ναι, γενικά ντύνεται έτσι (και πραγματικά απορώ πώς περπατάει το τακούνι καλύτερα από γυναίκα). Επευφημίες άρχισαν να εκτοξεύονται από διάφορα σημεία του κοινού, ενώ ο Lanthier έστηνε μια... πλαστική βαρκούλα στη σκηνή, στην οποία προσκάλεσε τρία άτομα να έρθουν να θρονιαστούν. Σε λίγο έκανε είσοδο ο μπασίστας, Daniel Ribiat, ντυμένος σαν deathrock Ινδιάνος, και ο αδερφός του, Michael, με κοστούμι και γενειάδα. Δεν έχω λόγια για το live, θα αποπειραθώ όμως να συνοψίσω: παθιασμένες, πωρωμένες θεατρικές υποδύσεις των χαρακτήρων από τη φαντασία του Lanthier, οπτική επαφή με διεστραμμένα βλέμματα από τον ίδιο και τον μπασίστα, άγριες κιθάρες, και δυο εκπλήξεις: guest συμμετοχή από τον Frank Vollmann (Frank The Baptist, με τον οποίο ο Lanthier έχει σχηματίσει το Dirty Weather Project, ένα συνδυασμό διασκευών με stand-up comedy), ντουέτα σε ναυτικούς σκοπούς και διάλογοι με τον προαναφερθέντα και τους καθισμένους στη βαρκούλα ανάμεσα στα άσματα των Cinema. Μα και δεύτερη guest συμμετοχή, από τη Monica Richards των Faith And The Muse, η οποία βγήκε με casual ντύσιμο και τραγούδησε α καπέλα! Και μετά το τέλος των 80 λεπτών που είχαν στη διάθεσή τους, το χάος...
Έπρεπε να προσγειωθώ απότομα και να φύγω αμέσως για να προλάβω τους Faun, μα μια απαράδεκτη καθυστέρηση στην έξοδο βεβαίωσε την αργοπορία μου στο Παγανιστικό Χωριό, με αποτέλεσμα να τους χάσω σχεδόν τελείως εκτός από τα encores, που τα παρακολούθησα από μακριά. Κρίμα, γιατί ακούγονταν εξαιρετικά και έμαθα επίσης πως έφεραν για guest τον Matt Howden.
Ακολούθησε ένα πέρασμα από την Absintherie Sixtina, όπου βρήκαμε μια κοπέλα να απαγγέλλει ποίηση, που δυστυχώς κανείς δεν πρόσεχε, κι έπειτα, περνώντας από το πάρτυ στο Dark Flower, πετύχαμε τον Sven Friedrich (Dreadful Shadows, Zeraphine) να κουβεντιάζει με φανς...
Μέρα 3η
Μια Κυριακή η οποία ξεκινά με μουσείο, όπου πετυχαίνεις τον Eskil Simonsson (Covenant), δεν είναι και ό,τι πιο συνηθισμένο. Και μετά πάλι τρέξιμο προς το Centraltheater, καθώς εκεί θα έπαιζαν οι Ισπανοί Trobar De Morte. Όμορφες αιθέριες παρουσίες, παραδοσιακή νεοκλασική μουσική, πολλά όργανα, ωραίες φωνές. Και πάνω απ’ όλα σωστό δέσιμο μεταξύ των μελών. Μια ανακοίνωση στο θέατρο έλεγε ότι είχαν ακυρωθεί οι Love Is Colder Than Death λόγω ασθένειας, το οποίο ήταν μεν λυπηρό, αλλά τουλάχιστον στάθηκε λύση σε άλλο ένα δίλημμα.
Και ύστερα ξανά τρέξιμο, αυτήν τη φορά προς το Anker όπου θα εμφανίζονταν οι «δικοί μας» Mani Deum, οι μοναδικοί Έλληνες στο φετινό line-up. Το εμφανές άγχος των παιδιών ανταμείφθηκε με το παραπάνω, καθώς έτυχαν πολύ θερμής υποδοχής από το ακροατήριο, εξασφαλίζοντας χειροκροτήματα, χορό και sold out merch –έπαιξαν πολύ καλά, άλλωστε, και ήταν ενδιαφέρον το πώς είχαν αλλάξει και εμπλουτίσει τις εκτελέσεις κάποιων κομματιών τους.
Αμέσως μετά, κάτι πρωτότυπο: τρέξιμο! Προς τη Schaubuehne Lindenfels τώρα, έναν καινούργιο και πολύ καλαίσθητο χώρο, στον οποίο εμφανίστηκαν οι Sophia μαζί στη σκηνή με τους Karjalan Sissit. Σε μια κάπως αποπνικτική ατμόσφαιρα, το live αυτό ήταν πολύ τεταμένο: κάτι ανάμεσα σε martial industrial και dark ambient με μη συμβατικούς ήχους από βαρέλια και ασυνήθιστα κρουστά, ο τραγουδιστής Markus Pesonen σε μια απόκοσμη κατάσταση να βρυχάται και να ωρύεται σα να μην υπάρχει αύριο, ένα σωρό μπύρες αραδιασμένες μπροστά στα δυο ντουέτα, οι οποίες στο τέλος είχαν αδειάσει.
Επιστροφή στο θέατρο για να ηρεμήσουν τα πνεύματα με μια εντυπωσιακή performance σε παγανιστικά-tribal μοτίβα. Μιλάμε φυσικά για το προσωπικό project της Monica Richards, το οποίο έχει ονομάσει InfraWarrior. Μια χορεύτρια με ανατολίτικο ντύσιμο και φλεγόμενους πυρσούς στα χέρια προετοίμασε το έδαφος για την εμφάνιση της Richards. Στη συνέχεια οι δυο γυναίκες θα πρωταγωνιστούσαν μαζί σε ένα ανεπανάληπτο σόου με φωτιές, αναπαραστάσεις με κλαδιά, πλοία, κεριά, υπνωτιστικές μελωδίες και φωνητικά, παράλληλες προβολές ταινιών μικρού μήκους, καθώς και guest μουσικούς. Πρώτη έκπληξη, ο Lustmord (ο οποίος έχει συμμετάσχει και στο πρώτο InfraWarrior άλμπουμ), σε μια εναλλακτική εκδοχή του “Reine La Belle” των Faith And The Muse –το άκουσα για δεύτερη φορά φέτος, η πρώτη ήταν στους Cinema Strange. Εκ των οποίων ο Lucas Lanthier ήρθε ως δεύτερη έκπληξη, για να παίξει μπάσο στο “Armistice”. Οι μακρόσυρτες εκτελέσεις των προσωπικών τραγουδιών της Richards και κάποιων από Faith And The Muse, χωρισμένες σε μέρη, όπως σε θεατρική παράσταση, συνέστησαν ένα –όπως μας είπε η ίδια– πειραματικό σόου, το οποίο τη βεβαίωσε ο Ronny Moorings των Clan Of Xymox μέσα από τους θεατές ότι ακούγεται περίφημα.
Μέρα 4η
Η συναυλιακή μέρα ξεκίνησε στο Pantheon (πρώην Volkspalast) με τους Aun, ένα dark ambient δίδυμο με τους υπολογιστές του. Σε μερικά κομμάτια αφήσαμε την αίθουσα Kantine για να πιάσουμε θέση δίπλα, όπου έπαιζε άλλο ένα συγκρότημα-εγγύηση: οι In The Nursery. Αργοπορημένα, όπως φάνηκε, καθώς οι πιστοί οπαδοί τους είχαν ήδη γεμίσει την εντυπωσιακή μεν, δυσλειτουργική δε Kuppelhalle και η οπτική μας περιοριζόταν έτσι από τις κολώνες εκατέρωθεν του χώρου –αν δεν είσαι μπροστά, μπορεί και να βλέπεις μόνο ένα μέλος της μπάντας... Στην προκειμένη είναι κρίμα να χάνει κανείς τη θέα των μεγάλων τύμπανων, βασικών για την επιβλητική διάσταση του σόου. Με λίγη προσπάθεια καταφέραμε πάντως να έχουμε θέα όλης της σκηνής και να ευχαριστηθούμε ακόμα ένα δυνατό live. Το υλικό από το νέο άλμπουμ ακούγεται πάρα πολύ καλά, ενώ η χημεία μεταξύ των μελών της μπάντας παραμένει αξιοπρόσεκτη.
Λίγο αργότερα, σε ένα κοντινό κτίριο του παλιού εκθεσιακού χώρου, είδαμε λίγο τους Plastic Noise Experience σε ένα δυναμικό ΕΒΜ σετάκι με προβολές και καλές σκηνικές παρουσίες, αλλά λίγο αταίριαστο με την ώρα και με την αίθουσα. Ύστερα στήσιμο στην ουρά έξω από το Centraltheater για Estampie, τo καθαρά μεσαιωνικό συγκρότημα της frontwoman των QNTAL. Ένα πολυμελές σύνολο επί σκηνής, με πολύχρωμες ενδυμασίες εποχής και παραδοσιακά όργανα, διηγούνταν εύθυμα ιστορίες και μύθους και ακολούθως τις μετέτρεπε σε μουσική. Η φωνή της Syrah ξεχώριζε όπως πάντα, μα έχει προστεθεί πλέον και δεύτερη τραγουδίστρια, η νεαρή σοπράνο Sarah M. Newman –η οποία πάλευε να μην της ξεφύγει τίποτα και είχε καταϊδρώσει επιδεικνύοντας τις φωνητικές της ικανότητες. Γενικά το σχήμα ήταν πολύ συγχρονισμένο και είχε άριστη απόδοση, αν και ήταν σαφώς πιο «πανηγυρτζήδες» και λιγότερο σκοτεινοί από τους QNTAL, αλλά και από τους δίσκους τους.
H βραδιά αλλά και το φεστιβάλ έκλεισε για μένα με μια περιπετειώδη άφιξη πίσω στο εκθεσιακό κέντρο και στους Nitzer Ebb. Ο Douglas McCarthy, κοστουμαρισμένος, έλιωνε στον ιδρώτα επενδύοντας όλη την ενέργειά του στο best of σετάκι που ακούσαμε, στο οποίο παρεμβάλλονταν και κομμάτια του τελευταίου δίσκου. Ο ήχος ήταν άρτιος και η αποδόσεις καλές, αλλά δυστυχώς κάπου έγινε «κοιλιά» και πολύς κόσμος πηγαινοερχόταν συνεχώς μέσα-έξω. Κάμποσοι κατέφθαναν και αργοπορημένοι, οπότε το κοινό εναλλασσόταν, σε κάθε περίπτωση όμως έπεσε πολύς χορός. Και με το κλασικό “Join In The Chant” ήρθε σε πέρας το εξουθενωτικό και εκτονωτικό τετραήμερο του Treffen. H επάνοδος στα γήινα στάθηκε δυσκολότερη από ποτέ. Ως την επόμενη φορά...