Τις ιδιοτυπίες του χώρου όπου τελέσθηκε το Ejekt ίσως τις έχετε διαβάσει ήδη από τις σχετικές κριτικές, εγώ να προσθέσω απλώς ότι οι διάφορες τέμνουσες ευθείες και προοπτικές του χώρου τον κάνουν πραγματικά εύρυθμο στο μάτι –ειδικότερα μάλιστα αν ανέβεις στις εξέδρες, που είχαν στηθεί (εκτάκτως αυτήν τη φορά) αριστερά της σκηνής. Η αλήθεια είναι ότι το βάθος του χώρου προς τα πίσω δίνει τη δυνατότητα ξεκούρασης, ειδικότερα από τη στιγμή που κυριαρχεί και το υγρό στοιχείο (δεν λέγεται άδικα Πλατεία Νερού). Υπάρχει βέβαια το πλην της σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν κάλυψης του εδάφους με μπετόν και η έλλειψη κάποιων τουλάχιστον καθισμάτων. Να συμπληρώσω επίσης ότι, αντίθετα με το Ejekt, εδώ δεν υπήρχαν καθόλου οθόνες δεξιά κι αριστερά της σκηνής –κι αυτό λογίζεται στα αρνητικά για όσους στέκονται μακριά, σε μία μη αμφιθεατρική αλλά και μακροσκελή αρένα. Αυτά με τα αρχιτεκτονικά. Προχωράμε στα ηχοδρομικά, που αν μη τι άλλο απεδείχθησαν πιο ενδιαφέροντα απ’ ότι περιμέναμε. Όχι πως ήταν ασήμαντο το όποιο όνομα της ημέρας, αλλά η τελική σούμα ήταν μεγαλύτερης θετικής απόχρωσης από το αναμενόμενο…

Karma Violens

Οι Karma Violens, οι οποίοι άνοιξαν στις 17+12 λεπτά, ήταν εκ της συμβάσεως η μοναδική μπάντα του ακραίου ήχου στο φεστιβάλ. Το μπρουτάλ αμάλγαμά τους από διάφορες ροπές του μεταλλικού ιδιώματος έχει ενδιαφέρον –αν και ομολογώ ότι μόνο το πρωτόλειο Katara έχω παρακολουθήσει δισκογραφικώς από τη μπάντα. Τα συν τους είναι ότι διαθέτουν μια αληθινή ντιζελομηχανή στον χώρο της ρυθμικότητας –ειδικότερα ο μπασίστας τους ήταν απολαυστικός στη στιβαρότητά του– καθώς και η επέμβαση της δεξιάς κιθάρας στις ενορχηστρώσεις, επέμβαση που αναλαμβάνει να χρωματίζει με πινελιές τον βόρβορο που ξεχύνεται από την άλλη εξάχορδη. Το λαρύγγι του τραγουδιστή τους πάλι έχει όχι μόνο δύναμη, αλλά και δυνατότητα χρωματισμών σε έναν κατεξοχήν ανελαστικό για τη φωνή χώρο. Το μόνο που θα έπρεπε να προσέξει ίσως είναι οι ανάσες του, διότι πολύ εμφανώς ακούστηκε στο μεσοδιάστημα μεταξύ του 2ου και 3ου τραγουδιού να λαχανιάζει –αλλά αυτά είναι ζητήματα που λύνονται από την πείρα και τούτοι εδώ, αν κινηθούν σωστά, έχουν τον χρόνο να αποκτήσουν μεγαλύτερη. Η μπάντα απέδωσε πολύ σωστά το εκκωφαντικό υλικό της ακόμα και όταν σε σημεία ο ήχος πρόδιδε την προσπάθειά τους. Ωστόσο, αντί να μας περιλούσουν με τη μαύρη δυσωδία των συνθέσεών τους, οι Karma Violens έφαγαν μεγάλο μέρος του σετ τους με το να γιορτάζουν το ότι βρίσκονταν πάνω στη σκηνή του φεστιβάλ. Δεκτές οι παροτρύνσεις για mosh, αλλά δεν μπορεί να είναι το ζητούμενο της μπάντας από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησαν να παίζουν. Πολύ σωστά ευχαρίστησαν τον κόσμο που στάθηκε στο λιοπύρι για χάρη τους (είχε σχηματιστεί ένας πυρήνας από 350+ άτομα, τα οποία κονταροχτυπιόντουσαν για πάρτη τους έμπροσθεν της σκηνής, ενώ την ίδια στιγμή οι υπόλοιποι 500 περίπου που είχαν έρθει από νωρίς είχαν ακροβολιστεί στα όποια σκιερά σημεία της αρένας), αλλά το να πετάς πένες και μπαγκέτες στο τέλος πηγαίνει λίγο πιο πέρα από το χαβαλεδιάρικο του πράγματος. Πάντως τη δύναμη την έχουν, χωρίς καμία αμφιβολία.

Karmaviolens_1

Firewind

Τους Firewind του μεγάλου αστέρα μας Gus G δεν τους είχα ξαναδεί ζωντανά και είχα την περιέργεια –παρότι από τα δισκογραφήματά τους το μείγμα power και classic metal δεν με άγγιζε. Έχω λοιπόν να καταθέσω ότι παρακολουθώντας αυτούς τους ανθρώπους δεν βλέπεις μόνο μια καλοστημένη μπάντα και πέντε επαγγελματίες μουσικούς. Προσωπικά με κέρδισαν –και όχι εξ’ αιτίας του ότι πρόκειται για ένα γκρουπ οδηγούμενο από έναν άριστο κιθαρίστα, αλλά επειδή, διάολε, έχουν τσαγανό. Στημένοι σωστά κινησιολογικώς, με τον Gus G. να έχει έναν χαρακτηριστικό και ιδιόρρυθμο χοροπηδητό βηματισμό (τον οποίον μόνο ως χαριτωμένο μπορείς να τον βρεις, είναι πολύ έξυπνος τρόπος να μετακινείσαι πάνω στη σκηνή αποφεύγοντας τις λεγόμενες νεκρές/αμήχανες στιγμές του σώματος), με έναν ξεσηκωτικό Apollo Papathanasio στα φωνητικά κι έναν άριστα τοποθετημένο στη μίξη Bob Katsionis (ήταν και το πλέον σωστό ηχητικό σημείο τους, μιας και υπήρχαν ολοφάνερα ζητήματα ήχου στο σετ τους), οι Firewind κατάφεραν να παρουσιάσουν ένα σόου που κέρδισε τις εντυπώσεις για την ευθύτητα και τη σοβαρότητα του. Μιας και πρώτη φορά έβλεπα μάλιστα τον Gus G. ζωντανά δεν μπορώ παρά να πλέξω το εγκώμιό του: σαρωτικός μεν με κβαντομηχανική ακρίβεια όταν έπαιζε εισαγωγικό ριφ, εκτυφλωτικός δε στα σόλο του, ακόμα και για μένα που η ταχύτητα δεν είναι του γούστου μου. Για μισό νανοδευτερόλεπτο έκανε ένα ανεπαίσθητο λαθάκι (κυριολεκτικό το υποκοριστικό), για το υπόλοιπο όμως της εμφάνισής του ο άνθρωπος ήταν χάρμα να τον ακούς και χάρμα επίσης να παρακολουθείς τις κινήσεις του στην ταστιέρα. Μπράβο.

Firewind_2

Opeth

Θα μου πείτε τώρα το κλασικό, φαντάζομαι: Opeth και φως γίνεται; Ε, ναι, θα πω. Opeth και προβλήματα ήχου, όμως, δεν γίνεται. Και από αυτά είχαν καντάρια ζητήματα οι Σουηδοί στην Πλατεία Νερού. Από τις μη σωστά ζυγοσταθμισμένες κιθάρες μέχρι και τα εξαφανισμένα κρουστά, που δίνουν πάντα την άλλη γεύση στη μουσική τους. Και δεν υπάρχει όπως είπα το ζήτημα του φωτός διότι τους έχουμε ξαναδεί με φως τους κυρίους και ήταν άψογοι. Ναι, δεν ήταν αυτός ο σίφουνας άλλων εμφανίσεών τους, αλλά σιγά-σιγά κι ενώ προχωράει το σετ, η γλυκύτητα του Åkerfeldt ως ανθρώπου σε κερδίζει: είναι από τους πιο ζεστούς και ώριμους ανθρώπους πίσω από το μικρόφωνο. Ξέρω βέβαια ότι οι ορκισμένοι οπαδοί της μπάντας πικραίνονται που δεν ακούνε πια πολλά μπρουτάλ φωνητικά από τον ηγήτορα, είναι ωστόσο φανερό ότι οι κατευθύνσεις του ανθρώπου αυτού είναι πλέον άλλες. Και είναι αυτή η ιδιοτυπία των Opeth η οποία τους κάνει να ξεχωρίζουν ως αδάμαντες στον κόσμο του μέταλ –και εκείνη που σε κερδίζει ακόμα και σε εμφανίσεις όπως αυτή της Τρίτης, ιδίως όταν ακούς τις ντελικάτες ενορχηστρώσεις του “Lotus Eater”. Είναι επίσης η προαναφερθείσα ζεστασιά του Åkerfeldt που ωθεί σε κινήσεις όπως αυτή της προσφοράς ενός μικρού βάζου με ελιές, το οποίο του δόθηκε από τις πρώτες σειρές του κοινού. Μπορεί να μην ήταν μια κορυφαία εμφάνιση, είχε όμως μια σπάνια ανθρώπινη χροιά.

Opeth_1

 

Whitesnake

Η είσοδος των Whitesnake στη σκηνή έγινε σε ένα πολύ ταιριαστό μαζί τους γύρισμα του ρολογιού, καθώς ο ήλιος έχανε τις τελευταίες του ακτίνες και το σκοτάδι ερχόταν. Οι υποστηρικτές των Φιδιών είναι πολλοί στην Ελλάδα –το έβλεπες και από τα δεκάδες μπλουζάκια με τη χαρακτηριστική στάμπα– εντούτοις κανείς δεν ήξερε αν τελικά θα παρακολουθούσαμε πύθωνες ή φιδέμπορες. Η αλήθεια; Κάπου στη μέση κινηθήκαμε... Ανώτερη η παρέα του Coverdale από τη διεκπεραιωτική βραδιά στο Καραϊσκάκη πριν μερικά χρόνια, κατώτερη από την όμορφη βραδιά στο Λυκαβηττό μερικά ακόμα χρόνια πιο πριν. Πάμε λοιπόν από τα κακά της εμφάνισης για να τελειώσουμε με τα όμορφα –μιας και δεν κρύβουμε ότι κι εμείς ανήκουμε στους θιασώτες της μπάντας.

Κατευθείαν σε κάτι που, για τον όποιο ψύχραιμο οπαδό του όποιου συγκροτήματος, αποτελεί πια νόμο, που πρέπει να περάσει στο άτυπο σύνταγμα της κάθε ροκ εμφάνισης: σταματήστε τα σόλο στα ντραμς! Πρώτον επειδή έχουμε δει πια πολλά συγκροτήματα και δεν μας εντυπωσιάζει κάτι τέτοιο, δεύτερον γιατί κράτησε πολλή ώρα. Καταλαβαίνω ότι χρειάζεται ξεκούραση το λαρύγγι του Coverdale, δεν κατανοώ όμως γιατί να θέλει μεγαλύτερη ξεκούραση από π.χ. τις ανάλογες διακοπές του αείμνηστου Dio. Πάνω εκεί που είχαν ζεστάνει καρδιές και γοφούς οι Φιδούκλες, έχασαν φανερά με το drum σόλο την ενεργητικότητά τους στα μάτια του κόσμου –ειδικότερα δε στις γυναίκες, οι οποίες είχαν πυκνώσει τις έμπροσθεν γραμμές.

Whitesnake_3

Η αρχηγική εμφάνιση του Coverdale ήταν φανερή. Συμπεριφέρθηκε στα όρια του headliner, στα πλαίσια της προσωπικότητάς του ως αθάνατος νάρκισσος. Οι Φιδούκλες έκαναν καλό ξεκίνημα και ακόμα κι όταν πέρασαν στον καινούργιο δίσκο τους έπαιξαν όχι μόνο ζεστά, μα και πιο σουινγκάτα απ’ ότι στο άλμπουμ. Σεβαστό δε μέρος του κόσμου ήξερε και τα νέα τραγούδια, γι’ αυτό και βρήκαν καλή ανταπόκριση και στο έδαφος. Το υπόλοιπο ρεπερτόριο είχε επιλογές καθαρόαιμης αμερικάνικης κοπής. Ο Coverdale είχε κέφια και μοίραζε συνεχώς χαμόγελα και ευχαριστώ με το χέρι στην καρδιά –ακόμα και κατά τη διάρκεια των τραγουδιών– ενόσω ο γερανός του μικροφώνου έκανε τα συνήθη κάθετα σπαγγάτο, λειτουργώντας ως το αναμενόμενο μεταλλικό στραπ-ον μπροστά από το μπλου τζην του frontman. Από πάνω, τα κλασικά της τελευταίας περιόδου: λευκό πουκάμισο (εδέησε και έβγαλε εκείνο με τον γκρίζο αετό στην πλάτη), ανοικτό στέρνο και προσεκτικό σολάριουμ. Τα όμορφα και γραφικά που ξέρουμε δηλαδή... Γι’ αυτό και ο κόσμος, όταν έπεφταν τα μεγάλα χιτάκια (με εξαίρεση ένα κακό “Slide it In”, όπου έκλαιγε τη μοίρα του), ανταποκρινόταν με χαμόγελα και sing-a-long.

Στο τέλος είχαμε την κλασική επωδό με την a capella εκτέλεση του “Soldier Of Fortune”. Ναι μεν κάποιες νότες δεν τις ακούς πια από τον γερο-Ντέηβιντ, σίγουρα πάντως ακούστηκε πιο καλό από άλλα σημεία, όπου η φωνή του μπήκε σε κόκκινες γραμμές. Η εντύπωση ωστόσο από τους Whitesnake θετική, παρότι ο ήχος δυνατός μεν σαθρός δε σε επίπεδο μίξης –σουμάριζε παρά τακτοποιούσε τις στάθμες των οργάνων.

Judas Priest

Ο Επιτάφιος είπατε; Άμα ήταν έτσι οι Επιτάφιοι θα έβλεπα κάθε Μεγάλη Παρασκευή πολύ μαλλί στην εκκλησία… Κανείς πάντως στο Φάληρο δεν ήξερε τι να περιμένει από τους Ιερείς. Η εμφάνισή τους στη Μαλακάσα το 2008 ήταν απογοητευτική μιας και ο άνθρωπος του οποίου η φωνή ισούται με το metal έδειχνε όχι μόνο κουρασμένος, μα και ψυχρός. Και χωρίς K.K. Downing αυτήν τη φορά; Μόνο που το σκεφτόσουν, σε έλουζε ο σκεπτικισμός. Πριν λοιπόν αποκαλύψει το πανί με το λογότυπο της Epitaph Tour τι εμπεριέχει η σκηνή, είχα περιμαζέψει στα ενδιάμεσα των λοιπών εμφανίσεων διάφορες ατάκες από συζητήσεις. Αμηχανία. Αμφιβολία, αλλά παράλληλα και μια πίστη. Η κλασική δηλαδή πίστη και ελπίδα του οπαδού, ο οποίος, μέχρι να μπει το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της μπάντας, ελπίζει…

Judaspriest_4

Μόνο που το σφυρί και τις πρόκες τις κρατούσε τελικά ο Halford. Κανείς δεν περίμενε τέτοιας τραχύτητας μπάσιμο: με το Rapid Fire, ξεκίνησε η κόλαση από οπαδούς και μπάντα, υποστηριζόμενη από μια –επιτέλους– πολύ καλή ηχητική βάση, πλούσια σε συχνότητες και χρωματισμούς. Ο ήχος ήταν εκκωφαντικός, αλλά σωστός. Οι οπαδοί αφηνιασμένοι, όμως διασκέδαζαν μέχρι κοκάλου. Τα καπνογόνα άναβαν συνέχεια, μα η μπάντα δεν έδειξε καμία ενόχληση (όχι σαν κάτι άλλους…). Τα χρόνια έχουν περάσει το δίχως άλλο, εντούτοις η φωνή του Καραφλού –όπως χαϊδευτικά τον αποκαλεί το ελληνικό κοινό– παραμένει ατσάλινη (με τις όποιες απώλειες) κι αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς από μικρές λεπτομέρειες. Ο τρόπος λ.χ. με τον οποίον λέει το «loaded» στο ρεφρέν του “Living After Midnight” διαθέτει ένα τσαγανό που τρομάζει και 20χρονο.

Αυτή η μπάντα δεν είναι άλλωστε συνηθισμένη. Με ένα έξυπνο τρυκάζ, το οποίο μας γυρίζει μέσω των λέιζερ που χρησιμοποιούν πίσω στη δεκαετία του 1980 (όταν και έχτισαν τον μύθο τους), οι Judas Priest μας θυμίσανε γιατί είναι πρωτεργάτες του ήχου αλλά και της εικόνας στο μέταλ. Στις καινοτομίες άλλωστε αυτό το συγκρότημα έχει τολμήσει όσο λίγα (βλέπε π.χ. ιδιότυπες διασκευές, τοτεμικό ντύσιμο κ.ο.κ.), πάντα δε τις πάντρευε με έναν συντηρητισμό που έχει να κάνει με τη φιλοσοφία «εμείς μεταλ είμαστε και αυτό πουλάμε, όχι βραχιολάκια». Αυτόν λοιπόν τον ήχο και εκείνη την εικόνα των Priest βιώσαμε το βράδυ της Τρίτης στο Φάληρο. Η ατμόσφαιρα ήταν εορταστική και δεν πτοήθηκε κανείς –ακόμα κι όταν ο Halford δεν έβγαλε άχνα στο “Breaking The Law”. Υπήρχε άλλωστε το “Painkiller” αμέσως μετά, το οποίο σε συνεπαίρνει με την μεθυστική υστερία του.

Judaspriest_2

Ένας φόρος τιμής προς τον ίδιο τους τον εαυτό είναι ετούτος ο Επιτάφιος των Judas Priest. Και ο κόσμος που είχε κατακλύσει τον χώρο της Πλατείας Νερού το γιόρτασε, απολαμβάνοντας φωτιές, βρυχώμενες μοτοσικλέτες, κιθάρες που, αν και χωρίς την αρχετυπική φιγούρα στα αριστερά, καλά τα κατάφεραν και –πάνω απ’ όλα– αυτή τη φωνή: μια φωνή που, ασχέτως με τα διάφορα οπαδιλίκια των fans και του μουσικοδημοσιογραφικού χώρου, όταν τσιρίζει μπορεί και τσακίζει ακόμα και σήμερα. Εύγε στους Judas Priest. Τίμησαν τον μύθο τους. 


 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured