Τους No Age τώρα που συμβαίνουν είχε την τύχη να παρακολουθήσει το ελληνικό κοινό και το Avopolis βρέθηκε σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για να τους δει. Ο Τάσος Μαγιόπουλος επιβεβαιώνει το sold out του 6 D.O.G.S. αλλά και την εκρηκτική εμφάνιση των Αμερικανών, ενώ σύμφωνη άποψη καταθέτει και ο Στέργιος Κοράνας, από μια Γαία όπου είχαν δώσει το παρών μόνο οι υποψιασμένοι Θεσσαλονικείς...
Gaia (Θεσσαλονίκη), 27/4
του Στέργιου Κοράνα
Είπα λοιπόν κι εγώ να δω γιατί γίνεται τέτοιος χαμός στο εξωτερικό με τους Καλιφορνέζους κι έτσι βρέθηκα στη Γαία την περασμένη Τετάρτη, για τη συναυλία των No Age. Και η πρώτη μου σκέψη, όταν αυτή τελείωσε, ήταν «κρίμα που δεν κράτησε όσο περίμενα».
Παίρνοντας τη βραδιά από την αρχή, φτάσαμε στη Γαία κατά τις 9.30, πριν καν αρχίσει το support συγκρότημα (το πλεονέκτημα του να βρίσκεται ο συναυλιακός χώρος μέσα στο κέντρο). Μετά από μια αναμονή 20 λεπτών, ανέβηκαν επί σκηνής οι Background Noise Suppression, σχήμα που είχε κανονίσει μόλις την τελευταία στιγμή, καθώς το αρχικά ανακοινωμένο συγκρότημα των Semen Of The Sun είχε τελικά υπαναχωρήσει (για άγνωστους σε μένα λόγους). Το σετ των Background Noise Suppression δεν ήταν μεγάλο –έπαιξαν μόλις μισή ώρα. Πρόκειται για σχήμα με (κυρίως) post-punk καταβολές, ευχάριστο στο άκουσμα και αρκετά εύπεπτο μουσικά, ακόμα και για απαίδευτο στο ύφος ακροατή. Το σετ τους αποδείχτηκε δε αρκετά ανεβαστικό, ό,τι έπρεπε δηλαδή για να ζεσταθεί ο χώρος, αν και ακόμα δεν είχε μαζευτεί κόσμος.
Το τρίο από την Καλιφόρνια εμφανίστηκε στις 11 ακριβώς, με μια κάποια καθυστέρηση. Και αποδείχθηκε αντάξιο του ονόματός του και με το παραπάνω! Οι No Age μας έπαιξαν υλικό και από τα τρία άλμπουμ τους, τα πιο δυνατά φυσικά κομμάτια τους, παρακάμπτοντας τα πιο ατμοσφαιρικά. Είχαν τρομερή ενέργεια επί σκηνής, ειδικά ο Dean, με τον οποίον πραγματικά απόρησα βλέποντάς τον να κοπανάει τα τύμπανα και ταυτόχρονα να τραγουδά, με άψογο συντονισμό! Δυστυχώς βέβαια, με έναν τέτοιον ρυθμό δεν μπορεί να κρατήσει κανείς για πολύ –οπότε, μετά από μία ώρα κι ένα τέταρτο περίπου, οι Αμερικανοί μας καληνύχτισαν...
Ο κόσμος, αν και όχι πολύς, υπήρξε ενθουσιώδης και με το παραπάνω. Ήρθε, υποθέτω, μόνο το υποψιασμένο κοινό της Θεσσαλονίκης, μιας και οι No Age δεν είναι και πολύ γνωστοί στη χώρα μας. Τουλάχιστον, πάντως, όσοι βρεθήκαμε εκεί δείξαμε στη μπάντα ότι δεν είχαμε έρθει αδιάβαστοι.
Τέλος, να αποδώσω και τα εύσημα στον πολύ καλό ήχο της Γαίας, για ακόμα μία φορά. Όλα τα όργανα ακούγονταν ευκρινέστατα, όπως και τα φωνητικά. Βέβαια, θα μπορούσαν να είναι λίγο πιο φειδωλοί στα ντεισιμπέλ, μιας και ήταν αρκετά παραπάνω και τα αυτιά μας πονούσαν έτσι λίγο φεύγοντας. Όπως και να ’χει, απολαύσαμε ένα ωραιότατο αν και σύντομο live, από μια πολύ καλή μπάντα. Διόλου άσχημα, για βράδυ Τετάρτης στη Θεσσαλονίκη…
6 D.O.G.S. (Αθήνα), 28/4
του Τάσου Μαγιόπουλου
Ο ερχομός των No Age στη συγκεκριμένη στιγμή της καριέρας τους εμπεριείχε αναμφισβήτητη χαρά για όσους τους γνωρίζουν, καθώς μας δόθηκε η ευκαιρία να δούμε ζωντανά ένα από τα πιο ελπιδοφόρα σχήματα του σήμερα την κατάλληλη στιγμή –μετά την κυκλοφορία δηλαδή του καλύτερού τους άλμπουμ. Από την άλλη, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, μια τέτοια συναυλία ενείχε και τον κίνδυνο να μην πάει καλά από άποψη προσέλευσης κόσμου. Άλλωστε, έχουμε πολλές φορές δει να έρχονται συγκροτήματα τα οποία τώρα φτιάχνουν όνομα και να τα παρακολουθούν τελικά 50 άτομα. Κάτι τέτοιο πάντως έδειχνε μακρινό ενδεχόμενο από την αρχή κιόλας της βραδιάς, καθώς μια κόλλα Α4 είχε αναρτηθεί στην τζαμαρία του 6 D.O.G.S. ανακοινώνοντας το sold out –εισιτήριο δεν υπήρχε ούτε για δείγμα...
Αφού λοιπόν εισχωρήσαμε στον ασφυκτικά γεμάτο χώρο, αντικρίσαμε το πρώτο support σχήμα της βραδιάς, τους Zebra Tracks. Με κιθαριστικό ήχο ευχάριστης διάθεσης και με πολύ ενεργητικό και χορευτικό αποτέλεσμα, το συγκρότημα αποδείχθηκε ιδανικό άνοιγμα της βραδιάς. Δεν ήταν μόνο ότι βγήκαν με όρεξη, ήταν και η μουσική τους η πλέον κατάλληλη για μια χαρωπή εισαγωγή στη συγκεκριμένη νύχτα –η οποία αναπόφευκτα θα «βρώμιζε» ηχητικά όσο περνούσε η ώρα.
Κάτι τέτοιο συνέβη με την είσοδο κιόλας των Monovine –του δεύτερου support σχήματος– στη σκηνή. Ο ήχος τους οφείλει πολλά στο grunge και στο post punk, καθώς και γενικότερα στη start/stop νοοτροπία. Ενώ όμως θα μπορούσε πολύ εύκολα να πέσει στην παγίδα του μιμητισμού και της επανάληψης γνωστών ηχητικών μοτίβων, παρουσίασε χαρακτήρα. Τα τραγούδια του πρώτου τους δίσκου, Cliche, αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ενεργητικά στη ζωντανή τους εκδοχή, ταξιδεύοντάς μας πίσω στις αρχές των 1990s –με αναμνήσεις από μπλουζάκια τύπου «Kurt Is Alive» και τα συναφή. Ωραία εμφάνιση, η οποία θα μπορούσε να αποτελεί ξεχωριστό main act σε κάποια άλλη βραδιά.
Στη συγκεκριμένη, όμως, το «μεγάλο» όνομα ήταν οι No Age. Και το σημαντικό ότι αυτό δεν έμεινε στα χαρτιά, καθώς οι Αμερικανοί φρόντισαν να το επιβεβαιώσουν επί σκηνής. Το σχήμα από διμελές είχε επεκταθεί σε τριμελές, με το επιπλέον άτομο να ασχολείται με την ηλεκτρονική γαρνιτούρα της υπόθεσης. Όσο για το ζουμί της ιστορίας, εκεί δεν μας άφησαν και πολλά περιθώρια. Από την αρχή του σετ τους, εξαπολύσανε έναν εκκωφαντικό βόμβο από feedback και τύμπανα σε ρυθμό πολεμικό. Οι παραμορφώσεις σε κολλάγανε στον τοίχο, οι ρυθμοί φροντίζαν να μην μένεις σταθερός ούτε για ένα δευτερόλεπτο, ενώ το πάθος υπήρξε έκδηλο.
Οι No Age είναι punk. Όχι με την κλασσική έννοια των τριών ακόρντων, αν αναλογιστούμε και το πρόσφατο δίσκο τους Everything In Between, αλλά με τη συνολική τους στάση. Μας παρουσίασαν λοιπόν το δικό τους ηχητικό χάος, το οποίο όχι μόνο εκπλήρωσε όσα περιμέναμε αλλά ανέβασε τον πήχη ακόμα περισσότερο. Τα κομμάτια που ακούστηκαν προερχόντουσαν από τα δυο μέχρι στιγμής άλμπουμ τους –όπως ήταν φυσιολογικό, παρουσιασμένα σε σαφώς πιο «δυνατές» εκδοχές. Όσο για το encore, μας επιφύλαξαν μια διασκευή την οποία παίζουν συχνά στις συναυλίες τους, εδώ όμως αποτέλεσε το κερασάκι στην εκρηκτική τούρτα που είχε προηγηθεί: δεν ήταν άλλη από την εκδοχή τους στο “Six Pack” των Black Flag.
Ακολούθησε βέβαια η αποθέωση και μια αίθουσα γεμάτη από γελαστά πρόσωπα. Αυτό δεν αποδίδεται όμως μόνο στην πυρίτιδα που βρωμάγανε τα κομμάτια των No Age από μακριά, μα και σε κάτι άλλο –ίσως πιο σημαντικό. Για μιάμιση περίπου ώρα παρακολουθήσαμε μια μπάντα η οποία πραγματικά δημιουργεί κάτι φρέσκο και «ζωντανό». Και που μπορεί στο μέλλον να μας προσφέρει ακόμα πιο ενδιαφέροντα πράγματα.