Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου

Παρότι θαυμαστής του κοντά δεκαετία πια, ήμουν σίγουρος ότι δεν θα ξεμπέρδευα εύκολα με τον Davel Crawford. Όντας καλλιτέχνης με ιδιόρρυθμη όχι μόνο παρουσία μα και πορεία και όντας –το κυριότερο, αν όχι το σπουδαιότερο– ιδιότυπη καλλιτεχνική περσόνα, δεν ήξερα τι να περιμένω από αυτόν όταν έφτασα στο Half Note την Παρασκευή το βράδυ.

Με την ευγενική βοήθεια της Αθηνάς Κώτσια (την οποία και ευχαριστώ), μπόρεσα κι επισκέφθηκα το καμαρίνι του Crawford. Και σε μια εκτενή σχετικά συζήτηση με αυτόν και με ολόκληρη τη μπάντα του (ακολουθούν τα ονόματα παρακάτω), μου απεκαλύφθη ένας σκληρός εργάτης της μουσικής. Ένας άνθρωπος ο οποίος παλεύει καθημερινά για το μεροκάματό του, χιουμορίστας, καθόλου μετριόφρων, επιφυλακτικός και ταυτόχρονα υπερβολικός (αναλόγως προς τα πού βάδιζε η κουβέντα) –γεγονός που ανανέωσε την πίστη μου σε ό,τι ήδη ήξερα. Χωρίς περιστροφές και για όσους δεν το γνωρίζουν, ο Davell Crawford έχει –και όχι αδίκως– τη φήμη ενός από τους καλύτερους πιανίστες τους οποίους απεκάλυψε η μαύρη μουσική κουλτούρα τα τελευταία 20 χρόνια. Με μια ανεπανάληπτη στόφα που συνδυάζει όχι μόνο την παράδοση της Νέας Ορλεάνης, αλλά και τις προσταγές για γεφύρωση του rhythm & blues με την country που έθεσε (επιτυχημένα, αναμφισβήτητα) ο Ray Charles στη δεκαετία του 1960, ο Davell Crawford ήρθε πριν από μια 20ετία να κομίσει μια σχεδόν διαστημική σύζευξη με την κλασική μουσική –ειδικότερα στον τρόπο χειρισμού του κλαβιέ και λιγότερο στη μελωδία, όπου πάντως η συνεισφορά του δεν υπήρξε κι αμελητέα.

Κάτι τέτοιο μπορεί να μην ακούγεται πρωτόγνωρο στους γνώστες, να θυμίσω ωστόσο ότι πρωτοπόροι του είδους όπως ο Yoshuke Yamashita, ένεκα καταγωγής, δεν μπορούσαν ποτέ να επικοινωνήσουν την εγκεφαλική πρωτοπορία τους με τη φαλικότητα της Νέας Ορλεάνης. Την οποία, πιστέψτε με, εκπροσωπεί θαυμάσια ο Crawford, εισάγοντας (πέρα της ίδιας της μουσικής) και το σόου ως έννοια στον χωρόχρονο της συναυλίας. Ακόμα και τα ρούχα του (όπως και της μπάντας του) μαρτυρούν κάτι τέτοιο. Ο θηριώδης λ.χ. Mark Brooks (στο ηλεκτρικό αλλά και στο up right μπάσο) ήταν ντυμένος με ένα καρό πουκάμισο, που θαρρώ θα ταίριαζε απόλυτα σαν ρούχο του Cedel Davies σε εξώφυλλο της Fat Possum –ήτοι, πραγματικό street wise και όχι ποζεριές για αλάνια σαλονιών και μπαρ. Ο μόλις 21 χρονών ανιψιός του Crawford, ο Joseph Dyson (τύμπανα), φορούσε μια ζακέτα κι ένα μάλλινο καπέλο και, βλέποντάς τον, θα ορκιζόσουν ότι τον είχε για δουλειές του ποδαριού ο Shaft έτσι και τον διακτίνιζες στη δεκαετία του 1970. Ο ίδιος δε ο άρχων της βραδιάς ντύθηκε όπως περιμέναμε: μπορεί να έχει πλέον εγκαταλείψει τα καλοραμμένα ζιβάγκο (ένεκα πρόσθεσης περίπου 12 κιλών στο σώμα του συγκριτικά με τη νεότητά του), όμως όλα τα υπόλοιπα ήταν εκεί. Δαχτυλίδια, στρας, πέρλες (ναι! πέρλες και μάλιστα ολούθε πάνω στο πιάνο), καπέλα με αμφιβόλου αισθητικής επιπρόσθετες (πάλι στρας) παραστάσεις, επιμελημένες με λέιζερ φαβορίτες, μπουφάν με χρυσά κορώνια και τσουμπλέκια.

Καραγκιόζης; Και βέβαια όχι! Σόουμαν, θα αντιτείνω… Ικέτης της προσοχής του κοινού; Όχι, θα ξαναποκριθώ: η τέχνη του είναι άφθαστη αν και φθαρμένη από τη γκρίνια που δεν έχει γίνει ο μέγας σταρ –όπως δικαιωματικά του άξιζε, αν κι επιπόλαια σπατάλησε ο ίδιος τις δυνάμεις του προκειμένου να ανέλθει γρήγορα… Ανασφαλής μπροστά στις αντιδράσεις του ακροατηρίου; Όχι και πάλι όχι! Δεν δίστασε μάλιστα να ζητήσει ησυχία από το μπροστινό τραπέζι με το ξεκίνημα, αλλά και να απαγορεύσει σε έναν άλλο καθήμενο στο έτερο μπροστινό τραπέζι του club να χρησιμοποιήσει την κάμερά του.

Η αλήθεια είναι ότι το κοινό στο Half Note χρειάστηκε κοντά στο μισάωρο για να περάσει από το επιβεβλημένο χειροκρότημα στο συνειδητό. Δεν θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, βέβαια, όσο κι αν αγνοείται η πορεία και το μέγεθος του Crawford στην ημεδαπή. Η rhythm section του ήταν φονική. Και η αλήθεια είναι ότι, ενώ στην αρχή νομίζαμε ότι την παράσταση θα την κλέψει ο ντράμερ, εντούτοις μίλησε (όπως πάντα τελικά στην jazz και στον αυτοσχεδιασμό) η πείρα και η ψυχραιμία –τουτέστιν ο Mark Brooks, που είτε παρέδιδε μαθήματα στο α-λα-1970s βρώμικο πεντάχορδο λες και έπαιζε σε δίσκους του Curtis Blow, είτε έδινε ρεσιτάλ στη διάλεξη «πώς να ορίζετε εσείς ο ίδιος την έννοια τη λέξεως ογκόλιθος», σαλπίζοντας τις χορδές του up right μπάσου (και σιγοτραγουδώντας μάλιστα τις νότες). Απροσμέτρητος…

Αυτό που επίσης διέπρεψε, ήταν η φωνή του Crawford. Βαθύ γρέζι, ζυμωμένο με τις ρίζες αλλά και με την ηδυπάθεια που σχεδόν ορίζει η καταγωγή από τη Νέα Ορλεάνη –την οποία εξάλλου κι ο ίδιος διατρανώνει, όχι μόνο με κινήσεις, αλλά και με λεκτικούς αυτοσχεδιασμούς ανάμεσα στους προκαθορισμένους στίχους. Και όχι μόνο επειδή ο Crawford θέλει να ταυτοποιήσει εαυτόν ως «Ο Πρίγκηπας της Νέας Ορλεάνης», όπως τον ονομάζουν (δεν πρόκειται για διαφημιστικό τρικ/ευφυολόγημα του Half Note), αλλά επειδή είναι προφανώς ανεξίτηλη η σφραγίδα της πόλης στη μουσική του ταυτότητα. Γι’ αυτόν τον λόγο υπήρξε και τόσο συγκινητικός όταν τραγούδησε για τις πληγές που άφησε πίσω του ο τυφώνας Κατρίνα, διατρανώνοντας παράλληλα την πίστη του στις δυνάμεις και στην αυτοπεποίθηση των κατοίκων της πόλης. Και κάτω ακριβώς από αυτό το πρίσμα της καταγωγής του πρέπει να ειδωθούν και οι εντυπωσιασμοί του, όπως και η κινησιολογία του, ακόμα και τα δύο ρυθμικά περιβάλλοντα τα οποία έχτισε (σε διαφορετικές στιγμές του σόου) μαζί με τον ανιψιό του, χειριζόμενος δεινότατα ένα έξτρα βαθύ…

Δεν μίλησα είπατε για το πώς έπαιξε πιάνο; Σας παρακαλώ, κάτι τέτοιο αποτελεί σχεδόν προσβολή για τον Davell Crawford, πώς μπορείς να κριτικάρεις και να αποτιμήσεις έναν άνθρωπο που εμπλέκει τον Σοπέν (έκανε πέρασμα από την “Πολωνέζα” ο αθεόφοβος), τον Jerry Roll Morton, τον Louis Russell και τον Mal Waldron (των 1950s) σε ένα πακέτο;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured