Φωτογραφίες: Olga K.

Οι These New Puritans υπήρξαν διαπρεπείς πρωταγωνιστές στη σκηνή του Κτηρίου 56, δείχνοντας ότι η μουσική τους μπορεί να είναι συναρπαστική και ζωντανά –άσχετα από σχόλια μεμονωμένων ανίδεων με καρό πουκαμισάκια, οι οποίοι έφευγαν επιδεικτικά μπροστά στη θέα των δύο όμποε των Βρετανών. Οι FM Belfast από την Ισλανδία έκλεψαν την παράσταση κάνοντας τους πάντες να χορεύουν, η Rykarda Parasol υπήρξε η αφανής ηρωίδα, παίζοντας υποδειγματικά μες το μεσημέρι, ενώ οι Futurecop! έκαναν την έκπληξη, έστω κι αν τους έλαχε να ακολουθήσουν τους headliners της βραδιάς. Αυτές στάθηκαν οι κορυφαίες στιγμές του Plissken Festival 2010, όπως τις καταγράφουν για το Avopolis η Στέλλα Κουρμουλάκη, ο Τάσος Μαγιόπουλος, ο Μάνος Μπούρας και ο Χάρης Συμβουλίδης. Ενός φεστιβάλ που δυστυχώς δεν βρήκε από το κοινό της πρωτεύουσας την πρέπουσα ανταπόκριση, με δεδομένο ότι πόνταρε σε φρέσκα, συζητημένα στο τώρα πρόσωπα, αντί για βετεράνους…

RYKARDA PARASOL

Άσχημο παιχνίδι έπαιξε η μοίρα στην όμορφη Rykarda Parasol και την έβαλε να παίξει σε φεστιβάλ στις δύο και τέταρτο το μεσημέρι, με αποτέλεσμα να τη δουν περίπου τριάντα άτομα σε μία απελπιστικά άδεια τεράστια αίθουσα… Κι είναι πραγματικά κρίμα, γιατί πρόκειται για μια πολύ αξιόλογη καλλιτέχνιδα, όπως είχα διαπιστώσει από το άλμπουμ της Our Hearts First Meet, από το οποίο είχα ξεχωρίσει κάμποσα τραγούδια, πιο πολύ όμως το “Weeding Time” που αποτέλεσε και το highlight της εμφάνισής της στο Plissken. Εκείνη, βέβαια, ανταποκρίθηκε απόλυτα στις προσδοκίες μας με ένα αξιόλογο σετ, παρότι δεν συνόδευαν την κιθάρα και τη φωνή της παρά ένας ακόμη κιθαρίστας κι ένας ντράμερ –κατά πως φαίνεται, δεν είχε διαθέσιμο μπασίστα και χάσαμε έτσι την ευκαιρία να απολαύσουμε έναν περισσότερο γεμάτο ήχο. Ακόμη κι έτσι όμως, το συναίσθημα δεν έλειψε από την ερμηνεία της, κάθε άλλο. Όπως και στους δίσκους της, κατάφερε να μεταφέρει σε ικανοποιητικό βαθμό τη σκοτεινή, νουάρ ατμόσφαιρα της μουσικής της κι εμείς κάναμε μια προσπάθεια να καταδυθούμε σ’ αυτή (κομμάτι δύσκολο ασφαλώς, όταν ήξερες ότι έξω ήταν ντάλα μεσημέρι!).

Η Rykarda Parasol έπαιξε για 45 λεπτά ακριβώς, κομμάτια κι από τους δύο της δίσκους –γιατί έβγαλε ένα ακόμη άλμπουμ το 2009 με τίτλο For Blood And Wine, που τύπωσε μόνη της– καθώς και ορισμένα καινούργια, όπως μας είπε, τραγούδια, πράγμα που σημαίνει ότι συνεχίζει ακάθεκτη για την ολοκλήρωση του καλλιτεχνικού της ονείρου. Και πολύ καλά κάνει, γιατί, όπως είπαμε και παραπάνω, εκτός από κούκλα –κυριολεκτικά μιλώντας κι όχι χαριτολογώντας, το πρόσωπο και το δέρμα της μοιάζουν φτιαγμένα από πορσελάνη, ενώ η λεπτή σιλουέτα με το λεοπάρ φόρεμα και το μαύρο κολάν συνοψίζουν την βαμπ φυσιογνωμία της– είναι και μια συνθέτρια η οποία ξέρει να προσεγγίζει τα μαύρα βάθη μιας country rock μυθολογίας, με χάρη και επίγνωση των δυσκολιών που φέρει το εκφραστικό ποτάμι μέσα στο οποίο αποφάσισε να βουτήξει. Στο στυλ των Tarnation και των Black Heart Procession και με τα φωνητικά της να πλησιάζουν όλο και πιο πολύ πια εκείνα της Siouxsie, η Rykarda Parasol και η μπάντα της έπαιξαν ψυχωμένα και δεν απογοήτευσαν κανέναν. Έπρεπε να τη δουν περισσότεροι. Κι άμα συνέβαινε αυτό, κάτι μου λέει ότι θα ήταν τακτική θαμώνας των σκηνών στους συναυλιακούς χώρους της πόλης μας. Ποτέ δεν είναι αργά, όμως. Μινόρε όπως το δικό της δεν ξεφεύγει εύκολα από τα ραντάρ του εγχώριου ακροατηρίου….

Μάνος Μπούρας

23rd UNDERPASS

Καταφθάνοντας στο Κτήριο 56 του Ελληνικού Κόσμου, σχετικά αγχωμένη λόγω της σταθερής μου τάσης να αργώ, ευτυχώς βρήκα τους δικούς μας 23rd Underpass να ετοιμάζουν ακόμα την εμφάνισή τους. Ακριβώς στις 16.25, το τριμελές σχήμα ανέλαβε να συνεχίσει το δύσκολο έργο της προθέρμανσης του λιγοστού κόσμου που είχε καταφτάσει από νωρίς στο φεστιβάλ. Από ότι φάνηκε δεν είχα μόνο εγώ άγχος, αφού όπως μας δήλωσε ο Ταξιάρχης –η φωνή των 23rd Underpass– η εμφάνιση του Σαββάτου ήταν και η παρθενική τους. Το εν λόγω μέλος της μπάντας, με μία κουπ α-λα-παλαιά, ένα outfit απροσδιόριστο –με μία φόρμα που θύμιζε εργατική, αλλά δεν ήταν– και γυαλιά ηλίου, μας καλωσόρισε. Ηλεκτρονικοί και ποπ ήχοι, βγαλμένοι από την καρδιά των 1980s, ακούστηκαν για περίπου 40 λεπτά, με τα φώτα να προσδίδουν ακριβώς αυτή την εσάνς στο live. Μόνο η ντισκομπάλα ήταν απούσα. Μπορεί να μην ακούσαμε όσοι βρεθήκαμε εκεί κάτι το ρηξικέλευθο μουσικά, παρόλα αυτά, οι 23rd Underpass μου τράβηξαν την προσοχή. Όχι τόσο για την ενέργειά τους, καθότι αγχωμένοι όπως προείπα, όσο για αυτή την αίσθηση που μου μετέφεραν, πως ξέρουν τι κάνουν και μάλιστα το γουστάρουν πολύ.

Στέλλα Κουρμουλάκη

FM BELFAST

Κάποιοι λίγοι, υποψιασμένοι, τους περίμεναν πώς και πώς. Εγώ, έχοντας κάνει το λάθος να τσεκάρω στο YouTube μόνο το πώς ηχεί η μουσική τους και όχι το πώς παρουσιάζεται ζωντανά, τα είχα πάρει χαλαρά τα πράγματα. Με το που βγήκαν, όμως, κατάλαβα ότι θα αποτελούσαν ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά του Plissken. Ρυθμός, ενέργεια, χιούμορ, χορός και τρέλα υπήρξαν τα κύρια συστατικά της ισλανδικής μπάντας και σε όλα πήραν άριστα, εκπροσωπούμενοι από τον frontman τους Arni Runar Hlo?versson με τη σούπερ geek εμφάνιση (γυαλί από την εκδίκηση των nerds και παπιγιόν). Ως σκέτο υλικό, η χορευτική τους ποπ ηχεί φρέσκια και διασκεδαστική, μα και με αρκετά ανούσιους στίχους συχνά. Επί σκηνής, ωστόσο, ακόμα και τα πιο χαζά τους τραγούδια είχαν κάτι μοναδικό, απόλυτα συνυφασμένο με εκείνον τον ήλιο από κίτρινο γκοφρέ χαρτί και τα πολύχρωμα γκοφρέ «μπαλόνια» που αναβόσβηναν, εφοδιασμένα εσωτερικά με λαμπτήρα. Στους ρυθμούς των FM Belfast χόρεψαν οι πάντες, ακόμα και αν με αυτό εννοώ το ακόμα λιγοστό κοινό που βρισκόταν εκείνη την ώρα στον Ελληνικό Κόσμο. Όταν δε έπεσαν κατά κωμικό τρόπο τα παντελόνια του τραγουδιστή και του κιμπορντίστα, αφήνοντάς τους μόνο με τα μποξεράκια, γέλασαν και οι πιο σοβαροί –τόσο άριστα στημένο είχαν κάτι μάλλον συνηθισμένο.

Στο τέλος ο κόσμος καταχειροκρότησε και ζήτησε ενθουσιωδώς «κι άλλο!». Δεν γινόταν, το ξέρουμε. Ας το λάβουν υπόψη οι διοργανωτές συναυλιών στη χώρα για να τους ξαναδούμε. Τούτοι οι Ισλανδοί πετάνε…

Χάρης Συμβουλίδης

ROBOTS IN DISGUISE

Το πολύ το κύριε ελέησον, λέει η σοφή παροιμία, το βαριέται και ο παπάς. Όπως και την πολύ τσιρίδα, για να έρθω και στην περίπτωση των Robots In Disguise. Ενός γκρουπ που έχει όνομα στους εναλλακτικούς κύκλους, όπως και πρόσωπο –με τις φάτσες και τις κομμώσεις της Dee Plum και της Sue Denim να έχουν γίνει οικείες σε όσους ασχολούνται με μουσικά έντυπα. Υπήρξαν όμως πολύ βιαστικές στο ξεκίνημά τους, προσπαθώντας ίσως να διατηρήσουν το κέφι του κοινού από τους FM Belfast. Κάτι που ήθελε τον χρόνο του: όσο κι αν φώναζαν να συμμετάσχουμε, οι περισσότεροι κέρωσαν στις θέσεις τους, προφανώς περιμένοντας κάποια πιο φυσιολογική ροή στη συναισθηματική τους έξαρση. Ανά σημεία της συναυλίας, η έξαρση αυτή υπήρξε και ειδικά στις μπροστινές σειρές έπεσαν και θερμά χειροκροτήματα. Από τη μέση και πίσω, όμως, έγινε γρήγορα φανερό από τα πηγαδάκια που σχηματίστηκαν ότι το κοινό δεν μπόρεσε να ταυτιστεί με το ενεργητικό μα υπερβολικά τσιριχτό και μονότονο electropunk των Βρετανίδων.

Το ίδιο πράγμα συνέβη και σε μένα, αν και οφείλω να ξεχωρίσω τη drummer του γκρουπ, η οποία στάθηκε με ιδιαίτερη ικανότητα σε μία θέση όπου λίγες φορές έχουμε δει γυναίκες μουσικούς να διαπρέπουν.

Χάρης Συμβουλίδης

HANDSOME FURS

Και μόνο το στήσιμο αυτής της μπάντας σε προδιαθέτει για ένα καλό live: ζευγάρι στη σκηνή και στη ζωή, ο Dan Boeckner και η Alexei Perry πείθουν απόλυτα, οπτικά μα και μουσικά, ότι αποτελούν έναν δυναμικό ροκ πυρήνα που δύναται να εκλύσει μεγάλες ποσότητες αδρεναλίνης σε μία παράστασή του. Θα τους περιγράφαμε σαν το αντίστοιχο των Kills, με καταγωγή από τον Καναδά όμως, και με έντονο ηλεκτρονικό προσανατολισμό στον ήχο τους. Κι αν αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος της μουσικής τους μας ήρθε προηχογραφημένο, ευτυχώς το ντουέτο το αναπλήρωσε με μία έντονη σκηνική παρουσία, η οποία, αν μη τι άλλο, διαρθρώνει μια ικανοποιητική, ροκ χαρακτήρα, εμφάνιση.

Ο Dan μοιάζει με τον τυπικό ροκ αλητάμπουρα που ζει μονάχα για φτηνές συγκινήσεις, για ποτό, ναρκωτικά και όμορφες γυναίκες –χωρίς καμία μόνιμη βάση μα σε διαρκή κίνηση, να τριγυρίζει τον κόσμο και να κοιμάται εκεί όπου οι άνθρωποι ζητούν να ακούσουν τη μουσική του και τη βρώμικη κιθάρα του. Δίπλα του έχει τη γυναίκα του, ένα άγριο θηλυκό που ερωτεύτηκε παράφορα σ’ ένα από τα ταξίδια του (κάπου στη Μόσχα πιο συγκεκριμένα) κι αποφάσισε να κρατήσει κοντά του γιατί στο πανέμορφο πρόσωπό της βρήκε τη δική του soul mate, εκείνη που ένοιωσε ότι είναι φτιαγμένη από τα ίδια υλικά με εκείνον. Της έδωσε σημαντικό ρόλο στη ζωή του, όχι μόνο στην καρδιά και στο κρεβάτι του. Της ανέθεσε τη δύσκολη, ανυπέρβλητη πολλές φορές, αποστολή να πατάει το Κουμπί. Το Κουμπί είναι αυτό που θέτει τα πάντα σε κίνηση στις συναυλίες του, δίνει τον ρυθμό και το έναυσμα σ’ εκείνον να τραγουδάει και να παίζει κιθάρα και να κάνει το σόου ολόκληρο να γυρίζει και να ξερνάει φωτιές (ενίοτε) από τα ηχεία. Η Alexei κάνει τη δουλειά της αδιαμαρτύρητα και με περίσσιο ζήλο, με μπόλικο σκέρτσο και με αμίμητες χορογραφίες, στο τέλος δε κάθε κομματιού πέφτει κάτω εξουθενωμένη. Εντάξει, είπαμε είναι γυμνασμένη αλλά όχι κι έτσι! Δεν είναι κι εύκολο πράγμα να πατάς ΑΥΤΟ το Κουμπί… Κάνει και κανένα λάθος πού και πού, αλλά το αντιπαρέρχεται με ένα γλυκό χαμόγελο και της τα συγχωρείς όλα –με τον ίδιο τρόπο που συγχωρείς ένα σωρό πράγματα σε μία όμορφη γυναίκα, μόνο και μόνο επειδή σου χαμογέλασε.

Ήταν καλοί οι Handsome Furs, σε μία εμφάνιση η οποία με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι κάτω από το κλασικό ροκ attitude τους μπορούν να γράφουν κομμάτια της στόφας ενός Bruce Springsteen (ακούστε το “Talking Hotel Arbat Blues” και θα καταλάβετε τι εννοώ…). Για κάποιους αυτό είναι γνωστό, εξ’ ου και δεν ήταν λίγες οι φορές που άκουσα δίπλα μου να εύχονται στο φεστιβάλ να εμφανίζονταν αντί γι’ αυτούς το άλλο γκρουπ του Dan Boeckner –οι σαφώς ουσιαστικότεροι Wolf Parade. Προς το παρόν, βολευτήκαμε με τη δική του version στον κινηματογραφικό θρύλο του Sailor και της Lula (που τον φορούσε παράσημο στο στήθος του και το t-shirt του) και για τρία τέταρτα της ώρας δεν περάσαμε καθόλου, μα καθόλου άσχημα…

Μάνος Μπούρας

LYTICS

Οι Cinematics με τις επιρροές –σε βαθμό παρεξηγήσεως– από Editors μπορεί να μη μας κάνανε τελικά την τιμή να εμφανιστούν, αλλά η ώρα τους καλύφθηκε από τους Lytics, οι οποίοι πρεσβεύουν ένα τελείως διαφορετικό μουσικό σύμπαν. Hip hop λοιπόν της σχολής των De La Soul ή μάλλον καλύτερα των People Under The Stairs, στο λίγο πιο χαβαλεδιάρικο και ανέμελο. Από μουσική σημαντικότητα ούτε συζήτηση, ούτε βέβαια και από street cred, πάντως οφείλω να τους παραδεχτώ τους Καναδούς. Ήρθαν σε έναν χώρο ο οποίος ήταν σαφώς προετοιμασμένος για indie κιθάρες και κατάφεραν να βάλουν τον κόσμο στο κλίμα που οι ίδιοι ήθελαν να επιβάλλουν. Κι αυτό θα μπορούσε να γίνει με ένα hip hop σχήμα μόνο εάν μπορούσε να περάσει κάτι διαφορετικό από τη σήμα κατατεθέν μουντάδα των πατροπαράδοτων συγκροτημάτων του χώρου. Αποστολή εξετελέσθη, λοιπόν, καθώς και οι Lytics έκαναν αυτό που είχαν στο μυαλό τους, μα και τον κόσμο έπεισαν να μην τους απορρίψει.

Τάσος Μαγιόπουλος

CHEW LIPS

Ομολογώ ότι τους Chew Lips ήθελα να τους δω, λόγω του πρόσφατου άλμπουμ τους Unicorn. Όπως είναι φυσικό, περίμενα να ακούσω τουλάχιστον μία πιστή αντιγραφή του κλίματος του δίσκου. Ωστόσο δεν μπορώ να πω ότι έμεινα ευχαριστημένη, καθώς η όλη εμφάνισή τους κινήθηκε σε μέτρια επίπεδα. Η τραγουδίστρια Alicia Huertas, κατά κόσμον Tigs, αποδείχτηκε μία όμορφη μεν, στατική δε προσωπικότητα επί σκηνής, με φωνή η οποία κινούταν στα ίδια πλαίσια. Τα έτερα μέλη του γκρουπ, Will Sanderson και James Watkins, με κέρδισαν περισσότερο με την απόδοσή τους, αλλά τελικά ο dance pop ήχος τους δεν αποδόθηκε με τον πρέποντα τρόπο. Κι έτσι δεν πέτυχε να ξεσηκώσει το κοινό που είχε μαζευτεί επί τούτου κάτω από τη σκηνή ώστε να τους απολαύσει.
,br>

Η πιο ενδεικτική στιγμή τους υπήρξε το “Play Together”. Αναγνωρίζω το γεγονός πως και οι τρεις τους αποτελούν μπάντα εδώ και μόλις δύο χρόνια, με ό,τι κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Σίγουρα δεν είδα νεύρο πάνω στη σκηνή, τουλάχιστον όμως είδα μία έντονη και έντιμη προσπάθεια εκ μέρους τους να στρώσουν το κόκκινο χαλί για τους These New Puritans. Μπορεί να μην το κατάφεραν επαρκώς, αλλά κάθε αρχή και δύσκολη, δεν λένε;

Στέλλα Κουρμουλάκη

THESE NEW PURITANS

Το μεγάλο όνομα τόσο του φεστιβάλ, όσο και της φετινής δισκογραφικής σοδειάς, τα παιδάκια εκ Αγγλίας που εμφανίστηκαν μπροστά μας το Σάββατο, απέδειξαν ότι –παρά τα baby faces– φέρουν και πολλά κιλά μουσικής μαγκιάς και τσαγανού. Για μια απογυμνωμένη εμφάνιση μπορεί να μας κάνανε λόγο στη συνέντευξη που παραχωρήσανε στο Avopolis, αλλά μόνο αυτό δεν ήταν τελικά η εμφάνισή τους στο Plissken. Με δύο μουσικούς να έχουν επιστρατευθεί στα πνευστά, προκειμένου να αποδοθεί όσο πιο πιστά γινόταν το Hidden, οι These New Puritans πραγματοποίησαν μία μνημειώδη εμφάνιση, γεμάτη (μουσική) άγνοια κινδύνου και εφηβικού τσαμπουκά. Κόντρα μάλιστα στις επιρροές τους, μα και στις ορέξεις ορισμένων από το κοινό, στους οποίους ξένισε η έλλειψη παραμόρφωσης.

Αυτό όμως ελάχιστη σημασία έχει όταν μπροστά σου έχεις μια μπάντα τέτοιου βεληνεκούς, που αποκηρύσσει το indie παρελθόν της, κάνει θεό της τη μετρονομική, industrial ρυθμολογία, προσθέτει φωνητικά σε μορφή κηρύγματος, σου πετάει από τα μεγάφωνα όμποε τα οποία σε κυκλώνουν από παντού και φυσικά σου ξερνάει ένα ηλεκτρονικό βόθρο από μπάσο και glitches, που ταρακουνούσε όλο το Κτήριο 56. Όσοι τους καταλάβαμε, απολαύσαμε μια πραγματικά μεγαλειώδη εμφάνιση. Όσο για τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι τράπηκαν σε φυγή ενώ όσοι έμειναν αρκέστηκαν στο να τους λοιδορούν, γνέφοντας ρυθμικά το κεφάλι τους στα κομμάτια μόνο του πρώτου δίσκου. Καληνύχτα σας κύριοι…

Τάσος Μαγιόπουλος

FUTURECOP!

Μετά την εμφάνιση των These New Puritans, είχαμε την αναμενόμενη αποχώρηση ενός μεγάλου ποσοστού των παρευρισκομένων στον Ελληνικό Κόσμο. Όσοι όμως μείνανε στον χώρο προσήλθαν στο κεντρικό κτίριο σχεδόν αναγκαστικά. Βλέπετε, το κέφι που βγάζανε οι Futurecop! δεν άφησε κανέναν ασυγκίνητο και ενώ η χρονική συγκυρία προμήνυε ναυάγιο για τους Άγγλους, εντούτοις κατάφεραν και γύρισαν το κλίμα υπέρ τους. Το μείγμα 1980s synths και blog electro ρυθμών αποδείχθηκε απολύτως κατάλληλο για την ώρα και φυσικά μεγάλο συν αποτέλεσε και η παρουσία ενός Αμερικανού κάτι-σαν-MC-μα-περισσότερο-διασκεδαστή τον οποίον είχαν φέρει μαζί τους. Ο εν λόγω κύριος, λοιπόν, μπορεί να πήγαινε πάνω-κάτω στη σκηνή, να φώναζε, να κατέβαινε στο κοινό και να τους έδινε το μικρόφωνο και διάφορα άλλα παρεμφερή, μα με τα τερτίπια του κατάφερε να βάλει τον κόσμο στο κόλπο. Σε τέτοιο σημείο, ωστέ μετά από 2-3 τραγούδια όλοι είχαμε επιδοθεί σε χορό άνευ αναστολών και ορίων. Μαγκιά τους!

Τάσος Μαγιόπουλος

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured