Φωτογραφίες: Έφη Κρητικού
Είναι τουλάχιστον ευχάριστο όταν μέσα στην καρδιά του φθινοπώρου έρχονται ονόματα όπως αυτό του Sivert Hoyem στη χώρα μας, για να μας θυμίσουν ότι μουσικά υπάρχουμε κι εμείς. Η πορεία του Νορβηγού τραγουδιστή είναι αξιοθαύμαστη και πολύ αγαπητή από το ελληνικό κοινό, τόσο π.μ. όσο και μ.μ. (προ Madrugada και μετά). Κι ευτυχώς οι προσδοκίες όσων αψήφησαν τα τσιμπημένα εισιτήρια σε καιρούς κρίσης και το τρέξιμο στα μέρη της Χαμοστέρνας δεν διαψεύστηκαν. Η συναυλία, με δυο λόγια, υπήρξε χορταστική και άρτια. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή…
Στη σκηνή ανέβηκαν ακριβώς στις 21.00 οι –δικοί μας– Travel Mind Syndrome, έχοντας τον ρόλο του support group. Ο κόσμος είχε ήδη γεμίσει το Fuzz σε πολύ μεγάλο βαθμό, και το γκρουπ είχε έτσι την ευκαιρία να παίξει μπροστά σε μεγάλο κοινό. Σε γενικές γραμμές θα έλεγα πως δεν τα πήγαν άσχημα, δεδομένου του ότι –κακά τα ψέματα– όταν υπάρχει ένα μεγάλο όνομα για headliner, δεν περιμένουμε ποτέ να κλέψει την παράσταση η μπάντα που ανοίγει τη συναυλία. Παρόλα αυτά, οι Travel Mind Syndrome στάθηκαν αξιοπρεπώς και είχαν άνεση πάνω στη σκηνή, από τον τραγουδιστή μέχρι τη μπασίστρια (Tango With Lions). Σε κάποια σημεία έχασαν την προσοχή του κοινού, σε κάποια άλλα απέσπασαν χειροκροτήματα, αλλά το highlight τους –και λογικό είναι– σημειώθηκε όταν στο τέλος του μισάωρού τους κάλεσαν επί σκηνής τον Sivert Hoyem.
Μισή ώρα μετά, κι αφού έγιναν όλες οι απαραίτητες ρυθμίσεις ήχου, μικροφώνων και κουρδισμάτων, ήταν πια ώρα να σκεπάσει τη σκηνή η βαριά φωνή του Hoyem και της παρέας του. Σαν σίφουνες έκαναν την είσοδό τους και ο κόσμος έδειξε από νωρίς τη διάθεσή του. Ο Mr. Madrugada μας καλωσόρισε και, λίγο πριν πιάσει την ακουστική του κιθάρα, μοιράστηκε το πόσο ευχάριστο είναι να μας ξαναβρίσκει. Ξεκίνησε με αργόσυρτες διαθέσεις (ακουγόταν για πολλά λεπτά η επανάληψη του “Into The Sea”), όμως τα χειροκροτήματα του κοινού έδειχναν ότι δεν υπήρχε καμία αντίρρηση. Εξάλλου, η μελωδικότητα της φωνής του δεν σου αφήνει περιθώρια για διαφωνίες. Είναι απόλυτη και με μια χροιά μαγκιάς (της ίδιας που αφήνει κι ο Μάλαμας, αν θέλαμε να μιλήσουμε σε σύγκριση με τα ελληνικά δεδομένα).
Πάντως, όπως μας είχε πει και στη συνέντευξή του, η setlist του περιελάμβανε πολύ από Moonlanding και ολίγη από Madrugada, αλλά πραγματικά δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω το κοινό στο μεν και στους δε. Γιατί, από τη μια πλευρά, όλοι αγαπούν την ιστορία και τα πρώτα βήματα της πρώην μπάντας, από την άλλη όμως όλοι θέλουν να δώσουν χώρο στο φρέσκο, στο επόμενο βήμα μιας ξεχωριστής φωνής. Αυτή η ιδέα νομίζω αποτυπώθηκε και στο σχεδόν δίωρο(!) σετ του Hoyem στο Fuzz. Εκλύθηκε αρκετή ενέργεια –τόσο από τους κιθαρίστες όσο και από τον ντράμερ– ενώ υπήρξαν στιγμές όπου οι τρεις κιθάρες (συμπεριλαμβανομένου του Hoyem) ενώνονταν στο κέντρο της σκηνής και σχημάτιζαν έναν μικρό, σχεδόν μυστικιστικό κύκλο, και άλλες όπου οι κιθάρες έμοιαζαν να πετούν στον αέρα, ακολουθώντας πιστά τον νόμο της βαρύτητας…
Αρκετή και καλοπροαίρετη η συμμετοχή του κόσμου σε τραγούδια όπως τα “Moonlandind” ή “Belorado”, αλλά και πραγματική η έκρηξη σε παλιές αγάπες, όπως τα “Majesty”, “The Kids Are On High Street”, ή “Honey Bee” (όχι ότι θα μας χαλούσε αν ακούγαμε και κανένα “Sail Away”, ένα “Blood Shot Adult Commitment” ή ένα “Deadend Mind” βρε αδελφέ). Όμως νομίζω εκεί βρίσκεται και η ουσία της βραδιάς. Ο κ. Hoyem προχωράει με δύο καρπούζια στις νορβηγικές του μασχάλες: το σεβασμό στο παρελθόν του και στο κοινό του, αλλά και τη μελαγχολική αισιοδοξία για αυτό που έρχεται. Τώρα, αν στη πορεία του πέσουν ή αποδειχθεί μάπα το ένα καρπούζι, εδώ θα ’μαστε για να το διαπιστώσουμε. Προς το παρόν πάντως, δείχνει να κρατάει μια χαρά τις ισορροπίες. Mr. Hoyem, ήσουν όντως “Majesty”…