Ο Laurent Garnier ήταν το κεντρικό όνομα της δεύτερης μέρας του Synch, εμπράκτως όμως την πρωτοκαθεδρία του στο main stage αμφισβήτησαν σοβαρά (από το Stage 2) οι Jimi Tenor & Tony Allen. Το indie κοινό έδωσε σύσσωμο το παρών σε Hot Chip και A Place To Bury Strangers, οι πιο ηλεκτρονικοί χάρηκαν τον Garnier, όχι τόσο όμως και το σετ του DJ Krush, ενώ ζωηρή στάθηκε και η ελληνική παρουσία, αφήνοντας καλές εντυπώσεις. Διονύσης Κοτταρίδης, Τάσος Μαγιόπουλος, Γιώργος Μιχαλόπουλος και Βαγγέλης Πούλιος αναλαμβάνουν να σας τα πουν όλα για το Σάββατο στην Τεχνόπολη, χαρτί και καλαμάρι...
Φωτογραφίες: Έφη Κρητικού
Modrec
Μεγάλη η πρόοδος αυτής της μπάντας, κάτι που πρέπει να υποθέσω ότι το ξέρετε ήδη. Αν με ρώταγες για τους Modrec πριν το Mascaraddiction θα σου έλεγα ότι ο ήχος τους δεν με αφορά. Τώρα είναι ένα συγκρότημα με δυναμική και έμπνευση, με τραγούδια δύσκολα μεν, ουσιαστικά και εύστοχα δε. Δεν χρειάζονται πολλές γνώσεις για να καταλάβεις ότι τα έχουν σπουδάσει τα όργανα τους (ένας εύκολος τρόπος να το αναγνωρίσεις αυτό είναι από τους πολύπλοκους ρυθμούς τους), αλλά πλέον κάτι τέτοιο δεν αποτελεί τροχοπέδη στην ψυχαγωγία την οποία σου προσφέρουν. Στο Synch έκαναν περίπατο, παρόλο τον άχαρο ρόλο της ώρας εμφάνισης, και φαίνονται έτοιμοι για την εμφάνισή τους στην Αγγλία. Αυτή τη στιγμή έχω την εντύπωση ότι αποτελούν την πληρέστερη ροκ μπάντα της πόλης, θα έχουμε όμως ευκαιρία να το ξαναδιαπραγματευτούμε.
Γιώργος Μιχαλόπουλος
Hot Chip
Αν οι Modrec είχαν τον άχαρο ρόλο του πρώτου ονόματος της δεύτερης ημέρας του Synch 2010, τότε τι να πεις για τους Hot Chip; Οι οποίοι και μεγάλο όνομα είναι, και η μουσική τους προϋποθέτει διάθεση για χορό και –τέλος– το δεύτερο μισό της εμφάνισης τους συνέπεσε με αυτή των A Place To Bury Strangers. Είχε αρκετά προβλήματα το φετινό Synch στο πρόγραμμά του και οι Hot Chip ήταν, πιθανότατα, το μεγάλο θύμα. Η εμφάνιση τους στάθηκε υποδειγματική, πάνω απ’ τις προσδοκίες μας, ενώ αγαπημένα τραγούδια όπως το “Over And Over” μας προσφέρθηκαν σε εξαιρετικές εκτελέσεις. Αν κι έχω την αίσθηση ότι παρακολουθήσαμε (πριν το σκάσουμε για τους Strangers) μια από τις πιο ωραίες συναυλίες του φετινού Synch, αμφιβάλλω αν τους δώσαμε την ανταπόκριση που τους άξιζε. Θεωρώ αυθαίρετα δεδομένο ότι θα τους ξαναδούμε και σύντομα κιόλας...
Γιώργος Μιχαλόπουλος
A Place To Bury Strangers
Δεν τους τίμησα στην προηγούμενη επίσκεψή τους στα μέρη μας, οπότε δεν είχαν αρθεί και οι όποιες αμφιβολίες μου για τις μεγαλοστομίες περί οριακών εντάσεων κατά τη διάρκεια της παρουσίας τους επί σκηνής. Τις άρπαξα σπαρταριστές στο κεφάλι (τις εντάσεις) και κατάπια εξ’ αρχής την άτακτη γλώσσα μου που άρθρωνε και δηλώσεις του τύπου «τι να μας πούνε κι οι shoegaze φραντζάκηδες», «heavy metal ρε...» και τέτοια. Τρεις είναι όλοι κι όλοι οι νέοι κι όμως μας παραμόρφωσαν μέχρι τελικής πτώσεως, μέχρι που αναγκαστήκαμε να πισωπατήσουμε κάμποσα μέτρα για να έρθουμε στα ίσια μας. Μονάχα για τις ανάγκες της εισαγωγής του “Deadbeat” χαλάρωσε απότομα το τρίο, για να επανέλθει κλιμακωτά με νέο ξέσπασμα, το οποίο στην ουσία κράτησε μέχρι το επιλογικό αεροβάπτισμα των κιθαρόμπασων στο αέρινο ποτάμι των ντεσιμπέλ. Αφήστε, όμως, ρε παιδί μου και καμιά αχτίδα τραγουδιού να φανεί μέσα στον (καλοδεχούμενο κατά τ’ άλλα) ορυμαγδό.
Διονύσης Κοτταρίδης
Laurent Garnier
Το μεγάλο όνομα της βραδιάς του Σαββάτου ήταν ο σπουδαίος Γάλλος μουσικός, ο οποίος έδωσε καινούργιο νόημα στη λέξη βετεράνος παίζοντας με πλήρη μπάντα. Στιλάτος και cool, εκδηλωτικός, εξωστρεφής και με πλήρη επίγνωση της διαφοράς μεταξύ μιας ζωντανής εμφάνισης κι ενός DJ σετ. Αν έχετε ακούσει προσεκτικά τον τελευταίο του δίσκο τότε μπορείτε να καταλάβετε περίπου τι ακούσαμε. Λίγο house και λίγο hip hop –πάντα με κοινό παρανομαστή τον χορό. Όλα αυτά προφανώς και δεν στέκονται στο ίδιο επίπεδο. Η έλξη για τους αφρικάνικους ρυθμούς ή τα κλισεδιαρισμένα πνευστά με τα υπερβολικά σόλα είναι αποτελέσματα γεροντικής ανίας. Όταν όμως ο Garnier διώχνει τους έξτρα μουσικούς θυμάσαι γιατί αγαπάς το “Crispy Bacon” και κυρίως τι αναμνήσεις σου ξυπνά το “The Man With The Red Face» που αποτέλεσε το επικό φινάλε τις εμφάνισής του. Όπως σωστά παρατήρησε κάποιος από το σινάφι μας, πρόκειται για ένα κομμάτι που μπορεί να κρατήσει για πάντα.
Γιώργος Μιχαλόπουλος
Jimi Tenor & Tony Allen
Ενώ ο Laurent Garnier είχε ήδη ζεστάνει το κοινό του στην κεντρική σκηνή, στο Stage 2 εμφανίζονταν οι βασικοί λόγοι της παρουσίας μου στο φετινό Synch: ο Jimi Tenor και ο Tony Allen, μαζί με τα περισσότερα από τα μέλη των Kabu Kabu (τους συνοδοιπόρους δηλαδή του Tenor στις afrobeat αναζητήσεις του). Παρουσιάστηκαν όλες οι συνθέσεις του πρόσφατου Inspiration Information 4 (εκτός του “Cella’s Walk”), σε εκτελέσεις που επιβεβαίωναν τόσο την ποιοτική τους επάρκεια, όσο και τον jazz χαρακτήρα τους, ακολουθώντας, δηλαδή, τη φόρμουλα βασικό θέμα-σόλο/αυτοσχεδιασμός-βασικό θέμα-κλείσιμο. Οι περισσότεροι μουσικοί πρόσφεραν ένα (τουλάχιστον) αξιοσημείωτο σημείο πρωτοβουλιών, με απογειωτικότερο όλων εκείνο όπου ο Tenor –αποδεικνύοντας εμπράκτως την πολυπραγμοσύνη του– έπαιζε ταυτόχρονα φλάουτο και πλήκτρα(!), στο “Darker Side Of Night”. Κατά τα λοιπά, οι ροές ενέργειας υπήρξαν ικανοποιητικές, με την αναμφισβήτητη εκρηκτικότητα του μουσικού μείγματος και τον τραγουδιστή/άνθρωπο-λάστιχο, με τις ιδιόρρυθμες χορευτικές του κινήσεις να συμβάλλουν τα μέγιστα. Οι δε εκτελέσεις είχαν όλες κάτι ελκυστικό (διέφερε βέβαια λιγάκι η ποσοτική διαβάθμιση αυτής της έλξης) κι όμως εγώ έμεινα λιγάκι σκεπτικός: ίσως επειδή θεωρούσα τον Allen έναν μεγάλο drummer υπεράνω κατηγοριοποιήσεων κι έμεινα με την αίσθηση ότι «απλώς» η afrobeat ρυθμολογία αποτελεί πλέον μέρος του DNA του και όχι κάτι παραπάνω. «Τι περίμενες;», ήταν η απόκριση του κ. Κοτταρίδη στην έκθεση του εν λόγω προβληματισμού. Κι όντως... Κοιτώντας τις σόλο δουλειές του Allen, ο ίδιος δεν απομακρύνθηκε από αυτές τις συνδέσεις της Δυτικής jazz με τα επιβιώσαντα στοιχεία της νιγηριανής παράδοσης. Οπότε μένουμε σε αυτό και στη συνολική ευφορία που έφερε η συγκεκριμένη εμφάνιση και πρόβλημα ουδέν!
Βαγγέλης Πούλιος
DJ Krush
Στα καπάκια της μαζικής προσγείωσης απ' τους γαλλικούς αιθέρες του Laurent Garnier (και συνοδοιπόρων), άντε να τα βγάλεις πέρας με τις ανοιχτές ορέξεις του πλήθους –ή μήπως το κόλπο σε αυτές τις περιπτώσεις λειτουργεί αντίστροφα; Με δικής του κοπής instrumental hip hop επιχείρησε να ξεφύγει απ’ τα σχοινιά ο σεβάσμιος Ιάπωνας• και τούτη η χθόνια μπητοθεραπεία, αν και υπερβολικά αποξηραμένη για τα δικά μου γούστα συν εμφανώς μονόπαντη, έδειχνε να πιάνει ως λειτουργικό, αν μην τι άλλο, αντίπαλο δέος σε ό,τι είχε προηγηθεί στην κεντρική σκηνή του φεστιβάλ. Κοινώς αποδείχθηκε πως ο λαός αποζητούσε εμμονοληπτικό κάψιμο δίχως πολλές-πολλές απαιτήσεις συγκέντρωσης και τούτο ακριβώς έλαβε, μέσα στην ιδρωμένη αποθήκη του D7. Αν και τολμώ να το αποκαλέσω ολίγον της ξεπέτας, με ανεξήγητα κακή αίσθηση των κλιμακώσεων και τούμπαλιν, αλλά και με μερικά εύκολα χαϊδολογήματα του κοινού αισθήματος –όπως για παράδειγμα το επί τούτου τσοπάρισμα σε DJ Shadow.
Διονύσης Κοτταρίδης
Spyweirdos & Schema Ensemble
Κεντρική σημασία στην εμφάνιση του Spyweirdos με τους Schema Ensemble είχε η διαρκής και αμφίδρομη μουσική επικοινωνία μεταξύ του αποτελούμενου από κλαρινέτο, κιθάρα, πιάνο και τύμπανα κουαρτέτου και του ανθρώπου που έχει αναμιχθεί σε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες, cutting edge, εγχώριες δισκογραφικές δουλειές των τελευταίων ετών. Το κουαρτέτο παρείχε τη ζωντανή πρώτη ύλη για τα samples του Spyweirdos, με τα σήματα όλων των οργάνων να καταλήγουν στο laptop του, από όπου κι επιστρέφονταν κατόπιν παραμορφωμένα, ελλειπτικά και παραφρασμένα σε λούπες –πάνω στις οποίες προσθέτονταν νέα παιξίματα ή συμπληρωματικά εφέ. Σκιαγραφώντας ελευθεριάζουσες δομές, γεμάτες εσωτερική ένταση, και μετερχόμενοι συνηθισμένες ή περισσότερο εκλεκτικές χροιές, οι Spyweirdos & Schema Ensemble μας έδωσαν μια ιδέα της (εξαιρετικής, κατά πως φαίνεται) προσεχής δουλειάς τους και κέρδισαν απολύτως δίκαια το ειλικρινές (νομίζω) χειροκρότημα όσων τους παρακολούθησαν με τη δέουσα προσοχή: γιατί υπήρχαν κι άλλοι, οι οποίοι επέλεξαν τον χώρο του MySpace Audiorum για τις κοινωνικές τους επαφές –αλλά ας μην επεκταθώ. Πολλοί πάντως, φαντάζομαι, έμειναν με την ίδια με εμένα απορία: αυτοί οι φωτεινοί κύβοι ποιον ακριβώς ρόλο επιτελούσαν;
Βαγγέλης Πούλιος
Cayetano Soundsystem
Την επί σκηνής συνεύρεση του Cayetano με τον DJ Booker δεν την είχα πετύχει δυστυχώς, αν και το επιθυμούσα καιρό. Εφόσον λοιπόν θα εμφανίζονταν ξανά στα πλαίσια του Synch, είχα προαποφασίσει πως θα αποτελούσαν μια από τις σίγουρες στάσεις μου το σαββατιάτικο βράδυ. Και υπήρξαν πραγματικά μια ευχάριστη έκπληξη για μια χρονική περίοδο της βραδιάς όπου οι καλλιτέχνες που παρακολουθούσα αποδεικνύονταν μικρότεροι των προσδοκιών. Έτσι, μπαίνοντας στην αίθουσα D7, άκουσα downtempo breaks, μπάσα ζεστά μα συνάμα δυναμικά, scratches βγαλμένα από τη golden era του hip hop, ενώ διάχυτη ήταν η διάθεση για ρυθμικό κούνημα του κεφαλιού –ως αποτέλεσμα της ποιοτικής παρουσίας επί σκηνής. Ο κόσμος είχε αραιώσει βέβαια σε σχέση με τον DJ Krush, όσοι όμως κάθισαν μέχρι το τέλος της εμφάνισης των Cayetano & DJ Booker και άκουσαν το κλείσιμο με το remix τους στον Parov Stelar, τους επιφύλαξαν θερμό χειροκρότημα –αναγνωρίζοντας πως αυτό που περιμέναμε από τον Ιάπωνα θρύλο το ακούσαμε τελικά από δυο Θεσσαλονικιούς.
Τάσος Μαγιόπουλος
My Wet Calvin
Ομολογώ ότι τις είχα τις αμφιβολίες μου για το πώς θα λειτουργούσαν οι My Wet Calvin, ως μουσική οντότητα, σε μια κυλινδρική αίθουσα με καθίσματα σε αμφιθεατρική διάταξη, όπως ήταν το MySpace Audiorium Stage.. Βλέπετε ο συγκεκριμένος χώρος αποτελεί ιδανικό σκηνικό για μουσικές περισσότερο ατμοσφαιρικές και παρόλο που το εγχώριο συγκρότημα το διαθέτει γενικά αυτό το χαρακτηριστικό ως ένα από τα κύρια του ήχου του, δεν θεωρώ πως ταίριαξε απόλυτα με το όλο στήσιμο της αίθουσας. Στην αρχή της εμφάνισής τους έμοιαζαν σαν κάτι εντελώς συμπληρωματικό στο όλο σκηνικό ενώ, όσο περνούσε η ώρα, γινόταν φανερό ότι αποκτούσαν εξοικείωση με τον χώρο –οπότε κι ανέβαζαν τραγούδι με το τραγούδι την απόδοσή τους, αφήνοντας πίσω τους την μουδιασμένη αρχή, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν στο τέλος κάποια αξιομνημόνευτη εμφάνιση. Περισσότερο ως ευχάριστο γέμισμα της ώρας θα τη χαρακτήριζα, κάτι πάντως καθ’ όλα σεβαστό. Τουλάχιστον είχαν άκρως ενδιαφέρουσες στολές!
Τάσος Μαγιόπουλος