Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου

Η πρώτη μας επαφή ήταν στη μεγάλη οθόνη. Ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Leonard Cohen, το I’m Your Man, όπου ο Rufus Wainwright συμμετείχε ως ένας από τους επίτιμους φίλους-καλεσμένους. «Τι όνομα είναι αυτό», σκέφτηκα μόλις τον είδα, «στη γλώσσα μας θυμίζει κάτι σε ροφό ή ρουφιάνο». Και μετά χάθηκαν όλα από τα μάτια μου. Θυμάμαι ακόμα πώς ηλεκτρίστηκε η ραχοκοκαλιά μου όταν ερμήνευσε το “Chelsea Hotel’’. Και το “Hallelujah’’. Θυμάμαι ακόμη ότι εξαιτίας του πήγα και είδα την ταινία και δεύτερη και τρίτη φορά –κι ότι αγόρασα το soundtrack.

Κι έτσι τον γνώρισα. Σαν υπνωτισμένη άρχισα να ψάχνω λεπτομέρειες για εκείνον στο ίντερνετ. Βρήκα ένα τρομερό βίντεοκλιπ του “Across The Universe’’ (των Beatles) που, τυχαία, εκείνη την περίοδο είχα και ως ήχο κλήσης στο κινητό μου. Άκουσα κι άλλα από εκείνον –διασκευές γνωστών αγαπημένων καλλιτεχνών και κομμάτια δικά του. Γιατί μία από τις πολλές ιδιότητες του Rufus είναι και η τραγουδοποιία: είναι συνθέτης, στιχουργός, ερμηνευτής, performer και άλλα πολλά. Υπήρχε δε μια περίοδος που οι σταγόνες της βροχής και η φωνή του ταίριαζαν τόσο με το “Cigarettes And Chocolate Milk’’, ήταν σα να ’βλεπα στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου μπίλιες μικρές υγρές από χυμένο υδράργυρο. Κάπως έτσι μπήκε ο Rufus στη ζωή μου.

Ανακοινώθηκε συναυλία του στην Αθήνα. Καιρό τώρα, έκλεβα αφίσες από τον δρόμο και τις κολλούσα στην κουζίνα μου κι ονειρευόμουν τη φωνή του. Και το Σάββατο έφτασε. Με τον καιρό βροχερό και την ΕΜΥ να προβλέπει καταιγίδα για το βράδυ. Έφτασα στο βράχο του Λυκαβηττού στις 20.30. Δεν είχε πολύ κόσμο. Η σκηνή ήταν άδεια. Ένα επιβλητικό μαύρο πιάνο με ουρά και τίποτ’ άλλο. Πίσω είχε ένα άσπρο πανί, σαν οθόνη κινηματογράφου. Μία ώρα μετά –με αρκετά μεγάλη συνέπεια –έσβησαν τα φώτα, 21.30 ακριβώς. Μια κοπέλα εκ μέρους της διοργάνωσης μας καλωσόρισε ζητώντας μας να παρακολουθήσουμε το πρώτο μέρος της παράστασης χωρίς να χειροκροτούμε ανάμεσα στα τραγούδια.

Αμέσως μετά, στη σκηνή εμφανίστηκε ο Rufus, περπατώντας αργά προς το πιάνο. Ντυμένος στα μαύρα. Στην πλάτη είχε μαύρα φτερά, σαν έκπτωτος άγγελος, και πίσω του έσερνε μια μαύρη ουρά –σαν νύφη. Θεατράλε είσοδος. Κάθισε στο πιάνο κι άρχισε να παίζει. Εμείς, τσιμουδιά. Έπαιξε ένα-ένα όλα τα κομμάτια του νέου του δίσκου, All Days Are Nights, θέλοντας να αποτίσει φόρο τιμής στην πολυαγαπημένη του μητέρα, την επίσης τραγουδίστρια Kate McGarrigle, η οποία έχασε τη μάχη με τη ζωή λίγους μήνες πριν. Το άσπρο πανί πίσω του φωτίστηκε, προβάλλοντας στιγμιότυπα από ένα τεράστιο μάτι που ανοιγόκλεινε θλιμμένα. Υπήρξε λίγο τρομακτικό, γιατί οι βλεφαρίδες του ήταν τόσο τεράστιες και ευδιάκριτες ώστε μου θύμισαν πόδια αράχνης. Προσπάθησα όμως να μην το σκέφτομαι και πολύ. Ο Rufus ερμήνευε τα κομμάτια το ένα μετά το άλλο, ενώ οι σκηνές με τα μάτια εναλλάσσονταν, άλλοτε πολλά μικρότερα κι άλλοτε πάλι το μεγάλο μάτι ανοιγόκλεινε μόνο του. Σαν λυπημένος Κύκλωπας.

Το πρώτο μέρος τελείωσε με τον Rufus να αποχωρεί από τη σκηνή έτσι όπως μπήκε, με αργά βήματα και σέρνοντας πίσω του τη μαύρη ουρά. Ήταν ένα ρέκβιεμ που ισορροπούσε ανάμεσα στην οδύνη και τη λύτρωση. Αν ήταν άλλος θα ’χα φύγει, αλλά ο Rufus έχει μια φωνή σαν λαμπερό διαμάντι. Έκανε ακόμα και τους βράχους τριγύρω να ριγήσουν. Πίσω μου κάποιοι πολυταξιδεμένοι σχολίασαν ότι «αυτό που ακούσαμε έμοιαζε σαν φθινοπωρινή βόλτα στο Central Park της Νέας Υόρκης». Δεν έχω πάει, μα φαντάζομαι πως έτσι θα ’ναι περίπου το θέαμα. Μελαγχολικό και γοητευτικό.

Ξεκινά το δεύτερο μέρος και το σκηνικό έχει ελάχιστα μεν, αισθητά δε, αλλάξει. Τώρα το πιάνο βρίσκεται στο κέντρο και στη σκηνή σκορπισμένα κεράκια ρεσώ, τα οποία έδωσαν μιαν άλλη νότα στην ατμόσφαιρα, πιο νοσταλγική. Ο Rufus βγαίνει με γκρι κοστούμι και με κέφι τρελό και μας χαιρετάει, κάνει μαζί μας πλάκα, ξεκινάει να παίζει ενώ τον τυλίγει ένα κόκκινο φως, θυμίζοντας καμπαρέ. Ερμηνεύει τραγούδια από το σάουντρακ της ταινίας Moulin Rouge για την οποία έχει γράψει μουσική, μνημονεύει τον Jeff Buckley παίζοντας ένα του τραγούδι, αφιερώνει κι ένα τραγούδι στην αδερφή του Martha (επίσης τραγουδοποιό, αν δεν γνωρίζετε), μας μιλάει για τον πατέρα του, λέει για το χαμό της μητέρας του και πόσο τον επηρέασε βαθιά. Ευχαριστεί επίσης τον Άγγελο Φρέντζο –σχεδιαστή που τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση, φτιάχνοντας για εκείνον το συνολάκι της εμφάνισης του πρώτου μέρους, καθώς στο αεροδρόμιο κατάφεραν να χάσουν τις αποσκευές του! Ο Rufus όμως κάνει και πλάκα μαζί μας, σχολιάζει την κατάσταση και την ανοργανωσιά της χώρας αλλά καλοπροαίρετα, γιατί «μπορεί να σας πειράζω τους Ευρωπαίους, όμως πουθενά δεν υπάρχουν τόσο ωραία κωλαράκια σαν τα δικά σας!». Ναι, το τσακώσαμε το κομπλιμέντο.

Δεν κατάλαβα για πότε πέρασε η ώρα. Το σόου τελείωσε και ο Rufus μας έστειλε φιλάκια. Χειροκροτούσαμε εμείς δυνατά (είχαμε εξάλλου κρατημένο πολύ χειροκρότημα από το πρώτο μέρος, που τη βγάλαμε στα μουγκά!) και ο καλλιτέχνης ξαναβγήκε για 3-4 τραγούδια –εκεί ακούστηκε και το πολυαναμενόμενο “Going To A Town”. 12 παρά είχαν ανάψει τα φώτα και ο Rufus ήδη σχεδίαζε τις διακοπές του σε κάποιο ελληνικό νησί.

Δεν ήξερα ότι τον είχαν βιάσει στην εφηβεία του, δεν μ’ ένοιαζε που ήταν γκέι. Ο Rufus είναι ένας τεράστιος καλλιτέχνης με καταπληκτικό ταλέντο, ένα παιδί που θα μπορούσαμε να έχουμε κολλητό μας φίλο και να γελάμε με τις ώρες. Μια προσωπικότητα τόσο ταλαντούχα και μοναδική, η οποία έχει προσφέρει στη μουσική και θα συνεχίσει για πολύ ακόμη να μας χαρίζει τέτοια αριστουργήματα. Αν ήταν παιχνίδι θα ’ταν αερόστατο κι αν θα μπορούσε κάπου να ζει, είναι η Χώρα του Ποτέ.

Ένα από τα όνειρά μου είχε γίνει πραγματικότητα. Είδα τον Rufus από κοντά. Από πολύ κοντά. Έριχνε νότες από ψηλά και κατρακυλούσαν μέσα μας, σκάλωναν στα μαλλιά και στα νύχια μας. Στάθηκε στον καθρέφτη και είδαμε εκεί τον εαυτό μας. Κάτω απ’ το δέρμα μας κατοίκησαν για λίγο όλοι οι άνθρωποι που τον είχαν σημαδέψει. Ήθελε απλά να τραγουδήσει κι εμείς πίναμε τη μουσική του αχόρταγα. Ώσπου το μέσα μας να μουλιάσει.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured