φωτογραφίες:Έφη Κρητικού

Ένα ακόμα Synch ολοκληρώθηκε με επιτυχία, έστω και εν μέσω κρίσης, φέρνοντας στα μέρη μας διάφορους εκλεκτούς και φορτίζοντάς μας με κάμποσες μουσικές συγκινήσεις. Ακόμα κι αν –όπως αρκετοί επισήμαναν– φέτος δεν υπήρχε το μεγάλο όνομα. Διονύσης Κοτταρίδης, Βαγγέλης Πούλιος και Νίκος Σβέρκος καταγράφουν τι έγινε την Παρασκευή, όπου την παράσταση τελικά μάλλον έκλεψε η Peaches, έστω και αν είχε να ανταγωνιστεί Fuck Buttons, Get Well Soon, Fennesz και την τετράδα των Aethenor...

Get Well Soon

Στο Synch της οικονομικής κρίσης οι Get Well Soon ήταν must see. Δεν το λέω αυτό υποτιμώντας τους Γερμανούς (ή το ίδιο το φεστιβάλ). Κάθε άλλο. Θεωρώ ως… εκπλήρωση ενός εφηβικού απωθημένου, το ότι πλέον υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να πετύχεις ένα indie όνομα του παρόντος, την ώρα που του πρέπει. Ακόμα κι αν η μπάντα του Konstantin Gropper άφησε ανοικτές υπόνοιες ότι η φήμη τους υπερβαίνει. Εγκαινιάζοντας την κεντρική σκηνή του φεστιβάλ, ο Gropper μου φάνηκε πως έδωσε περισσότερο βάση στην κιθαριστική indie πλευρά της τραγουδοποιίας του, αφήνοντας την πιο διακριτική ατμόσφαιρα του Vexation λιγάκι παράμερα, προς χάριν της συναυλιακής έντασης. Πράξη η οποία ναι μεν λειτούργησε, προσφέροντας ένα ικανοποιητικό σετ, με αρκετές όμορφες στιγμές (όπως λ.χ. οι εκτελέσεις των “5 Steps/7 Swords”, “If This Hat Is Missing I Have Gone Hunting” ή της διασκευής στον ύμνο των Underworld, “Born Slippy”), με άφησε όμως να αναρωτιέμαι αν οι Get Well Soon απλώς θεωρούνται «καταλληλότεροι» ελλείψει υψηλού ανταγωνισμού. Ή, ακόμα, αν και κατά πόσο είναι ενδεδειγμένη μια δημιουργική ρότα που στοχεύει στις αρετές των επιρροών σου και όχι σε κάτι περισσότερο προσωπικό. Γιατί ΟΚ, καλό και άγιο το indie μελόδραμα, δεν ήρθε όμως η ώρα να γυρίσουμε τη σελίδα, μπας κι ανακαλύψουμε τι μας περιμένει και παρακάτω;

Βαγγέλης Πούλιος

Aethenor

Το Synch έκανε ξώφαλτσα μια ορθότατη κίνηση με το να εντάξει στο line up του την πρωτοποριακή τετράδα των Aethenor. Ανοίχτηκε έτσι σε ένα κοινό που μοιράζεται τη δίψα για αναζήτηση της διαφορετικότητας, έστω κι αν η indie νομενκλατούρα –βουτηγμένη στην ημιμάθεια και στη μετριότητα– το κατατάσσει στους «μεταλλάδες». Ο Stephen O’ Malley με τους επτά ενισχυτές του, ο David O’Sullivan με τα άρρωστα πειραγμένα πλήκτρα του, ο Steve Noble με το jazz παίξιμό του και το gong και ο Garm με τα αιθέρια φωνητικά και τις λούπες έδωσαν στο Stage 2 της Τεχνόπολης τη δική τους εκδοχή για τη μουσική έκφραση. Ξέθαβαν μια στο τόσο μελωδίες τις οποίες στη συνέχεια αποδομούσαν, τις τσαλαβουτούσαν στη λάσπη της παραμόρφωσης και εν τέλει τις θυσίαζαν στον βωμό της αδιαμεσολάβητης μουσικής κατάθεσης. Από τη σκηνή πέρασαν ουκ ολίγα ιδιώματα, σε ένα στεντόρειο σετ που εντυπωσίασε όσους επιλέγουν την πραγματική ακρόαση. Ο Ornette Coleman μπορεί να καυχιέται ότι τα παιδιά του φοράνε μαύρα ρούχα και λατρεύουν τους βρώμικους ήχους.

Νίκος Σβέρκος

Peaches

Σωβίνες Αθηνών και περιχώρων φάτε τη λάσπη της. Σκάει μύτη με το μπάσιμο του θέρους ως rock ‘n’ roll Γιέτι σε συσκευασία τσέπης, λέγοντάς τα κάτω από κιλά ζωώδους μαλλούρας –και μέσα σε δευτερόλεπτα μας έχει πιασμένους απ' τα από τέτοια. Ύστερα ξεφορτώνει με μια κίνηση την αρχέγονη μάτσο περιβολή της και ψεκάζει υφέρπον νάζι στο πλήθος μέσω “Talk Τo Me”, για να μας πατήσει κατόπιν (κυριολεκτικά) τους λαιμούς, πεζοδρομώντας στο ανθρώπινο πάτωμα έμπροσθεν της σκηνής. O Υιός, μας πληροφορεί, το έκανε στη θάλασσα, εγώ διαλέγω τα μούτρα σας κι ανάθεμα στην αδερφούλα που θα με ρίξει... Η μπάντα κοπανάει από γκλαμουράτους rock γόνους (βάλε μπροστά hard ή punk κι είσαι εντάξει) μέχρι τα αναμενόμενα electroclash μπήτια• και το μισής και μιας ώρας showoman-ιλίκι κυλάει σα νεράκι στην περίπτωση που το fun κατέχει εξέχουσα θέση στην προσωπική σου ιεραρχία. Κι αν κρίνω απ' τις ουκ ολίγες μπλούζες οι οποίες ανεμίζουν εκεί προς τα τελειώματα...

Διονύσης Κοτταρίδης

Fennesz & VJ Lillevan

Προσθήκη της τελευταίας στιγμής ετούτη του Αυστριακού μετρ του ευγενούς θορύβου, που φαίνεται ότι διαθέτει στην Αθήνα μπόλικους ακολούθους στις περιπέτειές του με την ηλεκτρική κιθάρα και τις κονσόλες – εξ’ ου και η σημαντική προσέλευση στο Stage 2, την ώρα που η Peaches παρίστανε την Τσίτα του Ταρζάν. Η θάλασσα, η βροχή, ο κίνδυνος του πνιγμού και οι αναμνήσεις των αγαπημένων μπήκαν στο επίκεντρο του σετ του Fennesz και του VJ Lillevan, το οποίο διάρκεσε δικαιολογημένα μόνο μισή ώρα. Ωστόσο αυτή η παρουσίαση απείχε παρασάγγας από την προηγούμενή του στο περσινό Synch, καθώς τότε ο εκνευρισμός του Fennesz από το σούρτα-φέρτα του κοινού ήταν έκδηλος. Την Παρασκευή ο Αυστριακός έδωσε ένα μικρό αλλά υπέροχα συνεκτικό δείγμα της αντίληψής του και της συνολικής δουλειάς του με ωραία οπτική απεικόνιση, ενώ το ενιαίο κομμάτι που «έπαιξε» συγκαταλέγεται στις βατές και άμεσες δημιουργίες του.

Νίκος Σβέρκος

Matt Elliott

Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος με μία μόνο κιθάρα; Αυτή ίσως ήταν μια απορία όσων επέλεξαν την Παρασκευή το αμφιθέατρο της Τεχνόπολης αντί του D7 (το μεγαλύτερο δίλημμα, για τον γράφοντα, στο φετινό Synch) δίχως να γνωρίζουν περί τίνος ακριβώς επρόκειτο. Οι υπόλοιποι νομίζω γνωρίζαμε. Γνωρίζαμε ότι θα παρακολουθούσαμε έναν μουσικό, ο οποίος –είτε σαν Third Eye Foundation, είτε απλά σαν Matt Elliott– συστήνει τη μουσική του στα φαντάσματα και στις εμμονές του, καταφέρνοντας έτσι να ξεκλειδώσει συναισθηματικές πόρτες. Και που στις ζωντανές του παραστάσεις, τείνει στον ακροατή του το χέρι για να τον ξεναγήσει στον προσωπικό του κόσμο, εγγυώμενος την όποια ασφάλεια προσφέρει η απόσταση της σχέσης δημιουργού-δέκτη. Με την κιθάρα υπό μάλης, τον στόλο των εφέ του αραδιασμένο στο δάπεδο, ο Elliott κατάφερε και απέδωσε πιστά –αν και περισσότερο απλουστευμένα ενορχηστρωτικά– την πνοή που εμφυσά στις συνθέσεις του, ενώ η αμεσότητα και η ειλικρίνεια της απλότητάς του αποτελούσαν την προτεταμένη χείρα. Παίζοντας και τραγουδώντας πάνω στις λούπες που μόλις είχε δημιουργήσει, βουτώντας τις (κατά το δοκούν) στον ωκεανό των εφέ, γέμιζε τον χώρο και παρήγαγε παρόμοιες με τους δίσκους στοιχειωτικές, αναζητούσες την τελική κάθαρση, ατμόσφαιρες με εξάρσεις όπου έφτανες να ακούς 5-6 κιθαριστικά θέματα και άλλα τόσα φωνητικά, το ένα μέσα στο άλλο. Με κορυφαίες (σύμφωνα με αυστηρά υποκειμενική κρίση) στιγμές τα “Something About Ghosts”, “I Name This Ship The Tragedy…”, “Bomb The Stock Exchange” («I don’t mean to be political or anything, but…» ήταν οι λέξεις που το προλόγισαν!), καθώς και την προτελευταία σύνθεση με ένα sample το οποίο μου υπενθύμισε ότι ο νέος του δίσκος θα κυκλοφορήσει ως Third Eye Foundation, αποτέλεσε την καλύτερη εμφάνιση της πρώτης ημέρας, τουλάχιστον για τον γράφοντα.

Βαγγέλης Πούλιος

Fuck Buttons

Όχι πως δηλώνω των λογαριασμών, μα τους τη χρώσταγε το εγχώριο κοινό τούτη τη βραδιά, μετά την παγωμένη υποδοχή που τους επιφύλαξε κανα-δύο χρόνια πριν. Αλλά κι αυτοί δεν κρατούσαν τίποτα απωθημένα, όπως αποδείχτηκε. Έλαβαν αντικριστές θέσεις ανάμεσα στην tech φαρέτρα τους και, απελευθερωμένοι απ' τα στουντιακά λουριά(;) του μίστερ Andrew Weatherall, παρήγαγαν ισόποσες εγκεφαλικές και σωματικές αποχυμώσεις με σταθερή κατεύθυνση απ' τη σκηνή προς τους παρευρισκομένους. Το κοινό δε με τη σειρά του αποκρίθηκε εντόνως μέσων κινησιολογικών εξάρσεων, μεταξύ των οποίων σημειώσατε και ουκ ολίγες στιγμές σοφτ χαμουρέματος! Προσωπικά βρέθηκα περικυκλωμένος από τουλάχιστον δύο ευτυχή ζεύγη... Για να ευθυγραμμιστώ και με το κλίμα, λοιπόν, το ένα «γαμωκούμπι» έφερε τη ρυθμολογική ευθύνη του σόου, είτε σαμπλάροντας σε πραγματικό χρόνο φυσικό επιδαπέδιο τομ, είτε παρατώντας αποφλοιωμένα beats να παρενοχλούν τη βολεψιά μας, όσο το έτερο γέμιζε τα ενδιάμεσα με συνθοκαταστάσεις και δειγματοληψίες. Γκολ και αγάπη λέμε... Τα σέβη μας άξια τέκνα των μεγάλων ελεκτρομαστόρων του Νησιού!

Διονύσης Κοτταρίδης















 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured