Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου
Δεν είμαι από τους ακροατές που συνηθίζουν να βάζουν τους μουσικούς και τη μουσική σε στεγανά. Δεν συνηθίζω να αντιμετωπίζω με μικρότερη σοβαρότητα τους συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής από τους άλλους, τους «συνεπείς». Ειδικά όταν μιλούμε για τον Zbigniew Preisner, άνθρωπο που έχει καταθέσει με συνέπεια και σοβαρότητα το στίγμα του εδώ και 25 χρόνια περίπου. Μάλιστα σε μένα η μουσική του επενέργησε και εντελώς αντίθετα σε σχέση με άλλους. Είμαι και ήμουν θιασώτης της κινηματογραφικής του μουσικής, χωρίς να βλέπω τις συγκεκριμένες ταινίες που αυτή η μουσική πλαισιώνει. Πρώτα άκουγα τη μουσική και μετά έβλεπα –και όχι πάντα– την ταινία. Για παράδειγμα, στην εφηβεία μου είχα ακούσει εκατοντάδες φορές τη μουσική από τη Διπλή Ζωή Της Βερόνικα, την οποία είναι ζήτημα αν την έχω δει έστω και μια φορά χωρίς διακοπές.
Πηγαίνοντας λοιπόν στο Μέγαρο είχα αυτή την αγωνία: θα μπορούσαν να ανταποκριθούν οι συνθέσεις του Preisner στις απαιτήσεις μιας ζωντανής εμφάνισης; Βλέποντας τον κόσμο να έχει τη χαλαρότητα την οποία επιδεικνύει συνήθως κάποιος σε ένα σινεμά (μόνο πατατάκια δεν κρατούσαν), να χειροκροτεί πριν από το τέλος κάθε έργου –εκνευριστική συνήθεια του απαίδευτου ακροατηρίου– κάτι είχε ήδη χαθεί: η κατάνυξη, το βασικό στοιχείο της μουσικής του αυτοδίδακτου Πολωνού συνθέτη. Μετά από το εξαιρετικό “De Aegypto”, όπου ο συνθέτης απέδειξε ότι το ενορχηστρωτικά λιτό είναι και σοφό (τι όμορφο να ακούς το βάσιμο να πηγαίνει από τα τύμπανα στο πιάνο και μετά στο εκκλησιαστικό όργανο, ενώ τη μελωδική γραμμή να τη μοιράζεται το σαξόφωνο, τα πνευστά της ορχήστρας, η σοπράνο Elzbieta Towarnicka και ο κόντρα τενόρος Piotr Lykowski), όλα φαίνονταν ότι θα πήγαιναν καλά. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν κύλησαν έτσι.
Η παρουσία του Μανώλη Λιδάκη, ο οποίος περισσότερο φώναζε παρά τραγουδούσε (άρρυθμα και κάποιες φορές παράφωνα), άρχισε να αποκαλύπτει το όλο πρόβλημα του εγχειρήματος. Η ανομοιογενής συμφωνική ορχήστρα του δήμου Βόλου άρχισε κι αυτή να φαλτσάρει: κυρίως τα έγχορδά της με δοξάρι στάθηκαν μαθητικού επιπέδου στη συνήχησή τους, σε αντίθεση με τη χορωδία της ίδιας πόλης, που φάνηκε πολύ πιο σοβαρή. Κατά δεύτερον, η μικροφωνική εγκατάσταση έβγαζε έναν θολό ήχο με υπερβολικό βάθος, αφαιρώντας από τη βραδιά την επαφή με τη φυσικότητα των οργάνων. Άλλωστε σε μια αίθουσα με τόσο καλή ηχητική απόδοση, τι χρειάζεσαι την ηχητική υποστήριξη τύπου Diogenis Palace; Και μέσα σε όλα, οι τραγουδιστές και ο διευθύνων εκείνη τη στιγμή τη συμφωνική ορχήστρα Preisner έλαβαν μέρος σε μια απίστευτη γκάφα: αντί να βγει στη σκηνή ο Λιδάκης, βγήκε η Elzbieta Towarnicka –αν κατάλαβα καλά– με αποτέλεσμα ο Preisner να τη στείλει στα παρασκήνια κακήν κακώς, ενώ εκείνη είχε ήδη ξεκινήσει να τραγουδάει! Λυπάμαι που το γράφω, μα τέτοια πράγματα δεν συμβαίνουν ούτε σε σχολικές παραστάσεις. Ως αποτέλεσμα, τα υπόλοιπα μέρη από το μέτριο σάουντρακ για την ελληνική ταινία Κουαρτέτο Σε 4 Κινήσεις αλλά και ένα μέρος από το ενδιαφέρον “Life” –κομμάτι που έχει αφιερώσει ο συνθέτης στη μνήμη του Κισλόφσκι– δεν ακούστηκαν με τη φωνητική συνδρομή της Towarnicka. Η οποία επέστρεψε πάντως αργότερα, για να τραγουδήσει, ανάμεσα σε άλλα, και το ένα μέρος του έργου Lacrimosa, μουσική πάνω σε κείμενο παρμένο από τη νεκρώσιμη ακολουθία (ρέκβιεμ). Μάλιστα η συγκεκριμένη λέξη (lacrimosa) σημαίνει στα ελληνικά «πένθιμη» κι εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα ότι η κατάσταση ήταν για γέλια και για κλάματα.
Από το γενικότερο ναυάγιο διασώθηκαν οι από χρόνια συνεργάτες του συνθέτη, δηλαδή η προαναφερόμενη Towarnicka (παρά τις τονικές αστάθειες και τις ατυχίες), ο κόντρα τενόρος Piotr Lykowski, η αρπίστρια Anna Sikorzak-Olek, ο πιανίστας Konrad Mastylo και o εξαιρετικός σαξοφωνίστας Jerzy Glowczewski. Από τους μη μόνιμους συνεργάτες του συνθέτη, η Ελένη Κεβεντσίδου (εκκλησιαστικό όργανο) υπήρξε από τους λίγους που κράτησαν την ψυχραιμία τους και απέδειξαν την αξιοπιστία τους στην πράξη.
Στο τέλος της βραδιάς άρχισα να σκέφτομαι μήπως θα ήταν φρόνιμο να αρχίσω να βάζω στεγανά στη μουσική και στους μουσικούς. Μήπως ο Preisner δεν ανήκει σε αυτούς τους σοβαρούς και δουλευταράδες ανθρώπους, όσους καταξιώνονται με τον καιρό λόγω της ουσίας της δουλειάς τους. Αναρωτιέμαι: δεν είδε ο Πολωνός συνθέτης πόσο άνισους μεταξύ τους συντελεστές έβαλε να παίξουν τα έργα του στο Μέγαρο; Υπήρχε άραγε χρόνος για επαρκείς πρόβες;