Φωτογραφίες: Έφη Κρητικού
«We are(x5) the Frank And Walters, we are(x5) the Frank And Walters». Και αυτό είναι το αγαπημένο τραγούδι του Paul Linehan(!), όπως μας ενημέρωσαν το Σάββατο το βράδυ στη Μύγα. Η μπάντα με τα 20 σχεδόν χρόνια πίσω της όχι μόνο δεν έχει χάσει το χιούμορ της, αλλά ούτε και την επί σκηνής δυναμική της.
Πριν όμως τους Ιρλανδούς, κατέλαβαν για μισή ώρα μόνο τη σκηνή οι δικοί μας Liarbirds (τη συναυλία άνοιξαν οι B-Sides, αλλά δεν τους προλάβαμε). Από τη μία το δέσιμο των οργάνων της μπάντας και από την άλλη η σεμνή αλλά αισθητή παρουσία των δύο τραγουδιστών, έδειξε ότι δεν χρειάζεται να κάνεις παπάδες για να κερδίσεις τον κόσμο. Αρκεί να διαθέτεις ενδιαφέρουσες συνθέσεις και στίχους, πράγμα που ευτυχώς ισχύει στην περίπτωση των Liarbirds.
Frank And Walters έπειτα, «Pure rock», για να χρησιμοποιήσω και την ατάκα κάποιου εκ των παρευρισκομένων, και όλα τα μωρά στην πίστα. Από indie προσωπικότητες, μέχρι τη γκόμενα με τη μπλούζα τίγκα στα στρας και τη γόβα στιλέτο. Από 18χρονα μέχρι κάτι άκυρους 50άρηδες που έφτασαν λίγο πριν το τέλος του live. Από τους επαγγελματίες φωτογράφους οι οποίοι πλησίαζαν τη σκηνή για να τραβήξουν την καλύτερη πόζα, μέχρι τον – κολλημένο σχεδόν πάνω στον Paul – αθάνατο γκρούπι του συγκροτήματος, που έπαιρνε φωτογραφίες ταυτόχρονα με τη μηχανή και το κινητό του και πιθανότατα έκρυβε στην τσάντα του μαγνητοφωνάκι, ώστε να μην χάσει λέξη ή νότα από τη βραδιά.
Οι Frank And Walters και δη ο frontman τους έκαναν τη δουλειά τους χωρίς στρες ή κόμπλεξ: δυνατά, ηχηρά και ζωντανά. Αυτός ο Ιρλανδός μάλλον είχε πιο μεγάλη ανάγκη να μιλήσει αυτό το Σαββατόβραδό του, παρά να τραγουδήσει. Ωστόσο, τα έκανε και τα δύο με επιτυχία. Συνεχώς αστειευόταν είτε με τους συναδέλφους του, είτε με τους από κάτω, αλλά η βαριά ιρλανδική προφορά του δεν με βοηθούσε ιδιαίτερα να καταλάβω τι λέει. Πολύς κόσμος πάντως γελούσε κι εγώ απλά τους θαύμαζα που μπορούσαν να συνεννοηθούν μαζί του. Σίγουρα βοήθησε και η ακουστική της Μύγας στο καλό κλίμα, καθώς αποδείχθηκε ιδανική. Σίγουρα επίσης βοήθησε και η ένθερμη στάση του ετερόκλητου κατά τα άλλα κόσμου, που χοροπηδούσε, χειροκροτούσε και μιλούσε στη μπάντα.
Το pure rock που προανέφερα εστιάζεται κυρίως στην απαιτούμενη τριλογία κιθάρα/μπάσο/ντραμς, καθώς και στον ροκ – με ψήγματα από ποπ – ήχο των Frank And Walters. Η φωνή δε του Paul Linehan κατάφερε, μέσα από μια αξιοσημείωτη ισορροπία, να βρίσκεται και πάνω αλλά και πίσω από τις μελωδίες, χωρίς έτσι να υστερεί κανένα από τα δύο ισχυρά χαρτιά των Ιρλανδών. Τελικά βέβαια, πιο ισχυρός άσσος από την τρέλα του Linehan δεν υπάρχει. Χωρίς να κάνει εκκεντρικότητες, φαινόταν η διάθεσή του και η θετική του ενέργεια, αρκεί να κρατούσε ένα μικρόφωνο και ένα μπάσο. Όσον αφορά στη Μύγα τώρα, νομίζω ότι όχι μόνο δεν περιόρισε τους βασικούς καλεσμένους της, αλλά αντίθετα ανέδειξε τη μουσική τους, έστω και στους λίγους που έδωσαν το παρών στη συναυλία.
Αν και όλο το σετ ήταν διαλεγμένο, δεν έλειψαν κάποιες απουσίες. Αλλά από τη μέση του μέχρι το τέλος ήταν μακράν διασκεδαστικό. Η έκρηξη εντοπίστηκε στο “Plenty Of Times”, συνεχίστηκε με το “This Is Not A Song” και κορυφώθηκε με τα “After All”, “Michael” και “Country Boy”. Το τελευταίο συγκεκριμένα έπαιξε στο ένα και μοναδικό encore, το οποίο ξεσήκωσε τους πάντες. Ο ξυπόλητος δε Linehan σκούπισε τη σκηνή (κυριολεκτικά) και μας αιχμαλώτισε με τη ρυθμική του και κατά περιόδους εκρηκτική κίνησή του. Και μας άφησε επίσης με την ελπίδα να ξαναβγούν. Ελπίδα ήταν και ελπίδα έμεινε...
Να μας ξανάρθετε, θα έλεγα εγώ...