Φωτογραφίες: Αρετή Σταυροπούλου
Όλα τα live που αποδεικνύονται άρτια στο σύνολό τους, έχουν συνήθως δυνατές αλλά και κάποιες λιγότερο ικανοποιητικές στιγμές. Αλλά το live του Σαββάτου στο Gagarin κατάφερε να είναι σταδιακά και εξ’ ολοκλήρου σχεδόν τέλειο – το σχεδόν μπαίνει γιατί ο (πρώην) frontman των τόσο αγαπητών στο ελληνικό κοινό Madrugada έπαιξε «μόνο» δύο ώρες και όχι μέχρι να μειωθεί στο 50% η ακοή μας! Μπαίνοντας στο μαγαζί, από τη μία ο συσπειρωμένος κόσμος – σε αυτό μάλλον βοήθησαν και τα support του Νορβηγού τραγουδοποιού Christer Knutsen και των δικών μας Illegal Operation, τα οποία δυστυχώς δεν πρόλαβα – κι από την άλλη η γενικότερη καλή ατμόσφαιρα, προδιέθεταν για μία αξέχαστη εμφάνιση. Ο Sivert Hoyem, όντως, δεν απογοήτευσε κανέναν.
Όλα συνέβαλλαν σε αυτό. Από τα σκηνικά και τα φώτα που, επιτέλους, φανέρωναν μία προϋπάρχουσα οργάνωση και δουλειά μέχρι τον προσεγμένο γενικά ήχο. Η κλειστή από το πλάι σκηνή, η κόκκινη αυλαία πίσω από τη μπάντα και τα φώτα τα οποία έπαιζαν με κίτρινους και λευκούς χρωματισμούς – με πιο έντονο φως όταν οι μουσικοί βρίσκονταν όλοι μαζί στην πρώτη γραμμή – παρέπεμπαν σε παράσταση στο London Theatre. Δεν νομίζω δε ότι ο Hoyem και η μπάντα του θα μπορούσαν να παίξουν καλύτερα, αφού όλα τα κομμάτια ανεξαιρέτως, σε συνδυασμό με όλα τα παραπάνω, καθώς και τη βαθιά και καθηλωτική φωνή του πρωταγωνιστή της βραδιάς συνέθεταν ένα σκηνικό μαγικό. Όλες δε οι κιθάρες έδεναν μεταξύ τους, όλες οι φωνές των υπόλοιπων μελών συμπλήρωναν τη φωνή του Sivert και τα χαμόγελα μεταξύ τους και προς το κοινό έκαναν το περιβάλλον οικείο.
Παρά το γεγονός ότι η περιοδεία αφορά στην προώθηση του τελευταίου – τρίτου κατά σειρά – σόλο άλμπουμ του, ο Sivert Hoyem χαροποίησε ιδιαίτερα το ελληνικό κοινό παίζοντας τέσσερα τραγούδια από το Madrugada παρελθόν. Το δε Moon Landing το ξεκοκάλισαν, αφού δεν άφησαν σχεδόν κανέναν τραγούδι έξω από το setlist της βραδιάς. Έκαναν μία πολύ δυναμική εισαγωγή με το “Belorado” και συνέχισαν με πολλά κομμάτια από το άλμπουμ, με κορυφαίες στιγμές – τουλάχιστον από άποψη διαύγειας της φωνής του Sivert – τα “Going For Gold” και “The Light That Falls Among The Trees”. Ακριβώς μετά, όμως, ήρθε το “Honey Bee”, στο άκουσμα του οποίου έγινε πραγματικά χαμός, μιας και ήταν και το πρώτο τραγούδι από τα παλιά. Στη συνέχεια, έπαιξαν το “Into The Sea” και το “Moon Landing”, με πολύ δυνατές κιθάρες, ξεσηκώνοντας τον ήδη ξεσηκωμένο κόσμο.
Στο πρώτο encore, αφού βγήκαν ξανά κατόπιν εντονότατου χειροκροτήματος, ο Sivert είπε γελώντας: «Αφού το ξέρατε πως θα ξαναβγαίναμε, δεν χρειαζόταν να το ζητήσετε!». Μας αποζημίωσε, όμως, πλήρως για τα κατακόκκινα χέρια μας στο δεύτερο encore με τα “What's On Your Mind” και “Majesty”, κατά τη διάρκεια των οποίων όλοι ήταν προσηλωμένοι στη σκηνή (εκτός από τον κλασικό Έναν, που θεώρησε καλό να μιλάει δυνατά όσο ο Sivert έπαιζε το δεύτερο με ακουστική κιθάρα, χωρίς τη συνοδεία της μπάντας του). Μάλιστα, όπως τόνισε ο τραγουδιστής, αυτά τα δύο κομμάτια τα έκαναν πρόβα μόνο για το ελληνικό κοινό (λανθασμένα είχα τις αμφιβολίες μου, γιατί τσέκαρα το setlist της προηγούμενης εμφάνισής τους).
Συνολικά, ένα live χωρίς σκαμπανεβάσματα, αφού η φυσική ροή των κομματιών απογείωνε σταδιακά τη μελαγχολία και ενίοτε τη χαρά, με όλα τα μέλη να συνεργάζονται άψογα. Οι pop και folk ήχοι εναλλάσσονταν αρμονικά, δίνοντας ομοιόμορφα τη θέση τους και στις μπαλάντες του σετ. Ανά διαστήματα είτε ο Sivert, είτε ο κιθαρίστας Cato «Salsa» Thomassen τοποθετούνταν πολύ μπροστά στη σκηνή και κοντά στον κόσμο, χαρίζοντας βλέμματα και χαμόγελα. Στο τέλος μάλιστα, αφού δέχτηκαν το ατελείωτο χειροκρότημα, χειροκρότησαν και εκείνοι με τη σειρά τους εμάς, στάθηκαν για λίγη ώρα στη σκηνή και οι πέντε, ο ένας δίπλα στον άλλο, και έκαναν υπόκλιση. Κάτι που ενδόμυχα κάναμε όλοι μας στο ταλέντο και την εμφάνισή τους στην Αθήνα, αλλά κυρίως στη μοναδική ικανότητα του Sivert να τραγουδάει υπνωτίζοντας τον κόσμο.