Φωτογραφίες: Nikos Z
Μια ολόκληρη ζωή – από το 1955 – ο Alfred «Pee Wee» Ellis φανκάρει, δίνοντας το δικό του groovy στίγμα, το οποίο έχει απλωθεί στον ήχο του James Brown, του Van Morrison στα 1980s, των J.B.Horns, καθώς και σε συνεργασίες με Αφρικανούς καλλιτέχνες. Στους περισσότερους το όνομά του μάλλον δεν σημαίνει τίποτα, όμως δεν παύει να είναι ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της δημοφιλούς μαύρης μουσικής. Το συναυλιακό του ραντεβού στο Half Note δεν θα μπορούσε λοιπόν παρά να γεμίσει με περισσή ικανοποίηση το κοινό της funky/soul ελληνικής κοινότητας – τουλάχιστον όσο και όταν οι αντοχές και η διάθεση καλλιτέχνη και κοινού μπορούν να συναντηθούν.
Το Σάββατο σίγουρα δεν αποτελεί την πιο γόνιμη επιλογή παρακολούθησης μιας συναυλίας στο Half Note, μιας και το γνώριμα αδαές και λαϊκότροπο-νεόπλουτο κοινό Ελληναράδων τύπου «κέρδισα μια πρόσκληση, δεν ξέρω όμως τι» είναι ικανό να μεταμορφώσει σε μεγάλο βαθμό μια κατ’ άλλα ποιοτική μουσική στιγμή σε μια ξενέρωτη βραδιά για γερά νεύρα. Λίγο μετά τις 10.30 πάντως – και ενόσω όλοι οι μουσικοί βρίσκονταν από την αρχή ανάμεσα στον κόσμο – εμφανίστηκε η πληθωρική, στιβαρή και αξιοσέβαστη φιγούρα του Pee Wee Ellis, ο οποίος, μαζί με την εκλεκτή μπάντα του, επιδόθηκε σε ένα δεκάλεπτο funky-jazz αίσθημα. Ο πρωταγωνιστής – αλλοτινός συνεργάτης και ενορχηστρωτής του James Brown κατά τη δεκαετία του 1960, μετά τον Nat Jones – κράτησε σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς ένα βαρύ (κυριολεκτικά και μη) προφίλ, δίνοντας τις απαραίτητες και εν τέλει δυνατές πάσες στους Tony Remy (κιθάρα, ιδρυτικό μέλος των Incognito) και Julian Crampton (μπάσο), που τα έδωσαν όλα σε μακροσκελή bluesy-funk σόλο και δυαδικές «συνομιλίες». Η παρουσία των υπολοίπων μελών του Assembly, δηλαδή των Guido May (ντραμς) και Jonathan Taylor (πιάνο, πλήκτρα) πλαισίωσε αρμονικά το όλο project, δίχως, όμως να ξαφνιάσει ή να απογειωθεί – αν κάποιος απαιτεί και κάτι παραπάνω σε ατομικό επίπεδο.
Το άλτο σαξόφωνο του Pee Wee άφησε κάποιες νότες κούρασης, όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορείς να πεις ότι η αίγλη ή εκείνο το funk άγγιγμα τόσων δεκαετιών έχει χαθεί. Η εμπειρία του και η σοφία του αναδύεται στις διακριτές και συνάμα διακριτικές «φυγές» του, είτε αυτές πηγάζουν από τα χρόνια που κουβαλάει ή από το τι επιθυμεί πλέον να μοιράζεται. Οι επιλογές, κατά ένα μεγάλο μέρος, ακολούθησαν το πνεύμα του νονού της soul James Brown, με συνθέσεις όπως “Pass The Peas” και “I Got The Feeling”. Όμως προσωπικά ξεχώρισα την αργή groovy-jazz εκτέλεση του “Cantaloop Island”, το θρυλικό “Chicken Soup” και το «smunk», όπως το αποκαλεί ο ίδιος ο Ellis (από το smooth και funk) “Blue Bell Pepper” για τα ανεπαίσθητα heavy funk γυρίσματά του. Δε θα μπορούσα να παραλείψω και τη συμμετοχή ενός σπουδαίου soul τραγουδιστή, του Fred Ross, ο οποίος σε αφήνει με τη γεύση ενός απολαυστικού «wanna be δύο σε ένα» James Brown-Stevie Wonder, χωρίς αυτό να διαθέτει μέτρα ή ανάγκη σύγκρισης – πώς θα μπορούσε, άλλωστε. Ο ίδιος τραγούδησε το “Just The Two Of Us” (παλιά επιτυχία των Bill Withers & Grover Jr.Washington), ενώ για το τέλος, στο αναμενόμενο encore, απολαύσαμε μια αρκετά αργή αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα εκδοχή του κλασικού “I Got You-Feel Good”, με σύσσωμη τη μπάντα σε δράση.
Οι εντυπώσεις στο σύνολό τους υπήρξαν λίαν ικανοποιητικές, όμως στο τέλος έβγαινες και ένιωθες ότι κάτι έμεινε στη μέση. Θες από τη μία το ανεκδιήγητο κοινό, που δεν αντιδρούσε σχεδόν σε τίποτα, θες τον ίδιο τον Pee Wee που δεν μπήκε στο τριπάκι του ξεσηκώνειν και ξεσηκώνεσθαι, η βραδιά έκλεισε με το συναίσθημα ότι εδώ ακούσαμε funk, όμως η δύναμή του κάπου χάθηκε στον αέρα. Από την άλλη, στην ερώτηση αν αξίζει να δεις αυτό τον καλλιτέχνη με την παρέα του, η απάντηση είναι ναι, σίγουρα. Τέτοιες μορφές αξίζουν την αμέριστη προσοχή μας, ιδίως όταν ομιλούμε για λάτρεις της μουσικής.