Δεν είναι εύκολο να αναμετρηθείς με καλλιτέχνες όπως ο Al Di Meola. Ανεξαρτήτως εάν σου αρέσει ή όχι η μουσική που παράγουν, μένεις άφωνος μπροστά στην τεχνική τους κατάρτιση και εντρύφηση στο όργανό τους. Με τις σκέψεις αυτές, και αφήνοντας παράμερα τις προκαταλήψεις μου για το υβρίδιο φλαμέγκο, jazz και (εσχάτως) αργεντίνικης μουσικής του Αμερικανού κιθαρίστα, πήρα θέση στο θεωρείο του Μεγάρου Μουσικής, έχοντας ακόμα στο μυαλό μου τις απαντήσεις που έδωσε στη – μόλις ελαχίστων ημερών – συνέντευξη την οποία είχα την ευκαιρία να του πάρω. Ομολογώ ότι την ίδια στιγμή, έχοντας πλήρη γνώση της θέσης αστέρα που απολαμβάνει ο Di Meola, φοβόμουν μήπως δω κάποια εμφάνιση αυτοαποθέωσης. Αν κι είχα κρατήσει άσβεστη την εικόνα του σοβαρού μουσικού που είχα αντικρίσει επί σκηνής, την τελευταία φορά που τον είχα δει, όταν είχε παίξει στην Ελλάδα συνοδεία των Paco De Lucia και John McLaughlin.
Ο Di Meola και η πενταμελής World Symphonia εμφανίστηκαν λοιπόν στις 20.46, μέσα σε γενικό και έντονο χειροκρότημα, με τον Αμερικανό κιθαρίστα να λέει κάποια καθιερωμένα ευχαριστώ και κάποια «βασικά» αστεία. Κατόπιν κόπηκαν ολωσδιόλου και τα αστεία και οι πλάκες. Γιατί; Γιατί πολύ απλά αυτό που διέκρινε τη συναυλία είναι ότι σε κανένα σημείο της δεν είχαμε τίποτε άλλο εκτός από (καλή) μουσική. Δεν υπήρχε καμία αυτοπροβολή, πέρα της ίδιας της αξιοσύνης του, δεν υπήρχε κάποιο πεντάλεπτο όπου ο Meola σόλαρε μόνος του προσπαθώντας να εντυπωσιάσει με την τεχνική του. Ό,τι είχαμε να δούμε το βρίσκαμε πάντα σε επίπεδο συνόλου και κυρίες και κύριοι η μπάντα αυτή στάθηκε πραγματικά εκπληκτικά, με οικονομία, λιτότητα και εκπληκτικές δυναμικές, χωρίς σε κανένα σημείο αυτό να αποβαίνει σε βάρος της ενορχήστρωσης. Ειδικότερα ο ακορντεονίστας Fausto Beccalossi ήταν πραγματικά υπερηχητικός, μιας και κατάφερε να κάνει αυτό το παρεξηγημένο από πολλούς (βάζω και τον εαυτό μου εδώ) όργανο να ποιεί μελωδίες που απηχούσαν όχι μόνο τους κλασικούς ήχους που περιμένουμε από αυτό, αλλά μία ολόκληρη πόλη και τους θορύβους της – ειδικά όταν η μπάντα πέρασε σε συνθέσεις του Astor Piazzola.
Ο Di Meola διέθετε παράλληλα μία ακατανίκητη γοητεία, ως μορφή, πάνω στη σκηνή μιας και δεν παρεκκλίνει με κουταμάρες από τον λόγο για τον οποίο που βρίσκεται εκεί – το να παίξει δηλαδή μουσική. Ειδικότερα οι δύο εναρκτήριες συνθέσεις (“Misterio” και “Siberiana”) υπήρξαν καθηλωτικές στην απολυτότητά τους. Και με τον όρο απολυτότητα εννοώ την αφοσίωση που επέδειξαν ο Κουβανός Victor Miranda στο μπάσο αλλά και ο drummer Ernie, χωρίς να υπάρχει καμία υστέρηση από τους υπόλοιπους της μπάντας, τον περκασιονίστα Gumbi και τον δεύτερο κιθαρίστα του οποίου δυστυχώς δεν κατάφερα να σημειώσω το όνομα και ζητώ συγγνώμη. Επίσης είχαμε μόνο μία σύνθεση με ηλεκτρική κιθάρα, παρόλο που έλαμπε με την παρουσία της όλη την ώρα στη σκηνή. Συνολικά, μαζί με το ένα και μοναδικό encore, όπου παίχτηκε το χιτάκι “Mediterranean”, δέκα συνθέσεις παρέλασαν στη συναυλία, προς τέρψη του (πολύ πιστού) ακροατηρίου, φανερά αποτελούμενο, κατά σεβαστό ποσοστό, από κιθαρωδούς της ημεδαπής. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν οι προαναφερόμενες στιγμές που αφορούσαν στον Piazzola, αλλά κι εκείνες από το αξιολογότατο τελευταίο άλμπουμ του Di Meola, Consequence Of Chaos (π.χ. “Turquoise”). Μιάμιση ώρα κράτησε συνολικά η στιβαρή του εμφάνιση και κάποιοι τυχεροί είχαν κατόπιν τη δυνατότητα να τους υπογράψει ο ίδιος ο βιρτουόζος το cd που αγόρασαν στο ισόγειο του Μεγάρου.
Να σημειώσω ότι δόξα τω θεώ δεν ακούσαμε κινητά να κουδουνίζουν κατά τη διάρκεια της συναυλίας (σύνηθες σε πολλές εκδηλώσεις του Μεγάρου), όπως και το ότι η αίθουσα (συμπεριλαμβανόμενων των θεωρείων) υπήρξε κατά τα 5/7 γεμάτη. Μία θαυμάσια εμπειρία, την οποία αισθάνομαι περήφανος που παρακολούθησα διότι εμπεριείχε μία εντρύφηση στη φύση της μουσικής που πολλές φορές ξεφεύγει από τους βιρτουόζους του επιπέδου και της φήμης του Di Meola (ανεξαρτήτως οργάνου και ηχητικού φάσματος). Στα λίγα αρνητικά εντόπισα κάποια προβλήματα της μίξης του ήχου (όπως τουλάχιστον αυτός έφτανε στα θεωρεία), με κάποιες παραμορφώσεις ανεπαίσθητες αλλά υπάρχουσες στην έτσι κι αλλιώς δύσκολη προς ηχοληψία κιθάρα του Di Meola – κι αυτό γιατί ο τελευταίος ακολουθεί το δόγμα της παραμορφωμένης ακουστικής κιθάρας (γεγονός που αφορά το παίξιμο του και όχι φυσικά το οποιοδήποτε κουτί παρέμβασης στην πηγή του ήχου). Θαυμάσια, απλά θαυμάσια...