Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου
Σκατά. Έχω γεράσει. Σκατά. Γιατί μόνο έτσι (πώς αλλιώς;) μπορώ να εξηγήσω το γεγονός ότι καμία συναυλία του φετινού καλοκαιριού, κανένας Klaxon και κανένας Friendly Fire δεν μπόρεσε να με συγκινήσει, να με κάνει να χορέψω, να τραγουδήσω και να φύγω από live με χαμόγελο πλήρους εμπειρίας, όσο αυτός ο μυστήριος ξερακιανός 57χρονος Αμερικανοσκοτσέζος. Κι ας μην τον είδα στο μπροστινό μέρος μιας – παραδομένης στην μπύρα και τους μπάφους – αρένας, αλλά στο κυριλέ, κλινικό, αποστειρωμένο Μπάντμιντον. Για το οποίο, ανοίγω παρένθεση, έχω να πω δύο πράγματα: αφενός μεν είναι το μοναδικό συναυλιακό μέρος το οποίο μπορεί να σου εγγυηθεί μια μίνιμουμ ποιότητα ήχου κι αφετέρου δε όλοι οι θαμώνες του μοιάζουν να συμπεριφέρονται με ένα πολύ συγκεκριμένο manual συμπεριφοράς, τύπου «τώρα χειροκροτούμε, άραγε; τώρα να βγάλω φωτογραφία; τώρα ήρθε η ώρα να σηκωθώ από τη θέση μου, μήπως σας ενοχλώ;». Ας κλείσει η παρένθεση…
Τα 3/5 περίπου της αχανούς σάλας δεν είναι γεμάτα (ευτυχώς για αλλαγή) από τους αιωνίως γκρινιάρηδες hipsters -ηδες της αλτερνατίβας, αλλά από τους 18ρηδες των 1980s που βαδίζουν στα –ηντα. Η ομάδα (όχι μπάντα ή ορχήστρα) του David Byrne, αλλά και ο ίδιος, είναι ντυμένοι στα λευκά. Ο πρώην Talking Head μπαίνει έχοντας όρεξη για αστειάκια. «Απορρίπτει» το ηχογραφημένο μήνυμα που προηγήθηκε και δίνει τη συγκατάθεσή του για φωτογραφίες, μας διαβεβαιώνει σαρκαστικά ότι μπορούμε να μιλάμε στο κινητό κατά τη διάρκεια του live, δηλώνει χαρούμενος που αυτή τη φορά η συναυλία δεν έχει προβλήματα λόγω ποδοσφαίρου (το 2004 είχε πέσει πάνω στον ημιτελικό του Euro) κι αργότερα, όταν κάποιος ουρλιάζει “Psycho Killer”, απαντά «ξέχασα να σας πω ότι αυτή η συναυλία έχει συγκεκριμένο μενού».
Το οποίο περιλαμβάνει κομμάτια από τις διάφορες συνεργασίες του με τον Brian Eno. Με κύριο όγκο το περσινό Everything That Happens Will Happen Today και τα τρία άλμπουμ των Talking Heads όπου ο φαλακρός Bρετανός οραματιστής υπέγραψε την παραγωγή. Θεωρητικά το νήμα ξεκινά (όχι χρονικά, αλλά αξιωματικά) από το καθοριστικό My Life In The Bush Of Ghosts, από το οποίο όμως o Byrne συμπεριέλαβε μόνο το “Help Me Somebody”. Ήταν το πέμπτο-έκτο κομμάτι του σετ και το προλόγισε ως εξής, αφοπλιστικά: «θα παίξουμε κάτι από ένα άλμπουμ που είχα κάνει 28 χρόνια με έναν Βρετανό μουσικό και παραγωγό που λέγεται Brian Eno. Χρησιμοποιήσαμε ‘found vocals’. Μετά από 2 χρόνια κάποιος τα βάφτισε samples».
Το περσινό άλμπουμ, μπλεγμένο με τα έπη των Talking Heads, φαίνεται ότι ήθελε χρόνο που ίσως δεν έδωσα. Το “Strange Overtones” ανοίγει τη βραδιά και το “I Feel My Stuff” κλείνει με την πολυθεματικότητά του την κανονική διάρκεια. Ενδιάμεσα και το “One Fine Day” είναι από τα highlights, αλλά - κακά τα ψέματα – όλοι θέλουν Talking Heads. Πάρε “I Zimbra”, πάρε και “Houses In Motion”, πάρε και “Born Under Punches”, πάρε τις μεταπάνκικες θεμέλιες λίθους του new wave, τις αφρικάνικες κρουστές εμμονές, το λευκό funk των γιάπικων μητροπόλεων, τη ρυθμολογία που υποχρέωσε τους νεώτερους να ανακαλύψουμε ο κύριος James Murphy με τα δύο άλμπουμ των LCD Soundsystem. Είναι 11 άτομα, όλοι κάνουν έστω και λίγο από τα πάντα, οι τρεις χορευτές στήνουν μικρά χορογραφικά νουμερα. Τόσο θεατρικά ταιριαστά με την ερμηνεία του Byrne και των τριών backing vocalists, αλλά και τόσο απλά κι essential ώστε συμμετέχει ακόμα και ο ίδιος.
Όσο πάμε σε μια λογική best of η φάση απογειώνεται. Κι εκείνος παραμένει δωρικός, κύριος της μπάντας και της σκηνής, και πάνω απ΄όλα weirdo. ΠΑΛΑΒΟΣ. Στον τρόπο που τραγουδά, που χορεύει σταυρώνοντας τα γόνατα, στον τρόπο που κατευθύνει τους σχεδόν συνομήλικους του από κάτω – τους οποίους είναι φανερό ότι «τους έχει». Πού είχαμε μείνει; Α, σκάει το “Once In A Lifetime”, σαν λήμμα από lifestyle αφιέρωμα «100 τραγούδια που πρέπει να έχεις ακούσει live μέχρι τα 30» - κι η φάτσα του άστεγου πρίγκιπα Νικ Νόλτε από το «Μούτρο του Μπέβερλι Χιλς» έρχεται στο μυαλό. Αλλά, τη σβήνει ο δυναμίτης του “Life During Wartime” και οι 50ρηδες ανοίγουν άλλο ένα κουμπί στο πολο τι-σερτ και κατεβαίνουν προς τη σκηνή. Αλλά, το καλό τους το φυλάει για το encore. “Take Me To The River” και “The Great Curve”. Αποσύρονται. Δεύτερο encore – παρασπονδία στην Eno πορεία, “Road To Nowhere” (η country κέλτικη ραψωδία ήταν το προσωπικό μου highlight) και “Burning Down The House”, το οποίο ερμηνεύει με το κορμάκι μπαλαρίνας με το οποίο μπορεί να τον έχεις δει στο ίντερνετ. Χαμός. Και τρίτο encore. Μια γεμάτη λυρική εκτέλεση του “Everything That Happens” και lights on.
Έχουμε μια ψευδαίσθηση ότι το έχει καταδιασκεδάσει και μας χάρισε μερικά λεπτά παραπάνω (σύνολο 1 ώρα και 50 λεπτά), αλλά το δίκτυο λέει ότι και την προηγούμενη εβδομάδα, στο Μπέρκλει, έκανε ακριβώς τα ίδια. Παρόλα αυτά ήταν το δικό μου live για το φετινό καλοκαίρι. Συμφωνούν και αρκετοί από όσους βλέπω στις σκάλες. Όταν δύο γενιές φλώρων, εκείνοι των 1980s κι εμείς οι σημερινοί διάδοχοί τους, αποχωρούμε, αν μη τι άλλο ευτυχείς…