Τις περιπέτειες του Avopolis (και) με το φετινό Ejekt τις πληροφορηθήκατε στο Other Side. Εμείς πάντως βρεθήκαμε στο Ελληνικό ιδίοις εξόδοις και σας δίνουμε την ανταπόκρισή μας από ένα φεστιβάλ άψογα διοργανωμένο, που δεν κατόρθωσε όμως να μαζέψει τον αναμενόμενο κόσμο. Η πρώτη μέρα ήταν κομμένη και ραμμένη για τους λάτρεις του εναλλακτικού κιθαριστικού ήχου, ανεξαρτήτως αμερικανο-βρετανικών αντιπαλοτήτων (οι Pixies ενώνουν!), και ιδού η γνώμη των Τάσου Βογιατζή, Ζαννή Βούλγαρη και Τάσου Μαγιόπουλου για τα τεκταινόμενά της...
White Lies
«You whispered where are you/I questioned your doubt», άδει σοβαροφανώς ο Harry McVeigh στο “Unfinished Business”. Λαμβάνοντας υπόψη την σύμμειξη ακατάλληλου ώρας και κλιματολογικών συνθηκών (ζέστη-λιοπύρι-κουφόβραση, που θα έλεγε και ο εκλιπών Μουστάκας), η απορία τους κάθε άλλο παρά έωλη είναι, μολονότι φρόντισαν με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο να ανταπαντήσουν. Εγγλέζοι στο ραντεβού τους (18.30 sharp) και για περίπου 50 λεπτά, οι White Lies αναπαρήγαν επιτυχώς μα όχι παντελώς διεκπεραιωτικά το ντεμπούτο άλμπουμ τους, με τον σχετικά λιγοστό κόσμο να πυκνώνει όλο και πιότερο τη σκηνή και λιγότερο τα αυτοσχέδια αναψυκτήρια και σουβλακερί.
Οι μεν αποζημιώθηκαν από αξιοπρεπέστατες εκτελέσεις (με την καλή έννοια) των “Farewell To The Ground”, “E.S.T.”, “The Price Of Love”, οι δε ακόμη αναμένουν την post-punk πλήρωση που δεν ήρθε ποτέ. Στο φώτο φίνις οι φεστιβαλιστές την καταβρήκαν με το “Death” - moshing, χέρια ψηλά και χαμόγελα ικανοποίησης ακόμα και από τον σφιγμένο McVeigh, ο οποίος εγκατέλειψε προς στιγμήν τη shoegaze πόζα, ζώντας με αυτοσυγκράτηση τον μύθο του στην Ελλάδα! Η αποδοχή του ήχου και της αισθητικής των Λονδρέζων post-punkers τελικά ουδόλως εκπλήσσει, καθώς το στυλιζαρισμένα μπαρόκ μελό αποτελεί δομικό στοιχείο του μουσικού γονιδιώματος του μέσου γηγενή ακροατή, ανεξαρτήτως προελεύσεως πομπού. Η σκηνική απόδοση των White Lies μπορεί μεν να δίχασε τα μέλη της rock μουσικογραφικής ιντελιγκένσιας – τουλάχιστον σε όσους το γλοιώδες PR άφησε λίγο χρόνο να τείνουν ευήκωα ώτα – όμως δεν παύουν να αποτελούν ένα έστω υποτυπώδες σημείο αναφοράς των μουσικών τεκταινόμενων του σήμερα.
Ζαννής Βούλγαρης
Starsailor
Μετά τους White Lies είχε έρθει η σειρά των συμπατριωτών τους Starsailor να πάρουν θέση στη σκηνή του Ejekt. Ποτέ δεν υπήρξα κανένας μεγάλος fan τους (χωρίς αυτό να σημαίνει πως τους αντιπαθούσα κιόλας), γι’ αυτό και ήμουνα αρκετά περίεργος να δω τι εντυπώσεις θα μου άφηνε ένα live τους. Και οφείλω να ομολογήσω ότι ξαφνιάστηκα ευχάριστα: μου άφησαν πολύ θετικές εντυπώσεις, παρότι η ώρα που βγήκαν στη σκηνή (γύρω στις 19.30) δεν ήταν και η πιο «συναυλιακή». Το συγκρότημα φρόντισε να γεμίσει το σετ του με όλες τις επιτυχίες του, όπως τα “Poor Misguided Fool”, “Alcoholic”, “Four To The Floor”, “Silence Is Easy”, “Good Souls” (με το οποίο και κλείσανε), ενώ έπαιξαν και το καινούργιο τους single, “Tell Me It’s Not Over”. Οι Starsailor καταφέρανε έτσι – προς τιμήν τους – και να ικανοποιήσουνε τους fans με τις παλαιότερες επιτυχίες τους, αλλά να παίξουνε και καινούργια κομμάτια για να προωθήσουν το νέο τους άλμπουμ, χωρίς να κάνουν κοιλιά στο πρόγραμμά τους. Σίγουρα δεν παρακολούθησα μια συναυλία ικανή να σημαδέψει κάποιον εφ’ όρου ζωής, αλλά δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι υπήρξε άνθρωπος στον χώρο του Ejekt festival ο οποίος δεν έμεινε έστω και λίγο ευχαριστημένος από αυτά που παρακολούθησε εκ μέρους των Starsailor.
Τάσος Μαγιόπουλος
Editors
Μας τα άλλαξαν πάλι οι Editors... Tα post-punk διαμαντάκια τους με τις απαραίτητες, όπως λέγαμε, αλλά όχι υποτιμητικές συγκρίσεις με τους Coldplay, έχουν παραχωρήσει τη θέση τους (τουλάχιστον κρίνοντας από τα τέσσερα νέα κομμάτια που ακούσαμε) σε ένα πιο Bladerunner βίτσιο. Tο ξεσηκωτικό και μεγαλομανές reverb δεν τους μοιάζει και τόσο ελκυστικό και αναγνωρίζουν ότι τα στάδια δεν τα γεμίζεις πλέον μόνο κλωτσώντας το τόπι προς τη σέντρα του mainstream. Καμιά φορά γίνεται κάνοντας και απλά το κέφι σου, και είναι σίγουρο ότι αυτοί οι πιτσιρικάδες κάθε φορά που ανακαλύπτουν κάτι αξιόλογο από το παρελθόν, θα το ενσωματώνουν. Kαι –γιατί όχι – θα είναι έτοιμοι να αλλάξουν και κατά πολύ τον ήχο τους. Από τη στιγμή πάντως που τα riffs τα γράφουν στα synthesizers και τα samples και οι drum λούπες παίρνουν τη θέση τους, το αποτέλεσμα γίνεται ελκυστικά κλειστοφοβικό, αλλά και ξεθεωτικό: μιλάμε για το κομμάτι "Papillon", τα μανιασμένα και μετρονομικά synths του οποίου μας αποζημίωσαν για ολόκληρο το σετ. Και μπορεί να φύγαμε με ένα χαμόγελο ικανοποίησης από την ακρόαση των "Munich", "The Racing Rats", "Bullets", "An End Has A Start", "Bones" και "Smokers Outside Hospital Doors", αλλά σίγουρα δεν καταφέραμε να μπούμε σ' αυτό το γνωστό trip που όλοι οι μουσικόφιλοι ευχόμαστε να μπούμε, προκειμένου να θεωρήσουμε ότι μια συναυλία αφήνει γερό το αποτύπωμά της στη μνήμη μας. Να 'ναι η φωνή, η οποία φάνηκε να μην ακολουθεί την περίσσεια ενέργεια, να 'ναι ο μετριότατος ήχος, να 'ναι η συνολική εικόνα ενός φεστιβάλ (κατα τ' άλλα άριστα διοργανωμένου) που δεν κατάφερε να μαζέψει ούτε 3.000 νοματαίους, με αποτέλεσμα να μοιάζει με σκορποχώρι (και αρκετά κρύο), να 'ναι η πικρή γεύση από το ότι δεν έπαιξαν άλλα αγαπημένα, όπως το "All Sparks"; Πολλά μπορεί να πει κανείς, που ίσως και να μην στέκουν, γιατί έχουν νόημα μεμονωμένο – είναι αυτή η μεταφυσική που τελικά τη χρησιμοποιούμε συναυλιακά για να μη μπούμε σε περιττές λεπτομέρειες. Ίσως και γι' όσους είδαν τους Editors για πρώτη φορά να μοιάζουν όλα αυτά περιττά μιας και η εμφάνισή τους ήταν καλλιτεχνικά άρτια και αν μη τι άλλο... τίμια. Αλλά είναι αναπόφευκτες οι συγκρίσεις με την εμφάνιση με το ιδρωμένο εκείνο απόγευμα στο Rockwave, στο οποίο πραγματικά ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες μας...
Τάσος Βογιατζής
Pixies
Είναι περίεργο να βλέπεις τόσο γνώριμες φιγούρες να εμφανίζονται μπροστά σου τόσο αλλαγμένες από το πέρασμα του χρόνου. O Frank Black με (αρκετά) παραπάνω κιλά, η Kim Deal επίσης – προσθέστε δε και μια κοντή κόμη – και ο Joey Santiago να μοιάζει σχεδόν «σφίχτης». Παρ’ όλα αυτά, μόλις ξεκίνησαν να παίζουν μουσική καταλάβαινες πως τίποτα δεν είχε αλλάξει στο στρατόπεδο των Pixies. Οι κραυγές του Frank ήταν παρούσες δίχως να έχουν χάσει κάτι από τον γνώριμο δυναμισμό τους, τα υποχθόνια φωνητικά της Kim εξακολουθούσαν να δίνουν στα κομμάτια τους αυτό το κάτι παραπάνω, ενώ ο Joey απέδειξε έμπρακτα πως δεν έχει αλλάξει σε τίποτα από το παιδί που αγαπούσε τις παραμορφώσεις είκοσι χρόνια πίσω.
Όσο για το σετ τους, αυτό μάλλον σαν best of του alternative rock ακουγότανε. Και τι δεν παίξανε οι Pixies την Πέμπτη. Με σειρά εμφάνισης ακούσαμε τα “U-Mass”, “Wave Of Mutilation”, “Caribou”, “Broken Face”, “Monkey Gone To Heaven”, “Bone Machine”, “I Bleed”, “Here Comes Your Man”, “Velouria”, “Dig For Fire”, “Nimrod’s Son”, “The Holiday Song” (προσωπικό απωθημένο του γράφοντα!), “Debaser”, “Hey”, “Gouge Away”, “Where Is My Mind?” και το “Gigantic” (συν κάποια ακόμα που δεν μας παίρνει ο χώρος να αναφέρουμε). Οι Pixies, αν και σε σημεία ο ήχος δεν τους βοηθούσε, έδωσαν μια άρτια σε τεχνικό επίπεδο συναυλία, η οποία όμως διέθετε και μπόλικη ψυχή. Κι όταν πας να δεις μια μπάντα που έχει σημαδέψει την εφηβεία σου αυτό ίσως είναι και το μοναδικό που ζητάς. Και οι μικρότεροι πάντως σε ηλικία φάνηκαν να το διασκεδάζουν πολύ, αν κρίνω από τους ξέφρενους χορούς και την ένταση στις πρώτες σειρές κοντά στη σκηνή.
Τάσος Μαγιόπουλος