Φωτογραφίες: Σπύρος Μητρόπουλος
Παρά τους φόβους που είχαν εκφραστεί ότι το φετινό Synch δεν θα «τράβαγε», λόγω της απουσίας ενός μεγάλου ονόματος με πιο μαζική απήχηση, το ελληνικό κοινό έδειξε ότι έχει και τη θέληση, αλλά και την όρεξη να στηρίξει και λιγότερο δεδομένα πράγματα – παρά μάλιστα τις ανησυχίες για κρίση και τον συναυλιακό πλουραλισμό του καλοκαιριού. Με μεγάλη επιτυχία έκλεισε λοιπόν ένα ακόμα Synch, με τους Fujiya & Miyagi και Puppetmastaz να κλέβουν τελικά την παράσταση από τους Tortoise κατά την πρώτη του μέρα. Διονύσης Κοτταρίδης, Βαγγέλης Πούλιος, Νίκος Σβέρκος και Χάρης Συμβουλίδης βρέθηκαν στην Τεχνόπολη την Παρασκευή για τα περαιτέρω...
JAZZANOVA
Εξ ορισμού σχεδόν, το όνομα που ανοίγει μια συναυλία (πόσο μάλλον ένα φεστιβάλ), έχει την ίδια περίπου χρήση με τη θερμαντική αλοιφή για τους αθλητές. Στο φετινό Synch τον ρόλο αυτό είχαν αναλάβει οι Jazzanova. Ενώ λοιπόν ο κόσμος έμπαινε με έναν χαλαρό ρυθμό στο σκεπτικό του φεστιβάλ, η κολεκτίβα από το Βερολίνο είχε αναμμένες τις nu soul μηχανές της και με καλή διάθεση και ενέργεια προσπάθησε να κινητοποιήσει τον κόσμο, ρίχνοντας το κέντρο βάρους του σετ περισσότερο σε αυτή τη νεωτεριστική soul αισθητική (ελέω και Paul Randolph) και λιγότερο σε nu jazz ηλεκτρονικά περάσματα, ακολουθώντας δηλαδή την πορεία του περσινού τους άλμπουμ Of All The Things. Ακούστηκαν έτσι μεταξύ άλλων τα “Little Birds”, “Lucky Girl”, “I Can See”, αλλά και κάποια παλαιότερα (νομίζω πως πήρε το αυτί μου το “Fedime’s Flight” για παράδειγμα), ενώ στο encore παίχθηκε ένα 15λεπτο soul/jazz κομμάτι που έδωσε την ευκαιρία στους περισσότερους από τους 9 επί σκηνής μουσικούς να κάνουν ένα σόλο πέρασμα.Αξιοσημείωτο ότι στο τέλος αυτού του 15λεπτου jamming εμφανίστηκαν στη σκηνή δύο από τις μαριονέτες των (επίσης Βερολινέζων) Puppetmastaz, οι οποίοι εμφανιζόταν αργότερα. To live χαρακτηρίστηκε νομίζω από μια μετριότητα, όχι γιατί οι Jazzanova δεν έδειξαν τον καλό τους εαυτό – αφορά νομίζω περισσότερο τη μουσική τους προσέγγιση εν γένει. Αποτέλεσαν πάντως μια καλή εισαγωγή στο Synch 2009, ένα καλό «ζέσταμα» εν όψει της σημαντικότερης συνέχειας.
Βαγγέλης Πούλιος
EBONY BONES
Το hype είναι κάτι που δεν σου αφήνει πολλά περιθώρια αδιαφορίας: όλοι θέλουν να ρίξουν μια ματιά στο «δια ταύτα» και μπόλικος έτσι κόσμος μαζεύτηκε στο Open Air 2 μόλις είδε φιγούρες με πολύχρωμα, περίεργα κοστούμια πάνω στη σκηνή και άκουσε τους πρώτους ήχους της Ebony Bones. Περιστοιχιζόμενη από μια ικανότατη μπάντα, η Βρετανίδα έπεισε γρήγορα ότι το hype, στην περίπτωσή της, δεν υπερβάλλει και τόσο.
Άλλοι μπορεί να είχαν καταστεί περίγελος αν ανάλογα παρδαλές αμφιέσεις δεν συνοδεύονταν από μουσική της προκοπής, εκείνη όμως πέτυχε να πείσει για τον ενιαίο και μελετημένο χαρακτήρα του σόου της. Καλή φωνή, νευρώδη παιξίματα από τους μουσικούς της (ειδικά από τον drummer), έντονη και καλά χορογραφημένη κίνηση και μελωδίες χτισμένες στη δύναμη του ρυθμού με κέρδισαν προσωπικά από την αρχή κιόλας – μου άρεσε μάλιστα περισσότερο να βλέπω την Ebony Bones, από να την ακούω στο cd. Δυστυχώς όμως οι παρευρισκόμενοι αποδείχθηκαν κρύοι μαζί της και φειδωλοί στο χειροκρότημα και τη συμμετοχή τους. Μάλλον την αντιμετώπισαν ως ένα εξωτικό...φρούτο, με τη μουσική του οποίου δεν ήξεραν ακριβώς τι έπρεπε να κάνουν.
Χάρης Συμβουλίδης
FLORENCE & THE MACHINE
Καθώς αναμένω από θέση μέσα δεξιά την εμφάνισή της για να διαπιστώσω εκ του σύνεγγυς προς τι ο σπαραγμός, το hype έρχεται και λαλάει με το στόμα όπισθεν συνθεατή, ανακατεμένου σε σύνηθες συναυλιακό πηγαδάκι: «ό,τι πιο hot κυκλοφορεί φέτος αγαπητοί…». Κι ορίστε που η ερυθρομαλλούσα ανεβάζει στη σκηνή τα δίμετρα κάτω άκρα της πάνω σε δωδεκάποντο στιλέτο και μένα με κυκλώνει μια θέρμη ψαρωτική. Πάντως, δεν αργώ να την ξεπεράσω – βάζει το χεράκι της η επί τούτου υπερβολική φωνή της – ενώ τα πράγματα αρχικά βαίνουν ολίγον περίεργα. Νιώθω πως διακυβεύεται (και χάνεται νωρίς) κάποιο καλλιτεχνικό στοίχημα, κάπου ανάμεσα σε θεατρικές λιποθυμίες, κυματισμούς της μαύρης της κάπας και μιας μάλλον διακοσμητικής αρπίστριας. Μια κάποια αναστροφή της κατάστασης καταφτάνει απ’ το “Dog Days” κι έπειτα, αλλά περισσότερο ελέω αλωνίσματος της Florence. Κατέρχεται στο κοινό για φυσικό bonding, ποδομετράει τα στηρίγματα της σκηνής για να μας τραγουδήσει από τα ψηλά, κι όλα αυτά δίχως να αποχωριστεί το δωδεκάποντο. Επειδή όμως δεν μιλάμε για διαγωνισμό περπατήματος υπό δύσκολες συνθήκες: εκείνο που πιάνουν τα ταπεινά αυτιά μου είναι μια μέτρια κιθαριστική brit μπάντα με κανα-δυό χιτάκια έτοιμα προς κατανάλωση, μια ρέπουσα προς την υπερβολή frontwoman (δεν μου προκύπτει το «γιατί») και μια συνολικότερη arty επίστρωση (πατούρα που λέει κι ο Τζιρίτας) σε ρόλο έξυπνου προωθητικού μηχανισμού.
Διονύσης Κοτταρίδης
FUJIYA & MIYAGI
Μια κιθάρα jazzmaster, μπόλικα synths και κουμπάκια, ένα μπάσο και ντραμς. Με αυτή τη σύνθεση η τετράδα των Fujiya & Miyagi κατάφερε και έδωσε το πιο έντονο live της πρώτης μέρας του Synch. Ίσως αυτό μοιάζει ιερόσυλο. Ίσως, αλλά τελικά πάνω στη σκηνή αναμετρώνται οι πάντες. Τέλος πάντων, ο έντονος χαρακτήρας της εμφάνισής τους μοιάζει λίγο αντιφατικός, αν αναλογιστεί κανείς ότι η μουσική τους κάθε άλλο παρά «δυνατή» ή «γκαζωμένη» θεωρείται. Εκεί όμως είναι το κόλπο, αφού οι απλοί ρυθμοί και τα ντροπαλά παιχνίδια της κιθάρας εγκλωβίζουν τον ακροατή σε ένα συνεχές κούνημα. Να μια απλή συνταγή για ένα καλό live. Χωρίς περιττά κοσμήματα, χωρίς αισθητικούς εκβιασμούς.
Στο φόντο, αμέτρητα πολύχρωμα ζάρια εναλλάσσονταν φτιάχνοντας εικόνες, μεταξύ άλλων, με pacman, με κιθαρίστες και skate-boarders. Η μουσική, με σταθερό άξονα την ιδιαιτερότητα της μπάντας, στροβιλιζόταν από τους ηλεκτρονικούς ήχους μέχρι και το πρώιμο post-punk. Οι ψίθυροι του David Best μαζί με τους σεμνούς αλλά εθιστικούς ήχους που παρήγαγε ο Steve Lewis ενώνονταν σε μια δυνατή οντότητα, η οποία παρέσερνε τον κόσμο στο χορό. Κυρίως τα “Knickerbocker”, “Collarbone” και “Ankle Injuries”, σε εκτελέσεις αρκούντως δυνατότερες από τις αντίστοιχες στο στούντιο, ξεσήκωσαν τους πολυάριθμους – και ενθουσιασμένους – παριστάμενους. Και ήταν μια εμπειρία πραγματικά όμορφη. Απλό.
Νίκος Σβέρκος
TORTOISE
Πολλοί περίμεναν την εμφάνιση των Αμερικανών, άλλοι με ανυπομονησία και άλλοι με περιέργεια. Όλοι πάντως είχαν πάνω-κάτω τους ίδιους λόγους. Κατά πρώτον, πρόκειται για ένα σχήμα που πάντα είχε στις τάξεις του πολύ καλούς μουσικούς. Κατά δεύτερον, η μπάντα από το Chicago φημίζεται για την τρομερή ενέργεια που εκπέμπει επί σκηνής. Έτσι κι αλλιώς οι Tortoise αξίζουν τον σεβασμό όλων. Ανεξαρτήτως όμως από όλα τα αξιώματα για το πρωτοποριακό συγκρότημα, η εμφάνισή τους ήταν νομίζω απογοητευτική – γνώμη με την οποία ξέρω ότι πολλοί θα διαφωνούν και μάλιστα έντονα. Ας δούμε όμως τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση. Η τεχνική δεινότητα δεν είναι ευθέως ανάλογη με την ερμηνευτική ικανότητα: ένας εξαιρετικός μουσικός μπορεί δηλαδή να κάνει «παπάδες» επί σκηνής, αλλά αυτό από μόνο του είναι κούφιο. Το “Prepare Your Coffin”, που άνοιξε το σετ, τράβηξε βλέμματα, αλλά η χαρακτηριστική ομοιότητα των επόμενων κομματιών, σε επίπεδο ήχου και ηχοχρωμάτων (με δεσπόζουσα τη χρήση πλήκτρων), έδειξε ότι δεν αρκούν δυο καλοί ντράμερ για να ξελασπώσουν την κατάσταση. Έτσι το αποτέλεσμα ακουγόταν άνευρο, και ρηχό. Στις πιο jazz στιγμές, όταν οι Tortoise πέρασαν από το TNT για παράδειγμα, τα πράγματα έμοιαζαν να μπαίνουν σε μια σειρά. Αλλά στο τέλος, παρά και τo δυνατό crescendo, έμεινε μόνο η αίσθηση του ανολοκλήρωτου.
Νίκος Σβέρκος
FRIENDLY FIRES
Ομολογώ πως αντίθετα με κάποιους άλλους, δεν έχω και σε μεγάλη υπόληψη το ομώνυμο ντεμπούτο τους, εξ’ αιτίας των (σχετικά νεόκοπων) ζητημάτων που διαθέτω με τις disco/post punk αναβιωτικές δυνάμεις. Έτερον εκάτερoν δεν λένε όμως; Το “Paris”, για παράδειγμα, ζωντανά κερδίζει ακόμα περισσότερους πόντους στην ανθεμική κλίμακα (άλλοι θέλουν να μείνουν στο Παρίσι, άλλοι στο Λονδίνο, κι άλλοι στη Νέα Υόρκη – τι έγινε ρε παιδιά όλοι μετακομίσεις ορέγονται;). Όσο για το “Jump In The Pool” αποκτά ένα πιο ευδαιμονικό groove καθώς σου μεταδίδει πρόσχαρα τις χαζοβιόλικες ρυθμικές του λεπτομέρειες. Αντίχειρες προς ταβάνι μεριά (thumbs up), και για τον τυπάκο πίσω απ’ το μικρόφωνο ο οποίος ξεκουνιέται ακέραιος δίχως το παραμικρό ίχνος ποζεριάς, κοινοποιώντας και σωματικά το ευτυχές των στιγμών – τα αισθήματα του κοινού, άλλωστε, αποδείχθηκαν αμοιβαία. Εκείνη η μονής αισθητικής διάστασης δισκογραφική τους εκδοχή φαίνεται πως μένει εντός των στούντιο τειχών, για χάρη μιας φυσικής επαφής ζουμερής, ογκωδέστερης και εν τέλει αρκούντως διασκεδαστικής.
Διονύσης Κοτταρίδης
EVRIPIDES & HIS TRAGEDIES
Η προσέλευση του κόσμου στο Αμφιθέατρο για να ακούσει τον Ευριπίδη και τις Τραγωδίες του ήταν εντυπωσιακή. Εκτός αν πρόκειται για μια από αυτές τις περιπτώσεις που πράγματα κινούνται κάτω από τη μύτη σου και ξαφνικά ξεσπάνε με έναν τρόπο ελπιδοφόρο. Οι ιστορίες που έλεγε με το πιάνο του συγκίνησαν και εντυπωσίασαν. Πιο πίσω οι Τραγωδίες συνόδευαν εν χορώ με θεατρικότητα και εφηβική αθωότητα. Τα κομμάτια, τα περισσότερα από τον πρώτο δίσκο της μπάντας, λάμβαναν ενθουσιώδες χειροκρότημα, ενώ δεν έλειψαν και οι ξέφρενοι χοροί από κάποιους θεατές. Ο ίδιος ο Ευριπίδης, φανερά ντροπαλός, ευχαριστούσε και έλεγε έναν πρόλογο για το κάθε του κομμάτι, ενώ ο κακός χαμός έγινε στο «κρυμμένο» του δίσκου – ένα πιανιστικό μελαγχολικό τραγούδι στα ελληνικά, για την ελληνική καθημερινότητα του ξημερώματος. Το κύριο προτέρημά της μπάντας είναι ο τρόπος με τον οποίον εξελίσσουν τα κομμάτια. Ένα κύριο pop μουσικό θέμα, που στη συνέχεια το αναλαμβάνει η μπάντα και οι φωνές και εν τέλει καταλήγει σε ένα πανηγυρικό κλείσιμο. Αν ο χώρος του Αμφιθεάτρου (ηχητικά και κλιματιστικά) ήταν καλύτερος τότε όλα θα κυλούσαν και πιο εύκολα. Και πάλι όμως, ήταν μια εμφάνιση η οποία εξέπληξε, κυρίως λόγω της ανταπόκρισης που βρήκε από το κοινό. Μην αναρωτηθείτε αν από εδώ και πέρα οι Evripidis & His Tragedies γίνουν συχνοί επισκέπτες στην Αθήνα…
Νίκος Σβέρκος
PUPPETMASTAZ
Οι μαριονέτες, σημειώνοντας μια νίκη στον πόλεμο με τους ανθρώπους, κατέλαβαν το οχυρό του D7 στην Τεχνόπολη και ραπάροντας με απόλυτο hip hop attitude μας παρουσίασαν το ξεχωριστό τους σόου. Στα ενδιάμεσα φιλονικούσαν για το ποια θα πρέπει να είναι τα απαραίτητα εργαλεία της επανάστασής τους εναντίον των ανθρώπων ή τα ιδανικά ενός σωστού puppet, ενώ μας άφησαν να εκλέξουμε και τον ηγέτη τους (αν και τελικά ο υπερόπτης Mr. Maloke κατέλαβε μάλλον δικτατορικά τον θρόνο). Εκτός των γήινων (Mr. Maloke, Snuggles The Bunny, Tango, Wizard The Lizard κ.α.) προς βοήθειά τους στον βρώμικο αυτό πόλεμο έσπευσαν και εξωγήινα puppets, μαζί με το ασώματο κεφάλι του Elvis, που κρατούσε το FBI για μυστικές αναλύσεις! Όλα αυτά υπό τους ήχους hip hop μουσικής, η οποία μπορεί να μην ενθουσίαζε, κρατούσε όμως τον κόσμο σε ένα όμορφο groove. Το τελευταίο άλμπουμ των Βερολινέζων, The Takeover, είχε την τιμητική του, ενώ μουσικό highlight του σετ αποδείχθηκε το “Reservoir Foxin”, με το εκρηκτικό drum n bass ξέσπασμά του. Κάποιος σκεπτικιστής, βέβαια, ίσως πει ότι δεν ήξερε τι ακριβώς γινόταν πίσω από το παραβάν (αν και κατά πόσο το μουσικό αποτέλεσμα ήταν προηχογραφημένο δηλαδή – οι τέσσερις ανθρώπινοι (!) MC βγήκαν σε κάποιο σημείο μπροστά, σε μια προσπάθεια απόδειξης του live του θέματος). Όμως τελικά το σόου των Puppetmastaz είχε περισσότερο να κάνει με την πρωτοτυπία του, το έξυπνο στήσιμό του και την αστείρευτη ενέργειά τους. Και κρίνοντας από τα χαμόγελα που σκόρπισε, νομίζω κέρδισε δίκαια τα χειροκροτήματα και τον τίτλο της έκπληξης της πρώτης μέρας.
Βαγγέλης Πούλιος
CLUSTER
Σκηνή απλή – γεμάτη μηχανήματα – σαν γωνίτσα από εργαστήρι ημίτρελης μεγαλοφυΐας, με την εικόνα ενός πέτρινου εξοχικού να «διακοσμεί» το φόντο, προβαλλόμενη στον προτζέκτορα. Δύο προχωρημένης ηλικίας φιγούρες σκυμμένες από πάνω πείραζαν κουμπιά. Κάπως έτσι πρέπει να φάνταζε το σκηνικό σε όσους δεν ήξεραν τι είχαν έρθει να δούνε στο Αμφιθέατρο – και πολλοί δυστυχώς από όσους το γέμισαν δεν είχαν ιδέα τι εστί Cluster. Δεν νομίζω ότι ο Moebius με τον Roedelius έπαιξαν πάνω από 45 λεπτά, μα τα τρία αυτά τέταρτα τα γέμισαν αλλόκοσμη ομορφιά, παραδίδοντας μαθήματα στο πώς ένα αυστηρά δομημένο μουσικό πλαίσιο, βουτηγμένο ως τα μπούνια στον πειραματισμό, στην αφαίρεση και στον ηλεκτρονικό αυτοσχεδιασμό, μπορεί να επενδυθεί με τόσο συναίσθημα και με τόση ομορφιά. Νομίζω ότι έπαιξαν κάτι και από το καινούργιο τους άλμπουμ οι Γερμανοί, το Qua, αλλά ήμουν αποκαμωμένος εκείνη την ώρα για να λειτουργεί η μνήμη μου σωστά. Και ήμουν κι εκνευρισμένος με όλους αυτούς τους τυχάρπαστους θεατές-ακροατές, οι οποίοι μετέβαλλαν το Αμφιθέατρο σε συνοικιακό σουβλατζίδικο, με τα συνεχή πήγαινε-έλα τους και το ακατάσχετο μπίρι-μπίρι. Η, γνωστή δυστυχώς, εικόνα ενός απαίδευτου εναλλακτικού κοινού, η πρώτη αντίδραση του οποίου απέναντι στο άγνωστο δεν είναι η σιωπή, μα το κουτσομπολιό με τον δίπλα και η άτακτη φυγή...
Χάρης Συμβουλίδης