Φωτογραφίες: Ιπποκράτης Ναυρίδης

Το κτήριο που έψαχνα ήταν τελικά χωμένο σ’ ένα δρομάκι κάθετο στην Πειραιώς που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να ανακαλύψει αν δεν είχε πάρει τις σωστές πληροφορίες – ευτυχώς οι διοργανωτές είχαν προνοήσει να τοποθετήσουν ανθρώπους που τις έδιναν – και θύμιζε παλιό εργοστάσιο υπό ανακαίνιση: ένα τεράστιο άδειο υπόστεγο, με έντονο το μεταλλικό στοιχείο και τσιμέντο στο πάτωμα. Λίγο μετά τις εννέα αρχίζουν να έρχονται ευυπόληπτοι οικογενειάρχες με τα παιδιά και τη σύζυγο, παλαιοροκάδες με ψαρά μακριά μαλλιά και πέτσινο outfit, πιτσιρίκια στην άχαρη ηλικία των δεκατριών με τεράστιες μπλούζες Led Zeppelin που τους φτάνουν μέχρι τα γόνατα, ολίγη από εναλλακτική νεολαία και φυσικά ευτραφείς κύριοι άνω των 50, οι οποίοι κάποτε θα ήσαν οργισμένα νιάτα.

Γύρω στις δέκα παρά είκοσι κι ενώ εξακολουθεί να έρχεται κόσμος, τα φώτα χαμηλώνουν και στη σκηνή ανεβαίνουν οι Θεσσαλονικείς 3 On The Road με την παρέα τους. Συστήνονται και ξεκινούν τη βραδιά μ’ ένα δικό τους τραγούδι, σε αγγλικό στίχο. Με δυνατή ακουστική κιθάρα και φωνή που πατάει αμυδρά στα χνάρια του Eddie Vedder, αξιόλογα πλήκτρα, μπάσο και ντραμς παίζουν αρκετές διασκευές: από το “Sympathy For The Devil” των Rolling Stones, μέχρι το “Personal Jesus” των Depeche Mode, ενώ για το τέλος κρατούν το “With A Little Help From My Friends” – έτσι, για να μπούμε στην ατμόσφαιρα των 1960s. Το μόνο τραγούδι που ήταν μάλλον εκτός κλίματος στο setlist της μπάντας ήταν το “Fuck You” των Archive, με τα ντραμς να ακούγονται υπερβολικά δυνατά και με τον κιμπορντίστα να μας βάζει στον κόσμο του Matrix παίζοντας εμβόλιμα το πολύ γνωστό “Clubbed To Death” του Robbie D. Ζεστό το χειροκρότημα για τη μπάντα από τη Θεσσαλονίκη η οποία αδειάζει σιγά-σιγά τη σκηνή, ενώ η άλλη μπάντα που ήταν προγραμματισμένο να βλέπαμε, οι 1550, για άγνωστους λόγους και χωρίς καμία ενημέρωση δεν βγήκαν ποτέ στη σκηνή.

Ο τεράστιος χώρος, που τώρα δείχνει λιγότερο άδειος, έχει γεμίσει καπνό από τσιγάρα, ενώ οι μπύρες στολίζουν τα χέρια πολλών θαμώνων. Σκέφτομαι ότι αν είχε επιλεγεί το Gagarin σίγουρα θα είχε γεμίσει. Στις δέκα και μισή το sound check των Ten Years After έχει ολοκληρωθεί. Τα φώτα σβήνουν ξανά, σφυρίγματα ανάμεικτα με χειροκροτήματα γεμίζουν τη σκοτεινή ατμόσφαιρα και η μπάντα που κάποτε έπαιξε μπροστά σε μισό εκατομμύριο ανθρώπους ανεβαίνει στη σκηνή. Κόκκινα και πορτοκαλί φώτα λούζουν τα πρόσωπά τους και το “Working On The Road” χτυπάει δυνατά στα τοιχώματα του χώρου κι επιστρέφει στη σκηνή, ενώ το κεφάλι του μπασίστα Leo Lyons έχει γίνει ολόκληρο ένα λευκό τσουλούφι που κουνιέται ρυθμικά, μαζί με τον κεφάτο κάτοχό του.

Καπάκι τα “King Of Blues” και “Angry Words” από τα δύο τελευταία άλμπουμ της μπάντας, με τον καινούργιο frontman Joe Gooch στην θέση του Alvin Lee να σολάρει εκρηκτικά στην κιθάρα ακολουθώντας την αύρα του Mayall – αλλά και συχνά τη φλυαρία του Santana. Η φωνή του υποστηρίζει ικανοποιητικά τόσο τις νέες συνθέσεις των Ten Years After, όσο και τις παλαιότερες, θυμίζοντας αρκετά τη φωνή του Alvin Lee σε μερικά σημεία, χωρίς ωστόσο να φτάνει τις αλήτικες τσιρίδες του τελευταίου. Συνέχεια στο ίδιο μοτίβο με γκάζια και μπλουζιές, ενώ ο Chick Churchill στα πλήκτρα σολάρει δυνατά και εισπράτει θερμό χειροκρότημα. Μετά το “Big Black 45” και τη συμμετοχή του κόσμου με ρυθμικά χειροκροτήματα ο – άνθρωπος τσουλούφι – Leo Lyons πλησιάζει το μικρόφωνο χαμογελώντας και ρωτάει “Does anybody like 1960s?” για να πάρει το μαζικό “Yeaaahh” που περιμένει από το κοινό και να μας αφιερώσει το επόμενο κομμάτι “50.000 Miles Benneath My Brain”, τη στιγμή που η σκηνή γεμίζει καπνό και ηλεκτρισμό από το παρελθόν.

Αμέσως μετά έρχεται η σειρά του ντράμερ Ricκ Lee να σολάρει τις μουσικές εμπειρίες του, δίνοντας ρεσιτάλ στο instrumental “The Hobbit”. Ξεκινάει δυνατά και γρήγορα και επιβραδύνει σταδιακά τον ρυθμό χτυπώντας όρθιος –αργά – άλλοτε με τις μπαγκέτες κι άλλοτε χωρίς αυτές τα πιατίνια, για να ξαναγυρίσει πάλι στον γρήγορο ρυθμό – εκρηκτικά – μπροστά σ’ ένα κοινό που το απολαμβάνει. Μόλις ολοκληρώνει το θεάρεστο έργο του κατεβαίνει από τα ντραμς και βγαίνει μπροστά στη σκηνή για να εισπράξει το χειροκρότημα το οποίο του αναλογεί.

Με μια πετσέτα – και πολλά χρόνια – στους ώμους του, πλησιάζει το μικρόφωνο: «Γειά σας Athens», λέει με σπασμένα ελληνικά και μας ευχαριστεί όλους που είμαστε απόψε εδώ, ενώ για τη συνέχεια μας πληροφορεί για το site της μπάντας στο διαδίκτυο και για τις συναυλίες των Ten Years After στη Θεσσαλονίκη και στη Λάρισα τον Ιούνιο, χωρίς να παραλείψει να ευχαριστήσει και τους αποψινούς διοργανωτές. Τέλος, μας προσκαλεί να μείνουμε και μετά το τέλος της αποψινής συναυλίας γιατί η μπάντα θα υπογράψει αυτόγραφα, μπλουζάκια και cd – τα οποία θα πωλούνται στην έξοδο. Μετά από αυτό το ολιγόλεπτο break για διαφημίσεις, οι μουσικοί παίρνουν ξανά τη θέση τους και οι πρώτες νότες του “Love Like A Man” τινάζουν την ατμόσφαιρα, με το κοινό να πάλλεται ρυθμικά για να προσγειωθεί και πάλι στο παρόν με το μπλουζίστικο “Slip Slide Away”, το οποίο δίνει την ευκαιρία στον κόσμο να παραγγείλει ακόμα μια μπύρα. Το ρολόι δείχνει έντεκα και μισή.

Η μόνη φορά που ο Joe Gooch περνάει στον ώμο του ακουστική είναι για να παίξει το γνωστό – και στην κουτσή Μαρία πλέον – “I’d Love To Change The World”. Όλοι όσοι περίμεναν να ακούσουν το τραγούδι που ποτέ δεν προσπάθησε αρκετά ν’ αλλάξει αυτόν τον κόσμο, τώρα σταματούν να πίνουν μπύρες και να μιλούν με το διπλανό τους, ενώ κάποιοι που είχαν πεταχτεί για λίγο έξω μην αντέχοντας τα ντεσιμπέλ και την κάπνα, τρέχουν τώρα προς τα μέσα για να μη χάσουν ούτε νότα. Μετά τον πανζουρλισμό και το ξεφωνητό των πρώτων δευτερολέπτων – περίμενα πάντως να είναι πολύ περισσότερος λόγω της τηλεοπτικής διαφήμισης– το κοινό βυθίζεται στην εικόνα του Joe Gooch, ο οποίος κάνει φιλότιμες προσπάθειες για να δώσει συναίσθημα στο τραγούδι την ώρα που ξαναπιάνει την ηλεκτρική κιθάρα για το περιβόητο σόλο. Τελικά όμως δεν καταφέρνει να βγάλει την απαιτούμενη ένταση παρ’ όλο που παίζει ικανοποιητικά και τραγουδάει πολύ κοντά στον τρόπο του Alvin Lee. Η υπόλοιπη μπάντα δείχνει να παίζει κάπως διεκπαιρεωτικά, σχεδόν επί τροχάδην. Το χειροκρότημα έρχεται, αλλά δεν είναι το αναμενόμενο για ένα τραγούδι που έχει ακουστεί τόσο πολύ, ειδικά τελευταία.

Είναι η ώρα του Lyons να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και να ξαναζεστάνει γρήγορα την ατμόσφαιρα με το μελωδικό ρυθμικό του μπάσο στο “Little School Girl”, ξυπνώντας και πάλι το κοινό. Τη σκυτάλη παίρνει λίγο αργότερα ο κιθαρίστας που μερικές φορές μοιάζει να φλυαρεί. “Can’t Keep From Crying Sometimes”, ενώ ο κόσμος αρχίζει να χαλαρώνει επικίνδυνα και δεν είναι λίγοι όσοι βγαίνουν έξω. Το ενδιαφέρον όμως επιστρέφει ξανά όταν στο ίδιο τραγούδι η μπάντα αποφασίζει να παίξει εμβόλιμα μερικά riffs από το “Strange Brew” των Cream, το “Foxy Lady” του Hendrix και το “Smoke On The Water” των Deep Purple, κερδίζοντας πολλά επιφωνήματα, τα οποία πληθαίνουν όταν στο καπάκι σκάει η εισαγωγή από το θρυλικό “I’m Going Home”. Οι χορδές παίρνουν φωτιά και κάποιοι αρχίζουν να χορεύουν, ο κιμπορνίστας και ο μπασίστας σταματούν να παίζουν και μένουν να χτυπούν ρυθμικά τα χέρια τους με το κοινό να τους μιμείται, σε μια φλεγόμενη ατμόσφαιρα.

Κάπου εκεί σκέφτεσαι ότι για κάποιον που δεν έτυχε να δει – έστω σε dvd – το Woodstock και τον Alvin Lee να παίζει το συγκεκριμένο τραγούδι, αυτό που παρακολουθεί είναι μια μικρή Αποκάλυψη. Αν όμως το έχει δει ή έχει ακούσει τον δίσκο, η μάχη είναι άνιση. Όμως, ακόμα κι αν ήταν ο ίδιος ο Alvin Lee στην κιθάρα μετά από τόσα χρόνια, δεν ξέρω τι θα έβγαζε. Ίσως να απέφευγε τις τόσο απότομες αλλαγές του ρυθμού και τα σχεδόν αγχωτικά κοψίματα. Ίσως πάλι και να μην το έπαιζε καθόλου... Το “I’m Going Home” τελειώνει εκρηκτικά μέσα σε δυνατό χειροκρότημα και σφυρίγματα καθώς η μπάντα εγκαταλείπει τη σκηνή. Το κοινό φωνάζει το all time classic «We want more» και σε λιγότερο από δύο λεπτά οι Ten Years After του 2009 είναι και πάλι μαζί μας για το encore, μαρσάροντας ένα δυνατό μπλουζ (“Reasons Why”) από το “Now” του 2004, ενώ η βραδιά τελειώνει με το “Choo Choo Mama” – με τα πλήκτρα να κλέβουν την παράσταση.

Δώδεκα και μισή. Τα χειροκροτήματα κοπάζουν κι ο κόσμος αρχίζει να φεύγει σιγά-σιγά: οι οικογενειάρχες, οι παλαιοροκάδες με τα μακριά γκρίζα μαλλιά και τα πέτσινα, τα ανυποψίαστα πιτσιρίκια με τις μαύρες μακριές μπλούζες που σε λίγο θα είναι έφηβοι, οι ολίγοι εναλλακτικοί και τέλος οι ευτραφείς κύριοι και οι εύσωμες κυρίες των 50 και άνω. Κάποιοι συνωστίζονται γύρω από έναν πάγκο για να αγοράσουν μπλουζάκια, cd και για να πάρουν αυτόγραφα από τη μπάντα η οποία θα βγει σε λίγο, ενώ ακούω μια κυρία δίπλα μου να λέει στον κύριο που τη συνοδεύει: - «Μου άρεσε. Καλοί δεν ήτανε»; - «Καλοί, καλοί ήτανε... θα πάρουμε κάτι απ’ έξω ή μας φτάνουν οι μελιτζάνες από το μεσημέρι»;Εγκαταλείπω τη μάχη και αρχίζω να περπατάω στο σκοτεινό δρομάκι που θα με βγάλει ξανά στην Πειραιώς. Δίπλα μου περνάει ένα αυτοκίνητο που παίζει τέρμα το “I’m Going Home”…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured