Φωτογραφίες: Τζένη Καπάδαη
Ίσως το τελευταίο μεγάλο υπαίθριο live του 2008 έλαβε χώρα το Σάββατο στο Θέατρο Βράχων, παραδίδοντας ένα αρκετά πλούσιο μουσικά καλοκαίρι σε ένα ακόμη πιο πλούσιο φθινόπωρο, με θαυμάσιο τρόπο. Οι Thievery Corporation επισκέφτηκαν και πάλι τη χώρα μας – στην οποία, όπως χαρακτηριστικά δήλωσαν, απολαμβάνουν να παίζουν – στα πλαίσια της περιοδείας για την κυκλοφορία του νέου τους album, Radio Retaliation. Είναι γνωστός πλέον ο θαυμασμός που υπάρχει απ’ το ελληνικό κοινό για το δίδυμο απ’ την Washington D.C. και αποδείχτηκε περίτρανα για μια ακόμη φορά.
Πολύς κόσμος έσπευσε από νωρίς, μέχρι που το θέατρο γέμισε μέχρι και την τελευταία του γωνία. Τη βραδιά άνοιξε η Όλγα Κουκλάκη, με ανεπιτυχή θα έλεγα τρόπο, όχι λόγω εμφάνισης, αλλά περιεχομένου. Εκτός του ότι εμφανώς η μουσική της δεν έχει και πολλές σχέσεις με εκείνη των Thievery Corporation, δεν ήταν η καταλληλότερη επιλογή για support στο συγκεκριμένο live γιατί η ατμόσφαιρα που δημιούργησε ήταν υποτονική και σκοτεινή, ενώ ο κόσμος είχε προσέλθει με χαρούμενη διάθεση και τάση για χορό, όπως και απέδειξε. Υπάρχουν αρκετά σχήματα στην ελληνική σκηνή που θα μπορούσαν να ανοίξουν τους Thievery με πολύ καλύτερη σύνδεση (μουσική και ατμοσφαιρική).
Ο κόσμος έμεινε, λοιπόν, σχετικά αδιάφορος περιμένοντας με ενθουσιασμό τους Thievery Corporation να «ηχήσουν το συναγερμό», όπως και έκαναν στο πρώτο τους κομμάτι, “Ring The Alarm”, το οποίο είναι και το πρώτο του νέου τους δίσκου. Πρώτοι στη σκηνή ανέβηκαν οι Rob Garza και Eric Hilton σε πλήκτρα και decks, για να προετοιμάσουν το κοινό να υποδεχτεί και την υπόλοιπη μπάντα (δεκαπενταμελής στο σύνολό της), δηλαδή δύο κιθαρίστες (εκ των οποίων ο ένας ανέβασε και σιτάρ), drummer, percussionist, σαξοφωνίστας, τρομπετίστας, ο Ashish Vyas στο μπάσο, τέσσερις τραγουδίστριες (ανάμεσά τους οι Lou Lou και Natalia Clavier) και οι Zeebo Steele και Sleepy Wonder στα γνωστά dub/reggae/raga φωνητικά τους. Η συναυλία άνοιξε πολύ δυναμικά, όμως ένα τεχνικό πρόβλημα διέκοψε την παροχή ήχου μετά το πρώτο τραγούδι, φέρνοντας στο νου μου εικόνες από το περσινό live των Massive Attack στο Καραϊσκάκη. Ο κόσμος δεν το έβαλε κάτω όμως, ούτε και οι μουσικοί. Το κοινό άρχισε να χτυπάει παλαμάκια ρυθμικά και ο drummer και ο percussionist ακολούθησαν κρατώντας ένα ρυθμό ο οποίος ήταν αρκετός για να κρατήσει ζεστό το κοινό – μέχρι που το θέμα λύθηκε και η συναυλία συνεχίστηκε μέχρι το τέλος χωρίς άλλα προβλήματα.
Ακολούθησε ένα εξαιρετικό πρόγραμμα, το οποίο έμπλεξε τα παλιά με τα πιο πρόσφατα κομμάτια, κράτησε το ενδιαφέρον αμείωτο και τον ρυθμό εκεί που έπρεπε. Έπαιξαν για πάνω από 2 ώρες, προσφέροντας ένα καταπληκτικό και κεφάτο show. Ο ήχος ήταν αρκετά καλός, μονάχα οι κιθάρες ήταν λίγο θαμμένες σε ορισμένα κομμάτια, ενώ το μπάσο ήταν παραπάνω από γεμάτο, πράγμα που αρμόζει στη dub αισθητική των Thievery Corporation και προσωπικά δεν με χάλασε καθόλου. Τα κεφάλια πήγαιναν πάνω-κάτω, το θέατρο βρισκόταν σε μια συνεχή ρυθμική «δόνηση» και τα χέρια υψώνονταν στον αέρα, είτε αυθόρμητα, είτε από διάφορες παρακινήσεις από τους rastas και τις υπέροχες τραγουδίστριες, οι οποίες συνεχώς εναλλάσσονταν πάνω στη σκηνή από κομμάτι σε κομμάτι.
Εδώ θα πρέπει να τονίσω και την έντονη παρουσία του projection που συνόδευε τη μουσική, το οποίο επικεντρώθηκε σε κοινωνικοπολιτικά θέματα, όπως εικόνες από πορείες, διαδηλώσεις, χώρες του τρίτου κόσμου, οδομαχίες, τον Che αλλά και τους Ζαπατίστας, στους οποίους έχουν δώσει μεγάλη προσοχή, όπως διαφαίνεται και στο εξώφυλλο και στο συνοδευτικό του Radio Retaliation δελτίο τύπου. Μέσα από αυτά γίνεται κατανοητή η μεταστροφή των Thievery από το lounge στυλ σε μια περισσότερο πολιτικοποιημένη και επαναστατική εικόνα που έχουν δημιουργήσει μαζί με τη φοβερή μπάντα-κολεκτίβα την οποία έχουν στήσει (υπήρξε και μια τέτοια τάση στο Cosmic Game, αλλά στο νέο album είναι κάτι παραπάνω από έντονη). «There’s no excuse for not speaking out at this point, with the suspension of habeas corpus, outsourced torture, illegal wars of aggression, fuel, food, and economic crises. It’s hard to close your eyes and sleep while the world is burning around you. If you are an artist, this is the most essential time to speak up», δηλώνει ο Rob Garza. Εκτός αυτού, προβλήθηκαν εικόνες σχετικές με τη θεωρία Illuminati και τη νέα τάξη πραγμάτων, θέματα που έχουν απασχολήσει την κοινή γνώμη τα τελευταία χρόνια, χωρίς ωστόσο να γίνεται πλήρως κατανοητό το μήνυμά τους.
Επιστρέφοντας στο πρόγραμμα της συναυλίας, ακούσαμε τις περισσότερες επιτυχίες, όπως το “Lebanese Blonde” στο οποίο ο ένας κιθαρίστας έπαιξε σιτάρ, το “Shadows Of Ourselves” (από το The Mirror Conspiracy) ή το πολυαγαπημένο “Until The Morning”, τραγουδισμένο με μια ελαφριά latin προφορά από τη Natalia Clavier (απ’ την Αργεντινή παρακαλώ), η οποία χαιρέτησε τον κόσμο και στα Ισπανικά, αλλά και τα “Liberation Front” και “All That We Perceive”. Χαμός δε έγινε στο “Warning Shots”, όπου όλος ο κόσμος τραγουδούσε ενώ ο Sleepy Wonder ξεσήκωνε τους πάντες δημιουργώντας τεράστια ποσά ενέργειας. Περίπου το ίδιο σκηνικό επικράτησε και στο επαναστατικό “Revolution Solution”, καθώς και στο παλιό (και συνάμα ιστορικό) “Assault On Babylon”, από τον πρώτο τους δίσκο. Επίσης έπαιξαν το “The Ηeart’s A Lonely Hunter”, και από το καινούριο album τα “33 Degree”, “Vampires”, “Mandala” και “La Femme Parallel”.
Όσο ο χρόνος περνούσε, άρχισε να αιωρείται μια απορία, αν θα παίξουν τελικά το “Richest Man In Babylon” – έπρεπε να φτάσουμε ως τα encore για να ακούσουμε τελικά το εν λόγω κομμάτι (να μας φύγει και το βάρος ρε αδερφέ), στο οποίο το κοινό δεν σταμάτησε να τραγουδάει τη γνωστή μελωδία του ρεφρέν. Γράφω «τα encore» γιατί έπαιξαν μεν τέσσερα κομμάτια αφότου πρωτοκατέβηκαν απ’ τη σκηνή, δεν ξέρω όμως ακριβώς ποια κομμάτια θα έπρεπε να θεωρηθούν encore γιατί φαινόταν ότι η βραδιά δεν θα τελείωνε έτσι. Αυτό σηκώνει μεγάλη κουβέντα γενικότερα με τα υποτιθέμενα και προσχεδιασμένα encore, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν καθαρά μέρος του προγράμματος, Αν και στην περίπτωση του συγκεκριμένου live δεν μπορούμε να ξέρουμε, γιατί ο κόσμος ζητούσε συνεχώς να ακούσει περισσότερα σαν να μη χόρταινε. Ωραία ήταν και η ερμηνεία των δύο Λατίνων τραγουδιστριών στο “El Pueblo Unido” (ο λαός ενωμένος, ελληνιστί), ενώ ακούσαμε και το “Marching The Hate Machines (Into The Sun)”, το πρώτο κομμάτι του Cosmic Game, που γράφτηκε σε συνεργασία με τους Flaming Lips.
Παρακολουθήσαμε ένα καλοστημένο live, με τρομερή ενέργεια, ωραίο δέσιμο μεταξύ των μελών της μπάντας, πολύ καλούς μουσικούς με αρκετά φυσικά όργανα και ένα καταπληκτικό κοινό, το οποίο συχνά αμφισβητούμε αλλά καμιά φορά το βλέπουμε ενωμένο και χαρούμενο (χωρίς να συζητάει τα νέα του εν ώρα συναυλίας). Οι μουσικοί σίγουρα το απόλαυσαν και πρέπει να ένιωσαν τη ζεστασιά που υπήρχε στο κατάμεστο θέατρο, χαρίζοντάς μας μια πολύ όμορφη βραδιά, που προσπάθησε να μας ανοίξει λίγο τα μάτια, με αγαπημένες dub, latin, oriental μελωδίες και άφθονο ρυθμό για να χτυπηθεί ο καθένας με τον τρόπο του. Περιμένουμε να μας ξανάρθουν γιατί μας άφησαν με τις καλύτερες εντυπώσεις και έδειξαν ότι έχουν αλλάξει προφίλ χωρίς να ξεχνούν το πώς ξεκίνησαν.