Φωτογραφίες: Νάντια Καραμπογιά

Υπάρχουν συναυλίες στις οποίες αυτό που σου μένει στο τέλος είναι περισσότερο η έκπληξη από το support όνομα, παρά η ικανοποίηση από το κύριο. Αυτή δεν ήταν μια από αυτές. Όχι επειδή οι Soulfire δεν ήταν καλοί. Ήταν όμως τέτοιο το μέγεθος του μουσικού οδοστρωτήρα που λέγεται Groundation, ώστε ισοπέδωσε τις υπόλοιπες αναμνήσεις της νύχτας. Δύο ώρες και κάτι (καθαρός χρόνος) αποθέωσης της μουσικής και των συναισθημάτων. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή…

Όταν έφτασα στο Principal με έναν βροχερό, περισσότερο φθινοπωρινό παρά ανοιξιάτικο καιρό, συνειδητοποίησα αυτό που μάλλον ήξερα. Ότι δηλαδή η reggae σκηνή της πόλης είναι πολυάριθμη. Ο χώρος ήταν ήδη αρκετά γεμάτος όταν έβγαιναν στη σκηνή οι Soulfire (συγχωρέστε με, αλλά δεν πρόλαβα πολύ από το αρχικό DJ set του DJ Stefanatty) και γέμιζε συνεχώς καθ’ όλη τη διάρκεια του σετ τους, μέχρι που έγινε το αδιαχώρητο. Η θεσσαλονικιά μπάντα ξεκίνησε λοιπόν τη βραδιά, παίζοντας για κάτι λιγότερο από ώρα. Τα reggae ρυθμικά τους έβαλαν τον κόσμο σε κίνηση, ενώ με την πολύ καλή τους διάθεση σε κρατούσαν σε ένα ωραίο mood, όμως έχω την αίσθηση ότι ήταν εμφανής η έλλειψη πνευστών (τα οποία υποκαθιστούσαν τα keyboards) και τελικά το αποτέλεσμα οφείλω να πω ότι μου φάνηκε κάπως μονοδιάστατο. Σε γενικές γραμμές βέβαια, το σύνολο κάθε άλλο παρά κουραστικό ηχούσε (ειδικά για τους φανατικούς ακροατές του είδους). Είναι άλλωστε από τις γνωστές, αγαπητές και συνεπής προς το κοινό τους, μπάντες της πόλης.

Ο DJ Stefanatty μας κράτησε συντροφιά, ενόσω οι Groundation ετοιμάζονταν. Όταν, δε, βγήκαν στη σκηνή πήραν το πρώτο ζεστό χειροκρότημα, το οποίο μετατράπηκε σε μίνι αποθέωση μόλις ήχησαν οι πρώτες νότες. Λίγα λεπτά αργότερα και ο πιο ανυποψίαστος κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο. Μια εννιαμελής (συμπεριλαμβανομένων και των δύο τραγουδιστριών που έκαναν τα δεύτερα φωνητικά) jazz ορχήστρα παγιδευμένη σε σώματα reggae μουσικών! Γιατί αυτό που κάνουν οι Groundation, τουλάχιστον στις ζωντανές τους εμφανίσεις, είναι να ανακατεύουν τη reggae ταυτότητα και κουλτούρα τους με το dub και τη jazz, κάνοντας το παραγόμενο χαρμάνι να φαντάζει σαγηνευτικό, ευφάνταστο και απολύτως καθηλωτικό. Η δομή, λοιπόν, του live τους ήταν ξεκάθαρα σαν αυτές που θα παρακολουθούσε κάποιος σε μια jazz συναυλία. Παίζοντας, δηλαδή, ένα κομμάτι, σε κάποιο σημείο τα περισσότερα όργανα έριχναν τις δυναμικές τους αφήνοντας έτσι τον χώρο ελεύθερο για ένα αυτοσχεδιαστικό (ή όχι και τόσο αυτοσχεδιαστικό, δεν έχει και τόση σημασία) σόλο, μέχρι που όλη μαζί η ορχήστρα ξαναέμπαινε στο βασικό θέμα του τραγουδιού. Φυσικά όλη η μπάντα αποτελείτε από εξαιρετικούς μουσικούς, κάποιοι εκ των οποίων έχουν τελείως jazz καταβολές.

Ειδική μνεία, νομίζω αξίζει στον εκπληκτικό κιμπορτνίστα, τον Markus Urani, με τα ξεσηκωτικά σόλο του και το δυναμικό στυλ του, στον drummer Paul Spina, που έδινε μαθήματα κυρίως με τα διακριτικά πειραματικά περάσματά του, οδηγώντας πάντα τον ρυθμό, καθώς και στον - επίσης εξαιρετικό - μπασίστα, τον Ryan Newman, ο οποίος έστελνε τις dub μπασογραμμές του κατευθείαν στο στομάχι σου, δημιουργώντας μαζί με τον Spina ένα από τα καλύτερα rhythm sections που έχω δει. Τις δικές τους πινελιές έδιναν και τα δύο πνευστά, ο David Chachere στη τρομπέτα και ο Kesley Howard στο τρομπόνι, παίρνοντας τις απαραίτητες πρωτοβουλίες όπου χρειαζόταν, καθώς επίσης και ο Mingo Lewis Jr στα κρουστά (με ένα απίστευτο σόλο στο ενεργητικό του), όπως και οι δύο κοπέλες (Kerry Ann Morgan και Kim Pommel) στα δεύτερα φωνητικά. Εμβληματική, δε, ήταν η παρουσία του Harrison Stafford, ενός χαρισματικού frontman και υψηλής ποιότητας τραγουδιστή. Φυσικά δεν έλειψαν τα κηρύγματα του Stafford, περί ισότητας, δικαιοσύνης, ειρήνης και των λοιπών ευγενών αξιών που πρεσβεύει η κουλτούρα των ρασταφάρι, είτε μέσω των στίχων των τραγουδιών, είτε στα ενδιάμεσα αυτών, είτε στο πλαίσιο κάποιου αυτοσχεδιασμού.

Όσο αφορά στο set list που επέλεξαν οι καλιφορνέζοι, κινήθηκε στο μεγαλύτερο από το εύρος της μέχρι στιγμής δισκογραφίας τους, ενώ παιχτήκαν και δύο - τρία καινούργια κομμάτια, δίνοντάς μας ένα δείγμα της δουλειάς τους που θα κυκλοφορήσει τον ερχόμενο Μάιο. Δείγματα τα οποία πρέπει να πω ότι με εντυπωσίασαν (κυρίως ένα που έπαιξαν προς το τέλος με πολλές αλλαγές στο ύφος και στον ρυθμό), γιατί δείχνει ότι οι Groundation δεν έχουν καμία διάθεση να μείνουν στάσιμοι στα ήδη κεκτημένα, αλλά επιθυμούν να διευρύνουν τους ορίζοντές τους ακόμα περισσότερο. Κατά τα άλλα, τα τραγούδια που μου άρεσαν περισσότερο ήταν η εκτέλεση του “Elements”, του “Upon The Bridge”, του “What Could Have Been” και του “Mighty Souls” - και αυτό όχι γιατί υστερούσε κάποιο από τα υπόλοιπα, αλλά μάλλον γιατί πρόκειται για προσωπικά αγαπημένα. Ο κόσμος, από την πλευρά του, απορροφούσε τα θετικά vibes που έστελναν οι Groundation και τα μετέτρεπε σε κινητική (χορευτική αν θέλετε) ενέργεια, δίνοντάς τους ένα ηχηρό και αποθεωτικό ευχαριστήριο χειροκρότημα στο τέλος της συναυλίας.

Τελικά νομίζω ότι η μουσική των Groundation, έτσι ειδικά όπως παρουσιάστηκε χθες, είχε μια εκπληκτική δυναμική, μια ενέργεια απελευθερωτική και συνάμα απογειωτική, η οποία προκύπτει από τη συνισταμένη των δυνάμεων που έχουν τα μουσικά είδη που εμπεριέχονται στη μουσική τους (της reggae της dub και της jazz) καθώς και από την πίστη την οποία οι ίδιοι οι μουσικοί φαίνεται να έχουν στο έργο τους και στο εν γένει όραμά τους.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured