Ούτε που θέλω να σκέφτομαι τι δούλεμα έχω να φάω από τον Κανελλόπουλο στο Other Side που παραδίδω live review μια εβδομάδα περίπου μετά τη συναυλία! Έτσι έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα με το internet, πρέπει να τρέχουμε με τις δικές του ταχύτητες και να βελτιώνουμε τις επιδόσεις μας μαζί του. Επιτρέψτε μου όμως εδώ να κάνω χρήση του δικαιώματος του να έχω κι άλλες εξωσχολικές δραστηριότητες, εξάλλου προέρχομαι από το χώρο των μηνιαίων εντύπων, που δεν υπάρχουν τόσο αγχωτικές καταστάσεις, όχι σε τέτοιο βαθμό τουλάχιστον. Και στο κάτω κάτω, θέλετε να σας πω τι είδα εκείνο το βράδυ ή όχι; Έχουμε λοιπόν και λέμε:

Οι headliners Pelican έπαιξαν τελικά πρώτοι κι έτσι είχαμε σχηματικά τους High On Fire πρώτο όνομα. Όταν τους είχα δει – τους Pelican – το Μάιο στη Βαρκελώνη μου είχαν φανεί πολύ προκάτ φάση, ένα διεξοδικά μελετημένο ηχητικό οικοδόμημα που έπαιρνε στοιχεία από το metal και το post rock και έδινε κάτι καινούργιο μεν, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον δε, πέρα από τον ενθουσιασμό που μπορεί να σου δώσει μια καλοπαιγμένη και με δυνατή ένταση μουσική. Στον κλειστό χώρο του Αν τους είδα με άλλο μάτι, μου φάνηκαν σαφώς καλύτεροι, αν και η γνώμη μου δεν άλλαξε θεαματικά για τη μουσική τους. Παραμένει εντυπωσιακή σε μια πρώτη ανάγνωση αλλά τελικά νοιώθω ότι δεν σου προσφέρει πολλά. Είμαι σίγουρος ότι οι φίλοι τους θα έχουν φρικάρει με αυτά που διαβάζουν εδώ, μα σας είχα προειδοποιήσει και πιο πάνω ότι εδώ θα καταθέσω τη γνώμη μου, σωστά; Ακόμη πάντως και φίλοι της μπάντας που είναι και δικοί μου φίλοι (όλοι μια παρέα είμαστε εξάλλου…) μου έλεγαν ότι γενικά τους έβρισκαν κατώτερους των δίσκων τους, με μπουκωμένο ήχο, σε σπουδαία φόρμα πάντως επάνω στη σκηνή. Πράγματι, ήταν μια χαρά σαν θέαμα, υποθέτω δηλαδή γιατί εγώ δεν είδα και πολλά από τον πολύ κόσμο που είχε κατακλείσει τον μικρό σχετικά για το συγκεκριμένο όνομα χώρο του κλαμπ.

Μου είχαν πει να μην αργήσω για να δω και τους High On Fire, τελικά τους είδα επειδή ακολούθησαν τους Pelican, αλλά θα πρέπει να πω ότι το γκρουπ αυτό δεν το πάλευα κι αποχώρησα ευγενικά και διακριτικά μετά από 3 περίπου κομμάτια. Κατάλαβα πολλά με το που είδα τον τραγουδιστή και κιθαρίστα να βγαίνει στη σκηνή χωρίς να φοράει τίποτα από τη μέση κι επάνω, με το κορμί του γεμάτο τατουάζ και την κιθάρα του έτοιμη να τραβήξει τα πάνδεινα. Και όντως, τις έδινε και καταλάβαινε, γιατί οι High On Fire έπαιζαν δυνατά, αλλά πολύ δυνατά. Στο χώρο του heavy metal κινούνταν κατά βάση, με stoner στοιχεία επίσης στον ήχο τους, ήταν σαν Motorhead που χάθηκαν στην έρημο κι έκαναν όσο μεγαλύτερο σαματά μπορούσαν στην αγωνία τους να τους ακούσει κάποιος και να σωθούν. Εγώ δεν σωζόμουν με τίποτα εκείνο το βράδυ, οπότε χωρίσαμε σαν φίλοι που δεν κρατάνε κακίες ο ένας στον άλλο. Όλοι οι υπόλοιποι σύντροφοι στο κλαμπ, έμειναν να χτυπηθούν αλύπητα, κι είμαι σίγουρος ότι το καταευχαριστήθηκαν. Πήγα κάπου αλλού κι ήπια ένα ποτό στην υγειά τους…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured