Παρόλο που όταν ανακοινώθηκε ότι οι Abbie Gale θα ήταν support στο live των Art Brut, η πρώτη σκέψη ήταν ότι επρόκειτο για έναν αταίριαστο συνδυασμό. Ωστόσο δεν ήταν δυνατόν να μην ενθουσιαστούμε με την ευχάριστη συγκυρία του να δούμε το πιο πολυσυζητημένο ελληνικό γκρουπ αυτής της εποχής και τους αγαπημένους της alternativa Art Brut, μέσα σε μία βραδιά.



Πριν μια εβδομάδα το Gagarin ήταν πιο γεμάτο από ποτέ για χάρη των Puressence. Αυτή την Παρασκευή όμως, οι παρευρισκόμενοι δεν ξεπερνούσαν τους 200. Την ώρα μάλιστα που βγήκαν στη σκηνή οι Abbie Gale, ήταν ακόμα πιο λίγοι. Οι διθύραμβοι που ακολουθούν ψιθυριστά το νέο τους album, 2, ήταν αρκετοί για να δημιουργήσουν αγωνία στο κοινό. Από τα πρώτα τραγούδια έγινε αντιληπτό ότι έχουμε να κάνουμε με ένα από τα εν δυνάμει σημαντικότερα αγγλόφωνα ελληνικά groups. Από τη μια η σκηνική τους παρουσία, μετρημένη αλλά ικανή να σου τραβήξει την προσοχή, από την άλλη η μοναδική φωνή της Evira, και πάνω από όλα οι συνθέσεις. Τραγούδια που σου καρφώνονται στο μυαλό κατευθείαν, που ακροβατούν ή και ονειροβατούν ανάμεσα στην κιθαριστική pop, το shoegaze και το new wave, γεμάτα συσσωρευμένες εντάσεις και δυνατά ξεσπάσματα. Τα κομμάτια από το 2, (Clown, Gone, Lovesong, Heliotrope Portrait) είναι δείγματα υψηλής pop, ενώ οι εκτελέσεις τραγουδιών από το προηγούμενο album, Family Life (όπως του “Μom”) έφεραν το πρώτο τους album στο υψηλό επίπεδο του δεύτερου και το κοινό σε κατάσταση ενθουσιασμού.



Κι ύστερα ήρθαν οι Art Brut. Νιώθαμε λίγο άσχημα που θα έπαιζαν μπροστά σε τόσο λίγο κόσμο, αλλά ο Eddie Argos και η παρέα του δε φάνηκαν να πτοούνται και ξεκίνησαν δυναμικά, σκορπίζοντας άπειρη ενέργεια προς όλες τις κατευθύνσεις. Το αφοσιωμένο κοινό είχε συγκεντρωθεί στις δυο τρεις πρώτες σειρές ενώ πολλοί ήταν αυτοί που παρακολουθούσαν χαλαρά στα μετόπισθεν. Η αλήθεια είναι πως η εμφάνισή της μπάντας ήταν εντυπωσιακή: Βρισκόμασταν αντιμέτωποι με ένα κλασικό βρετανικό γκρουπ, με έναν frontman, ξυπόλητο και με κόκκινο κουστούμι, που αφηγούνταν τις πιο καθημερινές ιστορίες με στόμφο και διδακτικό τρόπο, συνοδευόμενος από έναν κιθαρίστα που ηθελημένα τραβούσε την προσοχή πάνω του, τόσο χάρη στο ομολογουμένως δυναμικό παίξιμο όσο και στις υπερβολικά στυλιζαρισμένες εκφράσεις και γκριμάτσες που ώρες-ώρες θύμιζαν Damon Albarn στις πολύ brit μέρες του.



Η αναφορά στη σκηνική τους παρουσία είναι τόσο εκτενής γιατί αυτή ήταν που έκλεβε την παράσταση. Ωστόσο και η εκτέλεση των κομματιών ήταν πολύ καλή, με τραγούδια όπως τα “Bang Bang Rock N Roll”, “My Little Brother”, “Formed a Band”, “Nag Nag Nag Nag”, “Emily Kane” να ενθουσιάζουν το κοινό, ενισχυόμενα σαφώς από τη αμφιλεγόμενη περσόνα του Argos που βρισκόταν σε διαρκή επικοινωνία με τον κόσμο αλλά και σε μια-όχι και τόσο αδιόρατη- κατάσταση έπαρσης. Κατέβηκε από τη σκηνή, χοροπηδούσε και τραγουδούσε με ομάδες από το κοινό, όχι στο στυλ που το είχε κάνει την περασμένη εβδομάδα ο Mudriczki αλλά στο στυλ «ελάτε να χορέψουμε, mates, γιατί γουστάρουμε». Το ερώτημα όμως είναι, γουστάρουμε ή έτσι μας φαίνεται;

Όλα τα παραπάνω ίσως ακούγονται εντυπωσιακά. Η αλήθεια όμως είναι ότι από ένα σημείο και πέρα το στυλ έγινε μανιέρα τονίζοντας περισσότερο το γεγονός ότι πολλές από τις συνθέσεις τους είναι αδύναμες εν γένει και σίγουρα όχι ικανές να κρατήσουν το ενδιαφέρον για πολύ ώρα. Οι αναφορές στον Morrissey και οι ευχές για καλή τύχη στην Amy Winehouse έφεραν χαμόγελο στα χείλη των παρευρισκομένων, όπως και το meddley κομματιών του group με τραγούδια των Ramones και των Smiths καθώς και το encore με το παρατεταμένο τζαμάρισμα στο τέλος. Μεγάλο μέρος του κοινού ενθουσιάστηκε και είναι αναμφισβήτητα εξαιρετικό να βλέπεις μια μπάντα τη στιγμή της επιτυχίας της. Ωστόσο θα ήταν αδύνατον να κλείσουμε τα μάτια στο γεγονός ότι ο Argos φαίνεται να προσπαθεί πολύ να γίνει μια σημαντική και διαχρονική φιγούρα του μουσικού κόσμου, φέρνοντας έτσι στο μυαλό, έναν στίχο των Madrugada από το “The Frontman”: I tried so hard I could only fail.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured