Η μπάντα, όπως και τις προηγούμενες φορές, στήνεται επί σκηνής για να συνοδεύσει τα προηχογραφημένα μέρη. Στη ραχοκοκαλιά του ήχου υπάρχει το ηλεκτρονικό και ρυθμικό background, οι ακουστικές κιθάρες, τα πληκτρα και τα εφέ, τα οποία η μπάντα ακόμα διστάζει να χτίσει επί σκηνής. Αντίθετα, κρατάει τη λαντζα από το σπίτι. Είναι έτοιμη να υποστεί το μαρτύριο ουσιαστικά του να υπηρετεί τις λεπτομέρειες του ήχου κάπως άχαρα. Δίνει έμφαση και συναίσθημα στο ξέσπασμα. Εκεί, λοιπόν, το επιδέξιο δέλεαρ των φωνητικών κραυγών, η ένταση του μπάσου, η συνοδεία των drums (ουσιαστικά πάνω από το beat, με μίσος) και οι κιθάρες που ουσιαστικά δικαιολογούν την παρουσία τους στο τεράστιο wall of sound της κορύφωσης, ξεσηκώνουν τον κόσμο. Είναι εμφανές ότι ξεκινώντας με δύο πλην, δύο "στουντιακά" άτομα επί σκηνής να μη μπορούν εκ των πραγμάτων να προσφέρουν στον ήχο και με την εμμονή στην τελειότητα, η μόνη στιγμή που η σπαρακτική τους, σχεδόν καθαρτήρια λειτουργία, βρίσκει αντίκτυπο σε όλο μας το σώμα, είναι στις γεμάτες κορυφώσεις.

Διαφοροποιό στοιχείο στο ήδη γνωστό σενάριο δε μπορούμε να βρούμε, τα You Make Me Feel, Fuck You, Again, Pulse, Programmed, System, Roads (μια εκπληκτική διασκευή στο κομμάτι των Portishead!) και Numb γίνονται δεκτά με τρομερό ενθουσιασμό από το κοινό που και πάλι κατέκλυσε το χώρο και πλέον γνωρίζοντας τις αδυναμίες και τα θετικά τους, δεν προσπαθούμε να εισπράξουμε κάτι το οποίο δε μπορούν να προσθέσουν. Κλείνουμε τα μάτια, όπως κάνουν επί σκηνής και οι ίδιοι και φεύγουμε στο δικό τους, σύγχρονο, ηλεκτρο-floydικό κόσμο -μέχρι που ανάβουμε και τσιγάρο όντας ορκισμένοι ότι το έχουμε κόψει.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured