Aν υποθέσουμε ότι το ενδιαφέρον μίας συναυλίας προμηνύεται από την πολυσυλλεκτικότητα των t-shirts που φοράει το κοινό, τότε εκείνη η ζεστή μαγιάτικη βραδιά στα Εξάρχεια ήταν a priori ένα κερδισμένο στοίχημα: από Knut μέχρι Fear Factory κι από Mastodon μέχρι… Linkin Park, όπως είπε κάποιος φίλος «όποιος είναι εδώ μέσα ξέρει να εκτιμά την καλή μουσική». Και αν μη τι άλλο, καλή μουσική ακούσαμε αρκετή μέχρι και την τελευταία ανάδραση που έφτασε στα αυτιά μας από τους ενισχυτές του Justin Broadrick…

Θρυλική μορφή του industrial ήχου, ο Broadrick, γεννημένος στο διόλου τυχαία βιομηχανικό Birmingham, έχει στο βιογραφικό του συμμετοχές σε ρηξικέλευθα σχήματα του σκληρού ήχου [Napalm Death, Godflesh] και μία ιστορική άρνηση να προσχωρήσει στις τάξεις των Faith No More. Eνώ, λοιπόν, θα περίμενε κανείς να αναπαυτεί στις δάφνες του ως βετεράνος, τώρα που τα συγκροτήματα της drone metal σκηνής πίνουν νερό στο όνομά του, ο ίδιος παραμένει δραστήριος, όχι μόνο ηγούμενος των Jesu [προφέρεται «Γιέζου»], αλλά και επαναδραστηριοποιώντας τους Final, το πρώτο του σχήμα, όταν, ανήλικος ακόμα, ανακάλυπτε την αξία του θορύβου στη σύγχρονη μουσική. Και για όσους ξαφνιάστηκαν, όταν είδαν έναν νεαρό να ανεβαίνει στη σκηνή, να θυμίσουμε ότι ο άνθρωπος είναι, παρά την πλούσια δισκογραφία του, μόλις 37 ετών…

Μπροστά σε ένα κοινό που, στο μεγαλύτερό του μέρος, είχε πάρει μία γεύση από τους Jesu, όταν πριν από ένα χρόνο ακριβώς άνοιγαν την αθηναϊκή συναυλία των Ιsis, ο Broadrick εμφανίστηκε λίγο μετά τις δέκα, φορώντας ένα φούτερ με κουκούλα [παρά την αυξημένη ζέστη], προφανώς για να καταδείξει τη διαφορά ανάμεσα στο support σχήμα και το «κανονικό» gig. Μπροστά του είχε ένα macintosh laptop και στα χέρια του κρατούσε μία κιθάρα. Για είκοσι, περίπου λεπτά, έπαιξε δύο [ή μήπως ένα;] κομμάτια 100% ambient με τις νότες να κρατάνε λεπτά ολόκληρα μέχρι να σβήσουν τελείως και τους ήχους να αιωρούνται σχεδόν σε ρευστή, θα έλεγε κανείς, μορφή στο χώρο του Αν. Καλώς ή κακώς, ο κόσμος που είχε μαζευτεί στο υπόγειο της Σολωμού, ωστόσο, δεν ήταν ιδιαιτέρως εξοικειωμένος με αυτή τη μουσική και οι ομιλίες κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος από τους ηλεκτρονικό ηχόστρωμα των Final, γι αυτό και ο Broadrick δεν άργησε να αποχωρήσει, ώστε να σερβίρει νωρίτερα το κυρίως μενού…

Με τη συνοδεία του ντράμερ Ted Parsons, ονόματος-θρύλου της proto-industrial σκηνής [Prong, Swans, Foetus, Godflesh, Killing Joke – φορούσε μάλιστα μπλουζάκι της εταιρείας των τελευταίων, Malicious Damage], έναν άχαρο, πλην όμως στιβαρό μπασίστα και το laptop σε σταθερά συνοδευτικό ρόλο, ο Broadrick παρουσίασε ένα πλήρες πορτραίτο των Jesu: shoegazing αναθυμιάσεις, post rock ενορχηστρώσεις, αβίαστα φωνητικά και τρία όργανα που δεν ακολουθούσαν απαραίτητα την ίδια μελωδία, πόσο μάλλον τον ίδιο ρυθμό. Παρ’ όλα αυτά, η μουσική των Jesu δεν είναι δύσβατη ούτε απρόσιτη. Όπως παρατήρησε εύστοχα και ο Λεωνίδας Αρβανίτης, εκλεκτός γραφιάς του Metal Hammer, «άραγε πού τοποθετείς τους Jesu στα δισκάδικα; Δίπλα στους Isis και τους Pelican ή δίπλα στους Ride και τους Slowdive;». Το ωραίο με τους Jesu είναι ότι μπορούν να σταθούν δίπλα και στους μεν και στους δε. Κι αν ένα μέρος του μαυροντυμένου κοινού με τα μακριά μαλλιά έφυγε έπειτα από το, σχετικά πρόωρο, λόγω τεχνικού προβλήματος του laptop, τέλος της συναυλίας με ένα αόριστο παράπονο για το ότι δεν επιδόθηκε σε χορταστικό headbanging, οι υπόλοιποι συνέχισαν τη βραδιά τους με την γλυκιά αίσθηση ότι σιγά-σιγά, ακόμα και στο νοτιανατολικό άκρο της Ευρώπης, η post metal συνείδηση των ανήσυχων ακροατών αφυπνίζεται και μπορούμε, επιτέλους, να ακούσουμε και κάτι πέρα από την αποθέωση της τετριμμένης συμβατικότητας των τεσσάρων ακόρντων. Πόσο μάλλον όταν η κιθάρα του Broadrick έχει αφήσει προ πολλού πίσω της την έννοια «συγχορδία». Η Τέχνη οφείλει να εξελίσσεται και σε αυτή ακριβώς την εξέλιξη συνέβαλε και η συγκεκριμένη συναυλία.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured