Ο καλύτερος μου φίλος στην πρώτη γυμνάσιου ήταν ο Γιάννης, ένα ύψους 160 εκατοστών παιδοβουβαλάκι λίγο διαφορετικό από τα υπόλοιπα, σαν να είχε βγει μέσα από τις σελίδες του ‘’Θανάτου του Στρειδάκη’’, του όχι-και-τόσο-παιδικού βιβλίου του Τιμ Μπάρτον. Τις ελεύθερες του ώρες ο Γιάννης, όταν δεν διάβαζε έναν παράξενο αμερικανό συγγραφέα με βλέμμα σαν του Πεδουλάκη και άγριο παρουσιαστικό, ονόματι Πόε, περιφερόταν σαν Γκιούλιβερ ανάμεσα στους μικρούς Λιλιπούτ, με ένα ζευγάρι ακουστικά στα αυτιά (οι ‘’ψείρες’’ δεν είχαν εφευρεθεί ακόμη ή τουλάχιστον δεν τις είχαμε πάρει ακόμη χαμπάρι, 1989 γαρ) που αν είχες την φαεινή ιδέα να ψάξεις τι έκρυβαν από κάτω, σίγουρα δεν θα είχες καμία διάθεση να ξανακούσεις μουσική, παρά μόνο Ensemble Δωματίου με δυο βιολιά κι ισάριθμα βιολοντσέλα να εκτελούν έργα του Γκολντόνι.

Για κάποιο λόγο που ούτε κι εγώ πολυκαταλάβαινα τότε, ο Γιάννης με συμπαθούσε, παρόλο που δεν θα έπρεπε: ήμουν, βλέπετε, ένα υπέρ το δέον φυσιολογικό παιδί, ντυμένο με την τελευταία λέξη της ενδυματολογικής κακογουστιάς, που μιλούσε ελάχιστα και ασχολιόταν εξίσου επιδερμικά με τη μουσική – στο επίπεδο που ασχολιόταν αυτός, τουλάχιστον. Κι όμως. Προς το τέλος της σχολικής χρονιάς –Μάιος θα ήταν- με πήρε παράμερα και μου είπε με ένα ύφος που με τρόμαξε γιατί μου θύμιζε το ύφος που έπαιρνε μερικές φορές ο πατέρας μου όταν ήθελε να μου επιστήσει την προσοχή σε κάτι: ‘’αυτό που θα ακούσεις τώρα θα σου αλλάξει τη ζωή’’. Ήμουν σίγουρος ότι έκανε πλάκα. Πως είναι δυνατόν ένα παιδί 13 χρονών να ξέρει τι θα σου αρέσει και τι όχι; Το βλέμμα του όμως έκρυβε μια τέτοια σιγουριά που δεν μπορούσα παρά να υπακούσω τις παραινέσεις του Γιάννη, ο οποίος την επόμενη χρονιά έφυγε από το σχολείο και κανείς από τους δυο δεν κράτησε επαφή, ούτε καν τηλεφωνική.

Η κασέτα έγραφε πάνω ‘’Disintegration’’. Τι σκατά σήμαινε αυτό; Μόλις έδινα για Λόουερ, έπρεπε να ξέρω τι σημαίνει αυτή η γαμωλέξη; Το λεξικό λέει ‘’Αποσύνθεση’’. Ανοίγω δεύτερο λεξικό, ελληνικό αυτή τη φορά. Οκ, το έπιασα το υπονοούμενο. Έχει να κάνει με παρακμή, σαπίλα, βρώμα, δυσωδία, κάτι αρνητικό, που δημιουργεί ένα αρνητικό φίλινγκ, ένα αίσθημα ταγκίλας να διαπερνά το σώμα σου, σαν ο Γκρέγκορ Σάμσα να έχει αφήσει τα στενά σοκάκια της Πράγας και να περπατάει πάνω σου. Το βιντεοκλίπ του ‘’Lullaby’’ ήρθε να αποτελειώσει την εύθραυστη ψυχοσύνθεση του νεαρού Κωνσταντίνου. Έπεφτε στο κρεβάτι κι ονειρευόταν κατσαρίδες, αράχνες κι αλλά αηδιαστικά αρθρόποδα να αφήνουν τα σάλια τους πάνω στο σώμα του, ακριβώς όπως έκανε εκείνη η ταραντούλα με τον Ρομπερτ Σμιθ. Με τη βοήθεια ενός παιδοψυχολόγου και με την συνδρομή μερικών άλμπουμ που λειτούργησαν ως αντιπερισπασμός, οι πληγές επουλώθηκαν, ευτυχώς όχι για πολύ. Και όταν ο Κωνσταντίνος μπήκε επιτέλους στο τριπάκι των Cure, το ίδιο το συγκρότημα άρχισε τη φθίνουσα πορεία του και τον άφησε να τους κυνηγάει ασθμαίνοντας. Στη συναυλία του 1995 έδινε πανελλαδικές (κι έχασε και τους Jesus And Mary Chain γαμώτο!) και στο Shockwave του 2002 ήταν φαντάρος. Γαμώ την ατυχία του μέσα!

Τους καλούς φίλους Film δυστυχώς δεν τους προλάβαμε, ας όψονται οι επαγγελματικές μας υποχρεώσεις που μας κράτησαν μακριά από τη Μαλακάσα μέχρι τις 6 το απόγευμα. Ελένη, Κώστα, Δημήτρη, υπόσχομαι να επανορθώσω.

Δεν θα χάσω κανένα επόμενο live σας, θα γίνω η αρσενική groupie σας, ειδικά όταν έμαθα από κόσμο που σας παρακολούθησε ότι κάνατε ίσως το καλύτερο ever live σας κι ότι τα νέα σας τραγούδια είναι όντως ένα σκαλί πιο πάνω από τα αντίστοιχα του >/:no luggage.



Οι Cranes άρχισαν απογειωτικά, έκαναν μια τεράστια κοιλιά στη μέση του σετ τους και τελείωσαν εξίσου καλά, με την Alison να έχει αποφασίσει επιτέλους ότι η full throttle φωνή της είναι πολύ καλύτερη από τα νιαουρίσματα στα οποία επιδόθηκε μερικά λεπτά πριν. Ο δε συμπαθέστατος Αλκίνοος έβαλε τα όργανα στη πρίζα και, παρόλο που μια σεβαστή μερίδα κόσμου φοβήθηκε ότι θα πέσουνε κορνέδες αλά-Rock In Athens 1985, τόσο η χαλαρή παρουσία του ίδιου, όσο και οι χιουμοριστικές ατάκες που πέταξε από σκηνής, συνέβαλαν ώστε το ωριαίο σετ του να κυλήσει καλύτερα του αναμενόμενου.

Στις 9.30 ακριβώς τα φώτα έσβησαν. Και ξανάνοιξαν τρεις ώρες μετά, στις 00.30 ακριβώς. Τι συνέβη εκείνες τις 3 ώρες; Ρωτούσα εναγωνίως το Μάνο Μπούρα που τους έχει δει και τις 4 φορές που έχουν έρθει ‘’Μάνο, είναι όντως αυτή η καλύτερη εμφάνιση τους;’’, εκείνος όμως χτυπιόταν στον καταιγιστικό ρυθμό του One Hundred Years (το αποκορύφωμα της βραδιάς κατά τον γράφοντα). Συγχωρήστε μου την ασθενή μνήμη, αλλά ολόκληρο το σετλιστ δεν το θυμάμαι: το σώμα μου χόρεψε με τα Open, Fascination Street, A Strange Day (απίστευτο!), The Blood, Shake Dog Shake, A Night Like This, Just Like Heaven, Lullaby, Never Enough, From the Edge of the Deep Green Sea, The Baby Screams, Shiver and Shake, If Only Tonight We Could Sleep, The Kiss, Inbetween Days, Friday I'm In Love, Boys Don't Cry, Three Imaginary Boys, Grinding Halt, 10:15 Saturday Night, Killing An Arab, Fire In Cairo, The Kiss, A Letter to Elise, Hot Hot Hot!!!, Let's Go to Bed , Grinding Halt, alt.end, The End of the World, Signal to Noise, The Baby Screams, ενώ έπρεπε να σηκωθεί πρωί πρωί και να βάλει στο cd player τα άλμπουμ ‘’Pornography’’, ‘’17 Seconds’’, ‘’Three Imaginary Boys’’ και ‘’Faith’’ για να βρει ποιο ήταν αυτό το τελευταίο κομμάτι που τόσο μας ταλαιπώρησε αναζητώντας το όνομα του. Τελικά το Faith ήταν αυτό που έκλεισε τη συναυλία, κι όπως κάθε κατάσταση κρίνεται από τις μικρές λεπτομέρειες (που ενίοτε κάνουν και τη διαφορά), το εν λόγω κομμάτι λειτούργησε ξενερωτικά σε πολύ κοινό, το οποίο και περίμενε το Forest (πώς να μην το περιμένεις να ακουστεί σε ένα τέτοιο χώρο περιβαλλόμενο από δάσος;) και αφετέρου γιατί ήρθε μετά από τον καταιγισμό σχεδόν ολόκληρου του Three Imaginary Boys LP στο τρίτο ενκόρ. Αν η συναυλία τελείωνε εκεί, όλοι θα είχαν πάει σπίτια τους πεπεισμένοι ότι την 1η Σεπτεμβρίου έλαβε χώρα μια από τις καλύτερες συναυλίες εν Ελλάδι, λίγο όμως η γεύση χάλασε στο τέλος –παραμένει βέβαια μια από τις καλύτερες συναυλίες ever.

Πως να μην αναφερθείς όμως στα θετικά της βραδιάς:

Πρώτον, το κοινό. Ωραίο, ενθουσιώδες, εξαιρετικό, δεν σε έκανε ούτε μια στιγμή να σκεφτείς ‘’Oh my Goth, I feel so depeched!’’ (copyright by Ηλία)

Δεύτερον, ο ήχος. Γιγάντιος και massive, σε περικύκλωνε όπου κι αν στεκόσουν.

Τρίτον, η ίδια η μπάντα. Έπαιξε ασταμάτητα τρεις ώρες (μίλησε κανείς για ωριαία σετ-αρπαχτή;), επικοινώνησε άριστα με το κοινό, έριξε όλα του τα greatest hits στη σκηνή (για να ικανοποιήσει και τους λιγότερο fan, άνθρωποι είναι κι αυτοί, ας σταματήσουμε να θεωρούμε επιτέλους τους εαυτούς μας περιούσιους επειδή γνωρίζουμε φαρσί όλη τη δισκογραφία μιας μπάντας. Υπάρχουν κι άλλοι εκεί έξω, που αντιμετωπίζουν τη μουσική πιο χαλαρά απ’ότι εμείς), με μοναδικό παράπονο το Forest ασφαλώς και τα προσωπικά αγαπημένα Charlotte Sometimes, Play For Today και Pictures Of You.

Φεύγοντας από το χώρο, σταμάτησα να φάω ένα ‘’βρώμικο’’ απ’ έξω. Δίπλα μου στάθηκε ένα παλικάρι στην ηλικία μου, ψηλό, αδύνατο και ευγενικό. Είχα 15 χρόνια να δω τον Γιάννη. Ήταν το ίδιο ‘διαφορετικός’ όσο την τελευταία φορά που τον είχα δει. Μόνο που τώρα έπαιζε ‘εντός έδρας’…

Υ.Γ: Όποιος σημείωσε το πλήρες σετλιστ, αν μπορεί ας μου το στείλει στο mail μου…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured