Υπάρχουν φορές που παρακολουθώντας μια συναυλία, έχεις την αίσθηση ότι βλέπεις μπροστά σου το καλύτερο συγκρότημα του πλανήτη τη δεδομένη στιγμή. Είναι, δεν είναι, ποσώς μετράει. Το ζήτημα είναι το συναίσθημα της βεβαιότητας που νιώθεις. Για πολλούς, οι Isis στη σκηνή του Ρόδον, ήταν ακριβώς αυτό. Η καλύτερη μπάντα στον κόσμο. Υπερβολές; Ίσως. Αλλά εδώ μιλάμε για τέχνη υψηλής ποιότητας, οπότε οι υπερβολές συγχωρούνται, ίσως μάλιστα επιβάλλονται.

Μπαίνοντας στο χώρο της συναυλίας, υπό τους ήχους του εκλεπτυσμένου ambient θορύβου του Καναδού Tim Hecker που είχε το ρόλο ενός αθέατου κομπέρ, καταλάβαινες ότι εδώ κάτι συμβαίνει. Ο κόσμος ήταν πάρα πολύς, αν αναλογιστούμε ότι ούτε δίσκοι των συγκεκριμένων ονομάτων κυκλοφορούν με ελληνική διανομή ούτε το ραδιόφωνο ασχολείται μαζί τους αλλά και το ότι χρειάζεται πλάνο και αυστηρά κριτήρια για να επιλέξεις σε ποια συναυλία θα πας αυτό το καλοκαίρι. Με άλλα λόγια, ελάχιστοι απλά είδαν φως και μπήκαν. Ο κόσμος ήξερε γιατί είχε έρθει. Και, κρίνοντας από ορισμένα χιλιοφορεμένα Godflesh μπλουζάκια που εντοπίστηκαν, δεν ήταν μόνο για τους Isis.

Οι Jesu (προφέρεται γιε-ζου), το τελευταίο project του Justin Broadrick (Napalm Death, Godflesh), ήταν η τέλεια επιλογή για να συνοδεύσουν τους Isis σε τούτη την περιοδεία. Ο πολυεπίπεδος θόρυβος με τον οποίο καλύπτουν τις μεγάλες σε διάρκεια συνθέσεις τους, λειτουργεί παραπλανητικά, κάνοντάς μας να ξεχάσουμε ότι στη βάση τους έχουν μια καθαρή pop λογική. Τα φωνητικά του Broadrick εκφέρονται συχνά (αλλά όχι παντα) με ένα τρόπο που θυμίζει έντονα τα shoegazing συγκροτήματα των late 80s-early 90s (Slowdive, My Bloody Valentine) ενώ και η ατμόσφαιρα που δημιουργούν έχει μια ονειρική αίσθηση. Δυστυχώς, στα πρώτα δύο κομμάτια της εμφάνισής τους, όλα αυτά δε βγήκαν σωστά κι είναι κρίμα γιατί αδικήθηκε το αριστουργηματικό “All Friends Are Evil” με το πιο ολοκληρωτικό μπάσο που θα ακούσετε φέτος. Στη συνέχεια, και καθώς ανέβαιναν και άλλοι στη σκηνή (ντράμερ και δεύτερος κιθαρίστας), παρέχοντας μια οργανική ισορροπία στα tapes και τα delays, το ευαίσθητο όσο και επιβλητικό noise rock τους κέρδιζε συνεχώς το κοινό, με αποτέλεσμα μια εμφάνιση, ιδανικό ορεκτικό για τη συνέχεια.

Η οποία ήρθε με τη μορφή της πιο όμορφης και λυτρωτικής μουσικής που μπορεί να προέλθει μέσα από τα metal και hardcore χωνευτήρια. Μια μουσική που μοιάζει απλή γιατί δεν έχει τρελές κλιμακώσεις και επιδείξεις τεχνικής αλλά που χρειάζεται μια μπάντα τόσο τρομακτικά δεμένη όπως οι Isis για να αποδοθεί σε όλο της το μεγαλείο. Για να χτίσεις οτιδήποτε χρειάζεσαι γερά θεμέλια ή απλώς τον Aaron Harris. Ένας ανατριχιαστικά πειθαρχημένος ντράμερ σαν κι αυτόν δίνει τη δυνατότητα, με τα ευφυώς κουρδισμένα του τύμπανα και τους υπνωτιστικούς του γδούπους, να ξεδιπλωθεί με την άνεση του το φιλικό θηρίο των Isis. Οι κιθάρες κυλάνε σχεδόν από πάνω σου σαν κινούμενη μάζα που δεν θες να σου αφήσει κανένα περιθώριο να ξεφύγεις ενόσω ο έτερος Aaron (Turner) σε ταρακουνάει κάθε τόσο με το σπαρακτικό ουρλιαχτό του.

Δεν είναι εύκολο ο κόσμος του «Oceanic” ή του “Panopticon” να παρουσιαστούν ζωντανά με τέτοια αρτιότητα, γι’ αυτό και το κοινό προσπαθούσε να συμμετέχει με κάθε τρόπο. Σαν απάντηση, και γνωρίζοντας ότι δεν είναι μεγάλοι θιασώτες των συναυλιακών encore, καταστρατήγησαν τις αρχές και ξαναβγήκαν με το «The Beginning And The End” αλλά πια η ετυμηγορία είχε εκδοθεί. Τα «Carry», «Backlit», «Wills Dissolve» ήταν απλώς λίγο πιο συνταρακτικά από τα υπόλοιπα τραγούδια αλλά κι αυτό λίγη σημασία έχει.

Οι Isis, που σημειωτέον είχαν και μια περήφανη rock σκηνική παρουσία, είναι ένας καλός λόγος να ασχολείσαι με τη σύγχρονη μουσική. Και αν θέλουμε να τους εντάξουμε και σε ένα γενικότερο πλαίσιο, το έκανε για μας ο dj. Ακριβώς πριν αρχίσουν οι Isis και αμέσως αφότου τελείωσαν, έβαλε τα «The Grudge” και “Blood And Thunder” από Tool και Mastodon. Βάλτε κάπου εκεί και τους Godspeed, και ονειρευτείτε το απόλυτο φεστιβάλ. Εγώ πάντως την ιδέα την έριξα…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured