Σάββατο βράδυ, με τη ζέστη του επερχόμενου καλοκαιριού να χει κάνει την εμφάνισή της, εμείς με θάρρος αποφασίσαμε να κατηφορίσουμε προς το «Από Μηχανής Θέατρο» για να παρακολουθήσουμε ζωντανά το νέο project του Γιάννη Αγγελάκα και του Νίκου Βελιώτη. Χρειάστηκε πραγματικά θάρρος, όχι τόσο γιατί είναι ένα αρκετά δύσκολο άκουσμα, αλλά γιατί μια τέτοια βραδυά, το να κλειστείς σε ένα μαύρο θέατρο 120 θέσεων, όπου δε μπορείς να κουνηθείς από τη θέση σου για παραπάνω από μισή ώρα, μοιάζει πραγματικά κλειστοφοβικό. Κι όμως η συνύπαρξη των δύο αυτών αντίθετων αλλά ταυτόχρονα ίδιων μουσικών μορφών έμοιαζε ανυπέρβλητη πρόκληση.
Δεν ήταν μονάχα οι ματωμένοι στίχοι και έκφραση του Αγγελάκα, αλλά και οι μουσικές εκπλήξεις του Βελιώτη που σε έκαναν να αναρωτιέσαι πως τελικά αυτό το κράμα μπορεί να δέσει σκηνικά πλέον -αφού με την ακρόαση του δίσκου αυτό ήταν εμφανές – αλλά και πως θα το δεχθεί ο κόσμος. Ένας κόσμος που έχει αγαπήσει τον Αγγελάκα σαν την ηγετική και επίπονη, με συναισθηματική έννοια, μορφή των Τρυπών αλλά και εκείνοι που επιμένουν να κινούνται σε underground πειραματικούς χώρους, όπου ζει και δημιουργεί ο Βελιώτης. Επιπλέον, το γεγονός ότι στη σκηνή θα βρίσκονταν ο Καργιωτάκης, ο Μπασλάμ και ο Σιώτας για να υποστηρίξουν αυτή τη ζωντανή εκτέλεση, ήταν ακόμα μια απόδειξη της πολυμορφικότητας και της ιδιαιτερότητας αυτής της «συναυλίας».
Η συμβουλή ήταν μοιραία. Κανείς δεν μπαίνει και δεν βγαίνει αφού κλείσουν οι πόρτες της σκοτεινής αίθουσας. Οι προμήθειες αποδείχθηκαν λίγες και οι ανάγκες ακόμα περισσότερες. Δύσκολο και επίπονο αλλά ταυτόχρονα άκρως κατευναστικό. Οι ψίθυροι ελάχιστοι. Μονάχα οι αναπτήρες που άναβαν τα τσιγάρα ακουγόντουσαν κάθε λίγο. Στις 120 αυτές θέσεις λιώσαμε την ψυχή μας. Δεν τολμήσαμε να μιλήσουμε ούτε και να κουνηθούμε, όσο και άβολο αυτό ήταν μετά από κάποια ώρα. Μια οθόνη στημένη λοξά πρόβαλε διάφορα video και το καθαρό πρόσωπο του Αγγελάκα που «εξέπεμπε» τα αναγκάια ευχαριστήρια μηνύματα προς το κοινό, σπάζοντας τον πάγο, όποιας αμηχανίας.
Κι ύστερα μια σκοτεινή σκηνή... Που φιλοξενούσε 5 μορφές στοχευόμενες από ένα φως σχεδόν μηδαμινό, αφήνοντας τις σκιές να σέρνονται μαζί με τις δικές μας σκέψεις. Έγχορδα και ήχοι ηλεκτρονικοί έπλεκαν ιστορίες μουσικές και ονειρικές, σαν να μην είχαν τόπο. Ανάσες, συναισθήματα, εικόνες και μια φωνή να σπάει και να σιγοτραγουδά σαν το εσωτερικό σου έρμαιο και να σε κοπανά από τοίχο σε τοίχο.
Οι μουσικοί, αφού ολοκλήρωσαν την παρουσίαση του «Οι Ανάσες των Λύκων», έφυγαν διαδοχικά τη σκηνή, αφήνοντας πίσω την στραβή οθόνη να προβάλλει τις υποκλείσεις και τις ευχαριστίες τους προς το κοινό για να επανέλθουν μετά από λίγο για ένα κομμάτι.
Οι πόρτες ανοίξανε κι εμείς ξεχυθήκαμε στο φουαγιέ για ένα ακόμα πότο με τη σπίθα του τρελού στα μάτια και ένα άπλετο χαμόγελο. Έπειτα από μια ακατάπαυστη πάλη με τις μουσικές, τους στίχους, τις εικόνες αλλά και τους ίδιους μας τους εαυτούς η κάθαρση είχε έρθει εντελώς ενδόμυχα. Βγήκαμε πάλι έξω στους δρόμους της Αθήνας και στ’ αυτιά μου μονάχα αντηχούσε ο στίχος που περιέγραφε όλη τη μαγεία και την ουσία αυτού του live «Ποιός κάηκε απόψε και μύρισε η πόλη αγάπη».