Πριν αρχίσω το review θέλω να δηλώσω ρητώς κι απαρεγκλίτως ότι η Βαρκελώνη είναι η ωραιότερη πόλη στον Πλανήτη Ευρώπη και το κεντρικότερο σημείο της, ο πεζόδρομος του Λας Ράμπλας την μεγαλύτερη Ψησταριά / Καμακολίβαδο από Γενέσεως της Γυναίκας.

Ας δούμε τι διαθέτει η πόλη αυτή που δεν θα μπορούσε να διαθέτει μια οποιαδήποτε πόλη της Ελλάδας ούτε στα πιο τρελά της όνειρα (πέραν της Ολυμπιακής περιόδου): Πεζοδρομία πεντακάθαρα, πράσινο παντού, σεβασμός σε ειδικές κατηγορίες πεζών, ειδικές λωρίδες για τα ποδήλατα, λεωφορεία που δεν αργούν, ούτε μπλέκουν στην κίνηση, όμορφος κόσμος, μεγάλοι δρόμοι, κτίρια-θαύματα της αρχιτεκτονικής και της Αισθητικής εν γένει, οδηγοί που δεν κορνάρουν σαν ουραγκοτάγκοι σε εργαστήριο περιμένοντας να ανάψει πράσινο στο φανάρι, ούτε κάνουν καφρίλες και χωσίματα στο δρόμο με τα ηχεία τους στη διαπασών προκαλώντας περιττό θόρυβο, μεγάλες εκτάσεις γης καλυμμένες με πάρκα (στον χάρτη της πόλης μέτρησα τουλάχιστον 27 μεγάλα πάρκα) που προσφέρουν μια αίσθηση απλωσιάς στο κουρασμένο από ψηλά κτίρια μάτι και το ξεκουράζουν και γενικά έναν ευρωπαϊκό αέρα προοδευτικού πνεύματος να αποτελεί το “καύσιμο” της ζωής των Καταλανών. Φυσικά οι άνθρωποι δεν μιλούν γρι αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά ή γερμανικά – ούτε λόγος φυσικά για καστιγιάνικα ισπανικά -, γεγονός που δυσχεραίνει τις συναλλαγές και τις συνεννοήσεις, αλλά το κοινό μεσογειακό ταμπεραμέντο και η γλώσσα του σώματος μπορεί να σε βγάλει ανά πάσα στιγμή από την δυσχερή αυτή θέση. Άσε που με το άκουσμα της λέξης Γριέγο–Έλληνας, τα πρόσωπα των περισσοτέρων φωτίζονταν και σου απαντούσαν Τσαμπιόνες Ντ’ Εουρόπα –αν και τις περισσότερες φορές συνόδευαν τον χαρακτηρισμό με την έκφραση «Πολύ αμυντικά παίξατε!».

Το πρωί της Πέμπτης 5 Αυγούστου ξεκίνησε ευνοϊκά και κανείς δεν μπορούσε να προδιαγράψει το τι θα επακολουθούσε στη συνέχεια. Ώρα 11 και κινήσαμε για τον Σταθμό Τρένων και Λεωφορείων της πρωτεύουσας της Καταλονίας, όπου θα κλείναμε εισιτήρια για το Μπενικάσιμ. Τραγικό λάθος θα μου πείτε. Συμφωνώ μαζί σας, ο Τσαβαλάκος δεν έκλεισε εισιτήρια γιατί δεν είχε τον απαιτούμενο χρόνο να το κάνει και επειδή σκέφτηκε Τι στο διάολο, είναι δυνατόν να μην βρω θέσεις για να μεταβώ στο Μπενικάσιμ; Έκλεισα τηλεφωνικά την θέση μου στο κάμπινγκ του συναυλιακού χώρου, σιγά μην κάτσω να ασχοληθώ με ενδο-ισπανικές μετακινήσεις. Λάθος! Γιατί οι θέσεις για τα τρένα ήταν όλες κομπλέ μέχρι τις 9 το βράδυ και 11 η ώρα θα έβγαινε ο Τιμ Μπούθ. Η απόσταση των δυο ωρών Βαρκελώνης-Μπενικάσιμ δεν θα μπορούσε να καλυφτεί, όποτε θα έχανα τον Τιμ ούτως η άλλως. Στην ερώτηση μου «Μήπως λόγω του φεστιβάλ θα έπρεπε να βάλετε έκτακτα δρομολόγια;», εισέπραξα ένα παγερό σήκωμα των ώμων και την κραυγή «Πρόχιμο», ήτοι Επόμενος ισπανιστί. Έπρεπε να βρω έναν άλλο τρόπο να φτάσω στο Μπενικασιμ.

Το μετρό μας πήγε μέχρι τον έτερο σταθμό –ιδιωτικών – λεωφορείων, στα βόρεια της πόλης, εκεί όπου οι υπάλληλοι όχι απλά δεν μιλούσαν στοιχειώδη σπαστά αγγλικά, αλλά επιπλέον μιλούσαν καταλανικά του χειρίστου είδους με αποτέλεσμα η 40αρα κυρία από την Μαγιόρκα που ήταν μπροστά μου να βγάζει τα λεξικά για να συνεννοηθεί κι εγώ να έχω πιάσει θερμοκρασία βρασμού από τα νεύρα μου. Με τα πολλά μάθαμε ότι ένα λεωφορείο θα ξεκινούσε στις 6 από την πόλη για το Μπενικάσιμ, μόνο που θα περνούσε από όλα τα ισπανικά κωλοχώρια των 528 κατοίκων έκαστο και θα έκανε κάτι παραπάνω από τρεις ώρες. Ας είναι, τουλάχιστον θα φτάναμε στις 9μιση και θα προλαβαίναμε τον Τιμ. Οι θεοί της Ισπανίας είχαν δυστυχώς άλλη άποψη.

Μπήκαμε νηστικοί στο λεωφορείο μαζί με μερικά σάντουιτς από τα Pans – τα αντίστοιχα Goody’s – και ο οδηγός μας πληροφόρησε σε άπταιστη διάλεκτο του Καφριστάν ότι αν δοκιμάσουμε έστω και μια μπουκιά από τα περιεχόμενα της σακούλας, θα βγουν Αζέροι νομάδες από τα αμπάρια του λεωφορείου, θα μας ανασκολοπίσουν και θα μας δώσουν τροφή στα λάμα τους. Ως εκ τούτου περάσαμε τις τρεις υπόλοιπες ώρες του ταξιδιού σκυμμένοι μπροστά, προσπαθώντας να μην γίνουμε αντιληπτοί την ώρα που σαβουρώναμε τις ύποπτες για πυρηνικά όπλα μπαγκέτες μας, με κίνδυνο να πάθουμε μετατόπιση τρίτου μεσοσπονδυλίου δίσκου και να παρακολουθήσουμε το φεστιβάλ από τον θάλαμο των ασθενών με λουμπάγκο. Ο τρόπος που πήγαινε το λεωφορείο μου θύμισε τη σκηνή από τα Χτυποκάρδια στο Θρανίο, εκεί που έχουν συσσωρευτεί 23 τσούπρες μέσα σε ένα λεωφορείο της Πλειστόκαινης Περιόδου και τραγουδάνε με συνοδεία φυσαρμόνικας το Κυριακή Γιορτή και Σχόλη Να ‘Ταν η Βδομάδα Όλη. Λίγο ακόμη και θα αφήναμε το στομάχι μας ενθύμιο στον οδηγό. Χοσέ Πέδρο Γκαρθία Ντε Λος Πιάστον Καιβάρατον Ώρες ή κάτι παρόμοιο τον φώναζαν...

Αν μη τι άλλο φάνηκε ότι τον είχαμε παρεξηγήσει: γύρω στις οκτώ, είχε την καλοσύνη να μας ξυπνήσει από τον λήθαργο της δυσπεψίας στον οποίο είχαμε περιπέσει για να μας ενημερώσει ότι το λεωφορείο θα σταματούσε σε ένα χωριό 1 ώρα από το Μπενικάσιμ κι ότι εκεί θα υπήρχε άλλο λεωφορείο να μας μεταφέρει στο χώρο του Φεστιβάλ. Ώρα ενάτη νυχτερινή και δυο Έλληνες μαζί με δυο Ισπανίδες περιμένουν σε μια στάση στο κέντρο ενός πράγματος που έμοιαζε με πόλη – γιατί αν κρίνω από το γεγονός ότι είδαμε συνολικά 3 κατοίκους να περνάνε σε διάστημα 2 ωρών, μάλλον έμοιαζε για μια πόλη που την είχαν εκκενώσει για τον φόβο ενός πυρηνικού μανιταριού – περιμένοντας ένα δεύτερο λεωφορείο. Οι ισπανιδουλες μας ενημέρωσαν για την ώρα άφιξης του νέου λεωφορείου (με τα δάχτυλα τους ασφαλώς, δεν ήξεραν καν πως λέγεται το 9 στα αγγλικά…) και ο ιδρώτας άρχισε να τρέχει σιγά σιγά στο μέτωπο μου.

Έβλεπα τα λεπτά να περνάνε και μου έμοιαζαν ώρες. Έβλεπα μπροστά μου ένα τεράστιο ρολόι σαν εκείνα του Νταλί και τους δείκτες του να με κοροϊδεύουν και να μου βγάζουν την γλώσσα. Αρνήθηκα να τους ανταποδώσω την κοροϊδία και προτίμησα να εκτονώσω τα νεύρα μου στο κουτάκι της κοκακόλας που εκσφενδονίστηκε πάνω σε έναν τοίχο με τις αφίσες των Ισπανών ΟΝΕ. Το λεωφορείο έφτασε τελικά στις 10.45. Για κάποιο λόγο που εγώ δεν γνωρίζω κι ούτε θα μάθω ποτέ, στον κεντρικό αυτοκινητόδρομο της χώρας γινόταν το έλα να δεις. Επιπλέον, στον δρόμο που θα μας οδηγούσε στο Μπενικάσιμ έκαναν έργα –προφανώς θα τους είχαν μείνει στο συρτάρι κάτι κονδύλια αφάγωτα από τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης. Ο Τιμ Μπούθ μου έκανε συντροφιά μέσω του discman μου και οι Ισπανοί συνεπιβάτες μου έμαθαν μέσα σε 1μιση ώρα όλη την γκάμα των βρισιών. Το αποτέλεσμα ήταν να πατήσουμε τα τιμημένα χώματα του Μπενικάσιμ στις 12.30 μετά τα μεσάνυχτα. Το κάμπινγκ που είχε κλείσει στις 12, φυσικά δεν μπορούσε να μας δεχτεί στους κόλπους του και να μας προσφέρει τα χωμάτινα θέλγητρα του. Στο κέντρο φυσικά και δεν υπήρχε ούτε ένα μέρος να καταλύσουμε και καταλήξαμε να κοιμηθούμε στην παραλία πάνω στην άμμο. Η γκαντεμιά δεν είχε τελειωμό όμως: στις 7 το πρωί ξύπνησα νομίζοντας ότι είμαι κομπάρσος στην Λάμψη του Κούμπρικ. Μεγάλα φώτα μας τύφλωσαν και ένα διαρκές κορνάρισμα μας σήκωσε από την φιλόξενη άμμο. Το μηχάνημα καθαρισμού της παραλίας κινδύνεψε να μας πάρει από κάτω του – εκ των υστέρων έμαθα ότι κάποιες άλλες κοπέλες την επόμενη μέρα δεν πρόλαβαν να γίνουν αντιληπτές και παρασύρθηκαν κάτω από τις ρόδες του με αποτέλεσμα να πεθάνουν. Spooky… Μαζέψαμε τα μπαγκάζια μας και κατευθυνθήκαμε στο κάμπινγκ. Ρωτώντας έμαθα ότι ο Τιμ Μπουθ έπαιξε όλο το νέο του άλμπουμ συν 4 κομμάτια James, αλλά γενικά δεν εντυπωσίασε. Ένας συνάδελφος από ένα γαλλικό μέσο – ο οποίος κυκλοφορούσε και τις 4 μέρες του φεστιβάλ με μπλουζάκι Μόρισει - μου είπε ότι τα μηχανήματα του πρώην ηγέτη των James είχαν μείνει στο Λονδίνο κι ο ίδιος αναγκάστηκε να παίξει με τον εξοπλισμό των φίλων του, Snow Patrol, γι’ αυτό και ο ήχος ήταν σχετικά αμήχανος και ελλιπής. Ο ίδιος συνάδελφος μου είπε ότι άρχισε είχε κλείσει να παίξει ο Paul Weller, αλλά μετά από ένα κώλυμα που παρουσίασε, οι ιθύνοντες έκλεισαν τον Τιμ. Αυτός ήταν ο λόγος που το όνομα του ανακοινώθηκε τελευταίο απ’ όλα, μερικές μέρες μόλις πριν την έναρξη του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured