Όλα τα ωραία πράγματα στη ζωή έχουν ένα τέλος. Όλα εκτός από τις αναμνήσεις. Μετά από τη χθεσινή βραδιά όμως, επιτρέψατε μου να έχω τις αμφιβολίες ακόμα και γι’ αυτές. Οι δικές μου αναμνήσεις για εκείνη τη θρυλική μπάντα, με την οποία μεγάλωσα έτσι όπως ακριβώς μεγάλωσαν πολλοί άνθρωποι πριν, αλλά και πολλοί άνθρωποι μετά από μένα, θάμπωσαν ύστερα από τη χθεσινή βόλτα στο Λυκαβηττό.
Ο οργισμένος, ουτοπικός ποιητής, βουτηγμένος στα ναρκωτικά, έφυγε πριν από πολλά πολλά χρόνια από τον κόσμο αυτό, αφήνοντας μια τεράστια κληρονομιά πίσω του, ξεπερνώντας έτσι τα όρια του μύθου. Ο Ray Manzarek δεν είναι πια ο παθιασμένος κημπορντίστας με τα γυαλιά και τις φαβορίτες ούτε ο Robby Krieger θυμίζει σε τίποτα το νεαρό κιθαρίστα του 1967.
Όσο για τον John Densmore, αυτός απέφυγε τα χειρότερα είτε γιατί διαφωνούσε είτε για λόγους υγείας. Όλα όμως έχουν την τιμή τους, όλα αγοράζονται. Και όπως έλεγε κάποτε και κάποιος ‘’είναι πολύ ωραίο και εύκολο να αρνείσαι ένα reunion, όταν όμως αρχίσουν να πέφτουν στο τραπέζι τα χοντρά πακέτα με τα δολάρια τότε κανείς δεν μπορεί να πει όχι’’. Φανταστείτε λοιπόν πόσα τέτοια πακέτα θα απαιτήθηκαν για να πεισθούν αυτοί οι άνθρωποι να νεκραναστήσουν τους Doors. Γιατί βέβαια στις μέρες μας δεν μπορεί να υπάρχουν τόσο αφελείς άνθρωποι ώστε να πιστεύουν πως οι μαθουσάλες Doors (έστω και με τον προσδιορισμό of the 21st century) έχουν να προσφέρουν κάτι καινούργιο στη μουσική ή ότι κάνουν αυτή την προσπάθεια σαν φόρο τιμής στον Morrison. Money makes the world go round.
Και είναι κρίμα για έναν ακόμα λόγο: γιατί χθες το βράδυ γίναμε μάρτυρες του ολοκληρωτικού καλλιτεχνικού ευνουχισμού, όχι κάποιου τυχαίου, αλλά ενός ανθρώπου με πολύ μεγάλη ιστορία και σημαντική προσφορά στη μουσική, του Ian Astbury. Ένας Astbury στυλιζαρισμένος και στημένος έτσι ώστε να θυμίζει τον Jim Morrison στα πάντα, σχεδόν μια καρικατούρα. Πραγματικά κρίμα... Ίδιο ντύσιμο, ίδιο κούρεμα, τα μαύρα γυαλιά, ο ίδιος χορός, οι ίδιες κραυγές και μια πιστή απομίμηση της φωνής του Morrison. Αν δεν υπήρχε μάλιστα και η ακουστική βερσιόν του People Are Strange ίσως να μην είχαμε ακούσει καθόλου την πραγματική (και υπέροχη) φωνή του Astbury.
Ναι, ήταν μια μεγάλη μουσική παραγωγή. Ναι, κάποιες στιγμές νόμιζες ότι έβλεπες μπροστά σου τον Morrison. Ναι, οι Doors ήταν άρτιοι τεχνικά στην διεκπεραίωση των κομματιών που παρουσίασαν, όμως δεν ήταν αυτό που θα περίμενες από μια τέτοια συναυλία. Το ζητούμενο ήταν το συναισθηματικό φορτίο ενός τέτοιου live. Ούτε αυτό το είδαμε όμως. Μάταια πάσχιζε ο Astbury να ξεσηκώσει τον κόσμο (που δεν γέμισε το θέατρο, 45€ δεν είναι και λίγα χρήματα). Οι ανατριχίλες διήρκεσαν μόλις λίγα δευτερόλεπτα, μετά την πασίγνωστη αναγγελία από τα μεγάφωνα ‘’Ladies & gentlemen, from Los Angeles, California, The Doors’’. Συνεχίστηκαν για λίγο στις πρώτες νότες του Break On Through και μετά έσβησαν όπως ακριβώς έφθινε και η διάθεση μας λεπτό με το λεπτό. Η σπίθα δυστυχώς δεν άναψε ποτέ παρά μόνο στο κλείσιμο του live με τα L.A. Woman και Light My Fire. Τα solos του Τζαμαϊκανού μπασίστα και του Ty Dennise στα ντραμς το μόνο που προσέφεραν ήταν ξεκούραση στους σεβάσμιους γέροντες και δυσφορία στους πιο απαιτητικούς του κοινού.
Ακόμα και για το (σχεδόν δίωρο) setlist θα μπορούσαν να υπάρξουν κάποιες ενστάσεις. Καλά τα Break On Through, When The Music’s Over, Take It As It Comes, 21st Century Fox, Alabama Song, Five To One, People Are Strange με τη solo flamenco γέφυρα του Krieger για το Spanish Caravan, το Wild Child, το Not To Touch The Earth (στο οποίο πλέον ο Astbury είχε φτάσει σε απόγνωση και προσπαθούσε να ξυπνήσει τον κόσμο με γηπεδικά συνθήματα του τύπου οέ-οέ–οέ-οεέ), το Touch Me, L.A. Woman και τέλος, το Light My Fire στο μοναδικό encore. Έλειψαν όμως κάποια κομμάτια, τα οποία οι Doors συμπεριέλαβαν στα αμέσως προηγούμενα live τους: Roadhouse Blues, Unknown Soldier, Riders On The Storm και Love Me Two Times.
Το χειρότερο όμως είχε μείνει για το τέλος. Στο encore του Light My Fire τα μέλη της μπάντας ξανά έβγαιναν ένα ένα στη σκηνή φορώντας τι; Την φανέλα της Εθνικής Ελλάδος... Ο Manzarek (χορεύοντας κάτι σαν συρτάκι), ο Krieger, ο Astbury (φωνάζοντας απηυδισμένος πια ‘’scream motherfuckers!’’) και οι υπόλοιποι σχεδόν εκλιπαρούσαν το χειροκρότημα φορώντας τη ποδοσφαιρική εμφάνιση της Ελλάδας. Η πλήρης απομυθοποίηση.
Μπορεί να ακούγεται σκληρό αλλά εγώ τουλάχιστον θα προσπαθήσω να καθαρίσω το μυαλό μου από την εικόνα ενός 65χρονου παππού που φορά τη φανέλα του Καραγκούνη και να επιστρέψω σε εκείνη του νεαρού, χαμογελαστού, ξανθομάλλη, διοπτροφόρου πιανίστα και του αλαφροίσκιωτου Jim...