Την πρώτη φορά που έπαιξαν οι Pixies ζωντανά στη χώρα μας, το Μάιο του 1989, δεν μπόρεσα να τους δω γιατί υπηρετούσα τη μαμά πατρίδα. Πήρα τη ρεβάνς μου δύο χρόνια αργότερα, όταν έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Αγγλία ακριβώς γι’ αυτό το λόγο. Λίγους μήνες αργότερα, το Βοστωνέζικο κουαρτέτο αποφάσισε να τα παρατήσει, αφήνοντας πίσω του μια μοναδική μουσική κληρονομιά, απ’ την οποία άντλησαν έμπνευση δεκάδες καλλιτέχνες, ακόμη και ορισμένοι τους οποίους δεν φαντάζεται κανείς – δείτε το ντοκιμαντέρ στο πρόσφατα κυκλοφορημένο DVD της μπάντας και θα καταλάβετε τι εννοούμε!
Επειδή όμως καμιά φορά υπάρχει και Θεός εκεί επάνω και μας λυπάται, έγινε ένα μικρό θαύμα πρόσφατα και η μπάντα αποφάσισε να βρεθεί και πάλι μαζί, και μάλιστα να έρθει κι από τα μέρη μας. Κι όσοι δεν παραβρέθηκαν στην εμφάνισή τους αυτή στη Μαλακάσα, να πούμε απλά ότι έχασαν μια από τις καλύτερες συναυλίες που έχουν γίνει στα μέρη μας φέτος, αυτή τη δεκαετία, αυτό τον αιώνα, αυτόν και τον προηγούμενο. Οι Pixies έπαιξαν γύρω στη μια ώρα (απ’ ότι μου είπαν οι φίλοι μου, δεν κράτησα καθόλου ώρα προσωπικά) και δεν μας άφησαν να πάρουμε ανάσα στιγμή! Δεν κράτησα καθόλου λογαριασμό επίσης πόσα κομμάτια έπαιξαν και ποια, αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι μας σφυροκοπούσαν ανελέητα με γλυκά χαστούκια, τραγούδια που έχουν σημαδέψει τα νιάτα μας και την ομορφιά μας, παιγμένα μπροστά στα μάτια μας καλύτερα ίσως από ποτέ. Μπορεί ο χρόνος να έχει αφήσει φανερά τα σημάδια του επάνω τους – και σε ποιον δεν το έχει κάνει; - μπορεί ο Frank Black (ή για να είμαστε ακριβής Black Francis, γιατί έτσι ήθελε να λέγεται στις μέρες και τα εξώφυλλα των Pixies) να κοντεύει να σκάσει απ’ το πάχος, η Kim Deal να έχει πάρει κι αυτή τα κιλάκια της και κανείς απ’ τους αρσενικούς της μπάντας να μην έχει τρίχα στο κεφάλι του, είναι όμως απίστευτο το πόσο δεμένοι εξακολουθούν να παραμένουν, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά. Με φοβερή πείρα πια στις πλάτες τους, ήξεραν καλά πώς να μας απογειώνουν, και μάλιστα χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια!
Είχαν φυσικά και τα κομμάτια που λειτουργούσαν υπέρ τους – αρκούσαν για παράδειγμα λίγα δευτερόλεπτα του εναρκτήριου “Bone Machine” για να ανέβει η θερμοκρασία κατακόρυφα! – αλλά στο μεγαλείο της εμφάνισής τους συνηγορούσε και το γεγονός ότι κανείς δεν μπορούσε να περιμένει καλύτερη ερμηνεία απ’ τη μεριά τους. Ο χοντρούλης στο κέντρο της σκηνής το έσκισε ουκ ολίγες φορές το λαρύγγι του, στο “Tame” για παράδειγμα νόμιζα ότι θα το άφηνε στο κέντρο της σκηνής και θα αποχωρούσε! Ο Joey Santiago έπαιζε παπάδες, στο “Vamos” μας τέλειωσε με το υστερικό ριφάκι του και γενικά έπαιζε με πολύ φαντασία και πάθος, η Kim Deal ήταν απίστευτη Θεά, έτσι ακίνητη και υπεράνω που στεκόταν και δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα για να την λατρέψουμε (δεν μιλάμε όταν είπε το “Gigantic”, ή στα δεύτερα φωνητικά του “Velouria”, μας διέλυσε και μας έκανε να περάσει απ’ το μυαλό μας να ζητήσουμε και κάτι από Breeders ;-) ), ενώ ο David Lovering ήταν όπως πάντα σταθερή δύναμη, μια ασταμάτητη ρυθμική μηχανή.
Τι έπαιξαν τώρα… Ας προσπαθήσω να θυμηθώ (μια στιγμή να απλώσω και τα βινύλια μπροστά μου…). Από το πρώτο έπαιξαν σίγουρα τα “Caribou”, “Vamos”, “Isla De Encanta”, “The Holiday Song”, “Nimrod’s Son”, από το δεύτερο τα “Bone Machine”, “Gigantic” (παραδόξως όχι το “Where Is My Mind?”!), από το “Doolittle” τα “Debaser”, “Tame”, “Here Comes Your Man”, “Monkey Gone To Heaven”, “Hey”, “Crackity Jones”, αν θυμάμαι καλά και το “Wave Of Mutilation”, από το “Bossanova” το “Velouria” (παραδόξως όχι το “Dig For Fire”) και από το “Trompe Le Monde” τα “Planet Of Sound”, “Subbacultcha” και “Head On”. Σίγουρα ξεχνάω κάποια, γιατί έπαιξαν πάνω από 20 κομμάτια, ίσως έγραψα και κάποιο λάθος, αλλά τη συγκεκριμένη βραδιά το δημοσιογραφικό καθήκον πήγε περίπατο. Εξάλλου μια μικρή βόλτα στο internet θα σας βγάλει το πλήρες set list, ξέρετε εσείς…
Εμείς αυτό που κάναμε ήταν να αφήσουμε τη μουσική να περάσει από τους πόρους μας, να τραγουδήσουμε τα αγαπημένα κομμάτια με όλη μας τη δύναμη, να αδράξουμε τη στιγμή. Ήταν μεγαλειώδες αυτό που βλέπαμε και ζούσαμε, αμφότερες οι πλευρές – επάνω και κάτω απ’ τη σκηνή – φαίνονταν να απολαμβάνουν τη βραδιά και τη μουσική και κάνεις πιστεύω δεν είχε παράπονο με το τέλος της συναυλίας. Αποχωρώντας απ’ τη σκηνή ήταν θριαμβευτές, είχαν αφήσει πίσω τους καμένη γη και μας είχαν χαρίσει μια βραδιά που θα θυμόμαστε για καιρό. Εμείς είχαμε μείνει λίγο σκεπτικοί, κι αναρωτιόμαστε πως γίνεται το συγκρότημα που είχε προηγηθεί να είναι τόσο υπερφίαλο στις δηλώσεις του σχετικά με την αξία του μέσα στη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα. Όταν βλέπεις μια μπάντα σαν τους Pixies εν δράσει, κάποιοι σαν τους Mogwai σου φαίνονται ασήμαντοι. Εμένα, σχεδόν μου διέφυγε εντελώς η παρουσία τους εκείνο το βράδυ…