Από τη στιγμή που η Polly Jean Harvey ανέβηκε στη σκηνή του Θεάτρου, θα ορκιζόμουν ότι ο λόφος του Λυκαβηττού πλημμύρισε με τη μυρωδιά του σεξ. Την έχουμε ξαναδεί ζωντανά στη χώρα μας, και σίγουρα ήταν ιδιαίτερα ερωτική με το κατακόκκινο φόρεμα που φορούσε στο προηγούμενο Rockwave που έπαιζε, αλλά αυτή τη φορά σχεδόν σου έκοβε την ανάσα. Με το κολλητό της μίνι διαστάσεων φόρεμα, τις μπότες και το καλσόν, ήταν μια γυναίκα που θα ήθελες να σε συνοδεύσει για μια τουλάχιστον βραδιά. Τις φαντασιώσεις τροφοδοτούσε και η σκηνική της παρουσία, περισσότερο σίγουρη και πλήρης αυτοπεποίθησης από κάθε άλλη φορά. Σ’ αυτό τη βοηθούσε το ότι σπάνια κρατάει την κιθάρα της πια, αν και όταν το κάνει μας απογειώνει ακόμη πιο πολύ.
Σκεφτόμουν καθώς την έβλεπα, την ωριαία ταινία που είχε προβληθεί στο περασμένο φεστιβάλ κινηματογράφου του περιοδικού Σινεμά “Stories From The Road” – την οποία και είχε προλογίσει ο υποφαινόμενος, ειρήσθω εν παρόδω – όπου ένας τύπος αποφασίζει από το πουθενά να γυρίσει ένα φιλμ για την PJ και καταλήγει να την ακολουθεί στη μισή Αμερική και την Ευρώπη. Σκεφτόμουν πόσο πολύ εύκολο είναι να μαγνητιστείς από την προσωπικότητά της, το ίδιο αν όχι και περισσότερο από τη μουσική της, κι όλα αυτά χωρίς να χρειαστεί να ανταλλάξεις έστω και μια κουβέντα μαζί της. Με την πλειοψηφία των καλλιτεχνών πια, δεν σε ενδιαφέρει να ασχοληθείς μαζί τους πέρα απ’ τα όσα o καθείς έχει να σου δώσει με τη μουσική του. Με εκείνη, και ποιός δεν θα ήθελε να πάει για ποτό παρέα της, να ακούσει τι έχει σου πει για τη ζωή της, να σε αφήσει να ρίξεις λίγο παραπάνω φως στα τραγούδια της.
Ίσως και να μην χρειάζεται πάλι, ίσως και η ίδια να φροντίζει να καλλιεργείται αυτό το άτυπο κλίμα μυστηρίου γύρω απ’ το άτομό της. Είναι τόσο κοντινή όσο και απόμακρη, είναι δική μας και δεν πρόκειται να την έχουμε ποτέ. Την αγαπάμε αλλά ποτέ δεν θα μάθουμε αν αυτά μας τα αισθήματα θα βρουν τον τελικό τους αποδέκτη. Είναι μια Θεά μα και τόσο γήινη. Όταν της πέταξαν το κουκλάκι – Φοίβο, τον έκανε το κέντρο του τραγουδιού κι εκείνη ήταν το κέντρο του Σύμπαντος. Ήταν με μια λέξη καταπληκτική και δεν θα μπούμε καθόλου στον κόπο να συγκρίνουμε αυτή της την εμφάνιση με τις προηγούμενες και να φτάσουμε στο συμπέρασμα του ποιά υπήρξε η καλύτερη. Πώς μπορείς να συγκρίνεις πέντε αριστουργήματα της Τέχνης μεταξύ τους; Με τον ίδιο τρόπο, η ερώτηση που μένει μονάχα να απαντηθεί είναι κατά πόσο άγγιξε εσένα τον ίδιο αυτό που είδες. Και αν η ερώτηση απευθύνεται στο γράφοντα, τότε χωρίς ενδοιασμούς θα λέγαμε ότι μας άφησε να σπαρταράμε στο μπετό της πλατείας, με τα κύματα της αδρεναλίνης να μας πνίγουν αλλεπάλληλα.
Τι σημασία είχε που τα περισσότερα καινούργια της κομμάτια τα ακούσαμε εκείνη τη βραδιά; Η αληθινή τους δύναμη αποκαλύφθηκε απ’ το γεγονός ότι δεν αποτέλεσαν την κοιλιά που θα είχε γίνει δίπλα στα παλιά και κλασικά της. Από κάποια στιγμή και μετά δεν είχαν σημασία τα κομμάτια καθαυτά, σημασία είχε μονάχα που βρισκόταν εκεί επάνω και τραγουδούσε, που είχε αυτή τη φοβερή μπάντα – ανάμεσά τους ο βράχος δίπλα της Rob Ellis στα ντραμς και ο ανερχόμενος Clint Hofer στην κιθάρα, συνεργάτης στο πρόσφατο άλμπουμ του John Frusciante, ο οποίος έπαιζε σαν τον Rowland Howard των Birthday Party, τηρουμένων των αναλογιών πάντα – που απολαμβάναμε την υπέροχη βραδιά μ’ εκείνη να την συνοδεύει μουσικά. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον που να αποχώρησε απογοητευμένος, αν υπήρξε, μάλλον ποτέ δεν ήταν απόλυτα δοσμένος στην Τέχνη της. Εκείνη από τη μεριά της, φάνηκε να μας δίνει όλα όσα είχε να μας δώσει, την ψυχή και την ομορφιά της. Και γι’ αυτό την ευχαριστούμε!