Ο Mark Lanegan στο Gagarin 205 απέδειξε ότι είναι σαν το παλιό καλό κρασί. Όσο μεγαλώνει ηλικιακά, τόσο πιο γεμάτος από γεύσεις, τόσο πιο αισθαντικός, και τόσο πιο ανεξάντλητος εμφανίζεται. Ο Lanegan που καμαρώσαμε στην Αθήνα την Πέμπτη το βράδυ ήταν ο Lanegan σε μία ασταμάτητη πορεία προς την ιδεατή καλλιτεχνική ωριμότητα, και προς το απόλυτο αριστούργημά του, που αφήστε με να πιστεύω ότι δεν έχει προσγειωθεί στις δισκοθήκες ακόμα.
Για μία βραδιά που κύλησε πολύ ευχάριστα, το ξεκίνημα δεν ήταν και ότι καλύτερο. Και αναφέρομαι στην ομαδική καθυστέρηση όλων των αγαπητών συνεργατών του Avopolis να φτάσει στην Λιοσίων, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να μην έχουμε γνώμη για την εμφάνιση των Enemy, που άνοιγαν την βραδιά. Η θέληση μας να παρακολουθήσουμε το side project του Troy Van Leeuwen και του Eddie Nappi, δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα χρονικά εμπόδια που λέγονται «έμπλεξα στο γραφείο και δεν μπορούσα να φύγω» και «έχω πήξει στην κίνηση με αυτά τα έργα του γαμωτραμ».
Η εμφάνιση του Mark Lanegan και τις μπάντας του όμως ήταν κάτι πολύ περισσότερο από αρκούντως ικανοποιητική, οπότε τελικά το ότι χάσαμε τους Enemy πέρασε πολύ γρήγορα στη σφαίρα της λήθης. Λιθοβολήστε με εάν αυτό επιθυμείτε, αλλά δεν φεύγει από το μυαλό μου ότι ο Lanegan εξελίσσεται στον νέο Tom Waits. Τα φωνητικά του έχουν γίνει ακόμα πιο βραχνά από ότι τα ξέραμε, έχει αναδείξει μία χαρακτηριστική θεατρικότητα ειδικά στις νέες συνθέσεις, ενώ ο τρόπος που στεκόταν στη σκηνή, ο τρόπος που κάπνιζε, οι κάποιες νευρικές κινήσεις με αποκορύφωμα τις στιγμές που πέταγε κάτω το τσιγάρο που είχε μόλις ανάψει, για να σκύψει αμέσως να το πάρει από κάτω, να πάρει άλλη μία τζούρα, και μετά να το ξαναπετάξει, μπορούν να συγκριθούν μόνο με τον μεγάλο Waits.
Από το σχεδόν δίωρο σετ που μας είχε επιφυλάξει ο Mark Lanegan οι μοναδικοί που ίσως θα είχαν κάποιο παράπονο θα ήταν αυτοί που φώναζαν με επιμονή για τραγούδια των Screaming Trees. Όμως όταν έχεις έξι πλέον προσωπικά albums ποιος ο λόγος να επιστρέφεις στις παλιές εποχές; Κάπως έτσι σκέφτηκε ο Lanegan και καλά έκανε, και τελικά παρουσίασε ένα εξαιρετικό σετ με τραγούδια από όλες του τις δισκογραφικές δουλειές, με επιλογές που αναδείκνυαν και την συνθετική πορεία του, και την ερμηνευτική του δεξιοτεχνία.
Ξεκινώντας με δύο διαμάντια, έκανε την καλύτερη εισαγωγή. Με το “Boracho” μας καλησπέρισε, και με το αγαπημένο “One Way Street” από το “Field Songs” μας έβαλε κατευθείαν στο κλίμα της βραδιάς. Από εκεί και πέρα, μέσα σε ένα κυρίως σετ και τρία encore, μέχρι να καταλήξει σε μία ηλεκτρισμένη και μεγαλύτερη εκδοχή του “Fix”, ο Lanegan με την μπάντα του παρουσίασε αρκετές διαφορετικές εκδοχές του εαυτού του. Άλλοτε rock god βγαλμένος από την μυθολογία, survivor μίας εποχής του Αμερικάνικου rock ήχου που σημάδεψε την γενιά μου, και ύστερα πιο διαβολικά blues man από τον ίδιο τον διάβολο, σκοτεινός και απόμακρος.
Τα τέσσερα νέα κομμάτια που ερμήνευσε από το E.P. που μόλις κυκλοφόρησε έδωσαν μία γεύση για την νέα πιο ώριμη και σκοτεινή κατεύθυνση του Lanegan, με το “Methamphetamine Blues” να ξεχωρίζει. Αλλά ήταν το “Field Songs” πάνω στο οποίο στηρίχθηκε το live show, αφού εκτός από τα δύο κομμάτια που προαναφέραμε ακούστηκαν και τα “Don’t Forget Me”, “No Easy Action”, “Miracle” “Pill Hill Serenade” και “She Done Too Much” το οποίο στην πορεία ενώθηκε και έδωσε την θέση του στο αγαπημένο “The River Rise” μέσα από το “Whiskey For A Holy Ghost”.
Από τις καλύτερες στιγμές η εκτέλεση του “Because of This” μέσα από το “Scraps of Midnight” το οποίο στην μέση του μεταμορφώθηκε στο “Hotel” από το ίδιο album, ενώ δεν μπορούσε να λείπει και ένα από τα καλύτερα b-sides που έχουμε ακούσει το παραδοσιακό “Death Don’t Have A Mercy”, αλλά σε μία απρόσμενη ηλεκτρική version, ενώ αντίθετα το “Mockingbirds” μέσα από το “The Winding Sheet” παρουσιάσθηκε απογυμνωμένο στο encore, με μόνο την ακουστική κιθάρα του Troy Van Leeuwen να συνοδεύει την απίστευτη ερμηνεία του Lanegan.
Δεν έλειψαν βέβαια και τρία τραγούδια από το album των διασκευών του Lanegan, το “I’ll Take Care of You”, με τα σκοτεινά blues του ομώνυμου, του “On Jesus’ Program” και “Creeping Coastline of Lights” να στοιχειώνονται ακόμα περισσότερο με την φωνή του Lanegan και την μπάντα του, από την οποία ο Norm Block στα drums ήταν απλά καταπληκτικός.
Για το τέλος, ας γκρινιάξουμε και λίγο με ένα μήνυμα προς την συμπαθέστατη κατά τα άλλα, κοπελίτσα πίσω από το αριστερό bar. Κλείσε επιτέλους τον ήχο από το κινητό σου γλυκιά μου, και μην απαντάς φωνάζοντας πιο δυνατά και από τον Mark Lanegan την άλλη φορά. Ήμαρτον…