Πόσες είναι οι φορές την τελευταία δεκαετία που ακούσατε κάτι τόσο φρέσκο και μουσικά νεωτερικο στο ραδιόφωνο που σας έκανε το κλικ ώστε το αμέσως επόμενο πρωί να τρέχετε στα δισκάδικα αναζητώντας το; Ποτέ ήταν η τελευταία φορά που είπατε μέσα σας «επιτέλους η μουσική προχωράει, δεν μένει στάσιμη και δεν αναμασά τις ίδιες πάνω κάτω ιδέες»; Δυο, τρεις, τέσσερις; Να βάλω το Blue Lines μέσα, το ομώνυμο των Portishead, άντε χαριστικά και το Moon Safari; Σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλοι τέτοιοι δίσκοι που αξίζουν τον παραπάνω χαρακτηρισμό, αλλά λόγω περασμένου της ώρας και ταυτόχρονου κατακερματισμού κάθε ίχνους φαιάς ουσίας του δύσμοιρου εγκεφάλου μου, αδυνατώ να σκεφτώ παραπέρα…
Δεκέμβρης του 2001, η Μαρία έχει μπει στη ζωή μου για τα καλά, πεταλουδίτσες πετάνε παντού ανέμελες και ο κόσμος μοιάζει αγγελικά πλασμένος (βλέπετε ανήκω σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που συνδέουν κάθε εξέλιξη στην αισθηματική τους ζωή και εν γένει κάθε κοπέλα που περνάει από αυτήν με κάποιο δίσκο ή τραγούδι…). Μετά από μια βόλτα από τα γραφεία του Ποπ και Ροκ φεύγω όχι μόνο με τρεις δίσκους αμανάτι από τον Βασίλη Δουβιτσα, τον αξιότιμο τότε αρχισυντάκτη μας, αλλά και με τον ήχο ενός κομματιού που μόλις είχα ακούσει και είχα αφήσει να εισχωρήσει στον μικρόκοσμο μου και να μου ταράζει την ηρεμία της συζυγικής μου ζωής με την Μαρία. Το εν λόγω κομμάτι ήταν το Always και εκείνο το ρυθμικό μπάσο, οι κοφτές ηλεκτρονικές λούπες αλλά κυρίως η σαμπλαρισμενη φωνή στοίχειωσε για αρκετές ώρες το μυαλό μου μέχρι να ανακαλύψω το συγκρότημα και τον τόπο προέλευσης του. Στα αυτιά μου ακουγόταν όχι μόνο εξαιρετικά ελκυστικό σαν άκουσμα αλλά κυρίως λίγο πιο μπροστά από όλα τα υπόλοιπα κομμάτια της εποχής του (σαν τον Βασίλη Δανιήλ ένα πράγμα…). Υπήρχαν και κάποιες περιρρέουσες φήμες που μιλούσαν για νεκρανάσταση κάποιας Ελληνίδας τραγουδίστριας χάρη στο sample αυτό του συγκροτήματος από το Νοτινχαμ. Οι φήμες βγήκαν αληθινές: όντως η φωνή που ακουγόταν ήταν της Νανάς Μουσχουρη, η οποία διασκεύαζε σε έναν από τους δίσκους της ένα pop standard της κινηματογραφικής μουσικής, το Always In My Heart του Ernesto Lecuona για το οποίο ο Κουβανός συνθέτης ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού για το ομώνυμο αυτό φιλμ του 1942.
Είχα την περιέργεια να δω τους Bent μετά από 3 δίσκους - εκ των οποίων ο ένας κυκλοφόρησε αποκλειστικά στο Διαδικτυο και τον δεύτερο δεν τον έχω ακούσει ακόμη και ντροπή μου… Μπαίνοντας στο φρι το γκόου Κλαμπ 22 – ίσως τον συναυλιακο χώρο με το πιο θετικό vibe σε όλη την πρωτεύουσα, ανοιχτό και με άριστη θέα - το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν το Residents-ικο σκηνικό με τα τεράστια μπαλόνια με σχήμα σε βολβούς ματιών να δεσπόζουν στη σκηνή, τους πίνακες πάνω από το τραπέζι του μπιλιάρδου να έχουν πουληθεί και να έχουν αντικατασταθεί από νέους και το κοινό να διαφέρει από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε στο χώρο αυτό και να αποτελείται από πολύ όμορφες θηλυκές παρουσίες που ενίοτε μας αποσπούσαν από τα εν σκηνή τεκταινόμενα. « Ωραία –είπα μέσα μου- πάλι καλά που ήρθα εδώ και δεν ακολούθησα την υπόλοιπη συντακτική ομάδα στον Φοίβο Δεληβορια και προτίμησα την παρέα του Simon Mills και του Nail Tolliday».
Την συναυλία άνοιξαν οι Θεσσαλονικείς Ινφο, μια επιλογή καθ’όλα ταιριαστή για σαπορτ, μιας και η μουσική τους σε κάποια σημεία ακουγόταν αν όχι καλύτερα παιγμένη, σίγουρα εφάμιλλη των δυο Βρετανών. Παρόλο που το εξαμελές σχήμα δεν είχε κανένα υστερησαντα, θα σταθώ στην παρουσία της πανέμορφης τραγουδίστριας Εύης: γλυκύτατη φωνή, παιδική αφέλεια στις κινήσεις της και ένα φιζικ που μου θύμισε ηθοποιό από ταινία της δεκαετίας του ’60, την Dianna Rigg στους Εκδικητές ή ηρωίδα γαλλικών φιλμ (ιδιαίτερα του Truffaud). Πάλι καλά που δεν ξεπρόβαλε και ο Ζαν Πολ Μπελμοντο από καμία γωνία γιατί θα πλακωνόμασταν για πάρτη της… Ως φερελπις πλην ανεπίδεκτος μαθήσεως μπασιστας δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στο παλικάρι που κράταγε το ρυθμό και που μου έφερε στο νου κάτι από Entwhistle. Αναμένουμε εδώ στο Αβοπολις τον πρώτο δίσκο τους που βγαίνει εν ευθέτω χρόνω.
Ώρα ενδέκατη προέβαλαν στη σκηνή οι δυο Bent, ο ένας εκ των οποίων με την χαρακτηριστική αγγλική τραγιάσκα, που αρχικά την χρησιμοποίησε για να δώσει ένα φιλικό σκαμπίλι στο μικρόφωνο που δεν ήταν on line και μετά για να την φοράει μέχρι το τέλος του σώου. Υποψιάζομαι ότι έβγαλε την μπέμπελη με αυτήν δυο ώρες και πραγματικά δεν θα ήθελα να βρίσκομαι στη θέση του κομμωτή του την επόμενη μέρα. Για το πρώτο μισάωρο επιδόθηκαν σε ένα dj set που η λέξη χαοτικό δεν αρκεί να το περιγράψει. Ο κόσμος κάτω όταν δεν χασμουριόταν, μίλαγε με τους γύρω του, έπαιζε Τριβιαλ Περσουιτ, ανέλυε την νίκη του Ολυμπιακού επί του Ηρακλή, αντάλλασσε συνταγές μαγειρικής αλλά δεν έδειξε να ασχολείται και ιδιαίτερα με τους ηλεκτρονικούς τους πειραματισμούς, σε σημείο που όταν τελείωνε το κάθε κομμάτι από κάτω ακουγόταν ένα σούσουρο πιο έντονο κι από συγκέντρωση Εβραίων χρηματιστών στην Γουολ Στριτ σε περίοδο λιμιτ απ.
Ο Θεός της Μουσικής μας λυπήθηκε και μετά από μίση ώρα εδέησαν να βγάλουν την τραγουδίστρια στη σκηνή και να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ mid-tempo ρυθμών και παγωμένων ανά τους αιώνες beats (εξ’ου και ο όρος chill out που επινοήθηκε για να χαρακτηρίσει τη μουσική του είδους αυτού). Έπαιξαν το Always χωρίς το sample της Νανάς, πρόσφεραν άλλη μια ώρα πολύ καλής uptempo house και «chill out ρυθμών σε μια lounge ατμόσφαιρα» (όπως διατεινόταν πριν από δυο καλοκαίρια το Χοροστάσιο στο διαφημιστικό του σποτάκι …) και φρονώ ότι κάπου εκεί θα αποχώρησαν. Και λέω «φρονώ» γιατί ο γράφων κατά τις 1 αποχώρησε, κομμάτια από την κούραση και εισπράττοντας από τα πρόσωπα του κόσμου γύρω του μια γεύση απογοήτευσης και ικανοποίησης σε ισόποσες δόσεις. Αυτοί που απογοητεύτηκαν, πιστεύω ότι γνώριζαν σε ποια συναυλία ακριβώς πηγαίνουν και τι ακριβώς θα παρακολουθούσαν. Αυτοί που ευχαριστήθηκαν ή παραμυθιαζαν έστω και λίγο τον εαυτό τους ή όντως είναι θιασώτες αυτού του είδους της μουσικής και των εκπροσώπων του ή είναι φαν της Νανάς Μουσχουρη. Διαλέξτε και πάρτε.