Αυτή ήταν η τέταρτη τουλάχιστον φορά που έβλεπα ζωντανά τον Wim Mertens, από εκείνες που θυμάμαι τουλάχιστον, και τον έχω χάσει το λιγότερο άλλες τόσες, από όσες θυμάμαι και πάλι - τελευταία η περυσινή του στο Ρέθυμνο στην καρδιά του Αυγούστου, που αν την ήξερα νωρίτερα, ίσως και να είχα προγραμματίσει διαφορετικά τις διακοπές μου! Όσες φορές και να τον δω, πάντοτε έχει και κάτι διαφορετικό να παρουσιάσει μα ταυτόχρονα να είναι για πάντα η ίδια σταθερή δύναμη, να μην απογοητεύει ποτέ και να μην παρουσιάζει αυξομειώσεις στην ποιότητα της παρουσίας και του υλικού του φυσικά!
Αν η εν λόγω βραδιά κυκλοφορούσε ποτέ σε δίσκο, θα έπρεπε να πάρει το όνομά της απ’ το αντίστοιχο live άλμπουμ των Sound : “In The Hothouse”! Στα εύλογα ερωτήματα όλων, εμείς πήραμε τις εξηγήσεις από τη διοργανώτρια εταιρία : γιατί η συναυλία δεν έγινε στον εξωτερικό χώρο του Ark No. 6; Επειδή η ΕΜΥ τους είχε πληροφορήσει ότι το συγκεκριμένο βράδυ θα έβρεχε, και κανείς δεν διακινδύνευε να καταστρέψει τη βραδιά. Κι αφού έγινε μέσα, δεν υπήρχε εξαερισμός ή air condition για να μην πεθάνουμε σαν τα ποντίκια; Υπήρχε μα δεν λειτούργησε κατόπιν απαίτησης του ίδιου του Mertens! Θα είχε τους λόγους του ο άνθρωπος, εξάλλου εκείνος θα πρέπει να υπέφερε περισσότερο απ’ όλους παίζοντας με τελειότητα την απαιτητική ούτως ή άλλως μουσική του. Στον ίδιο βαθμό έλιωνε αργά και υπομονετικά ο μουσικός που τον συνόδευε στο κλαρινέτο, ο οποίος έσταζε σαν το κερί στο μανουάλι αλλά δεν έκανε ούτε μια νότα λάθος, που λέει ο λόγος!
Και πιθανόν είναι να γνωρίζετε ήδη το πόσο ακριβής στο σχεδιασμό της είναι η μουσική του Wim Mertens, και στο ίδιο επακριβώς οφείλει να στέκεται και η εκτέλεσή της. Όπως όμως προείπαμε, ο Βέλγος μινιμαλιστής – και πολλά περισσότερα – συνθέτης δεν απογοητεύει ποτέ και σε στέλνει αδιάβαστο με την απλότητα και την πολυπλοκότητα ταυτόχρονα της σύλληψης της μουσικής του, ταξιδεύοντάς σε με την απόκοσμη φωνή σε πολυπόθητα ταξίδια του μυαλού. Δεν είδα και λίγους να “παρακολουθούν” τη συναυλία με κλειστά τα μάτια ή με ύφος που πρόδιδε ότι ουσιαστικά δεν βρίσκονταν τη στιγμή εκείνη εντός της αίθουσας πνευματικά παρά μόνο σωματικά!
Το σετ ήταν χορταστικό, διήρκησε κοντά στις δύο ώρες, και έπαιξε κομμάτια από όλη την καριέρα του, από το “Maximizing The Audience” μέχρι – υποψιάζομαι – το καινούργιο του (δεν το έχω στα χέρια μου). Απλά, ουσιαστικά και με σεμνότητα – προσθέστε και τη σοβαρότητα που αγγίζει τα όρια του ψυχρού, αν υπολογίσει κανείς ότι είπε μόνο ένα “ευχαριστώ” σ’ όλη τη διάρκεια του κονσέρτου, για όσους δεν νοούν την υπόκλιση σαν ικανό μέσο ανταπόδοσης του χειροκροτήματος απ’ την πλευρά του καλλιτέχνη – έπαιξε με την ψυχή του και επιβεβαίωσε και πάλι κάτι που γνωρίζουμε εδώ και χρόνια, ότι δηλαδή πρόκειται για έναν απ’ τους μεγαλύτερους νέο-κλασικούς συνθέτες του 20ου και βάλε αιώνα.